Τρίτη 23 Οκτωβρίου 2012

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ: ΜΙΚΡΑ ΦΥΣΙΚΑ

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ: ΜΙΚΡΑ ΦΥΣΙΚΑ
ΟΛΟΚΛΗΡΟΙ ΟΙ 2 ΤΟΜΟΙ FREE photo hosting by Fih.gr
Τα μικρά συγγράμματα του Αριστοτέλους τα καλούμενα Μικρά Φυσικά είναι οκτώ πραγματείαι: 1) Περί αισθήσεως και αισθητών. 2) Περί μνήμης και αναμνήσεως, 3) Περί ύπνου και εγρηγόρσεως, 4) Περί ενυπνίων, 5) Περί της καθ' ύπνον μαντικής, 6) Περί μακροβιότητος και βραχυβιότητος, 7) Περί νεότητος και γήρατος, περί ζωής και θανάτου και 8) Περί αναπνοής. Τα πονημάτια ταύτα ουδέποτε αναφέρονται υπό του Αριστοτέλους υπό κοινόν τίτλον, αλλά πάντοτε κεχωρισμένως έκαστον. Η επιγραφή Μικρά Φυσικά εδόθη αυτοίς υπό των Σχολιαστών. Κυρίως πραγματεύονται περί των οργανικών λειτουργιών των ζωικών σωμάτων και αποτελούσι συνέχειαν και συμπλήρωσιν της «Περί Ψυχής» πραγματείας και συνάμα εισαγωγήν εις την «Περί Μορίων των ζώων» συγγραφήν του Αριστοτέλους. Το περιεχόμενον αυτών είναι βιολογικόν μάλλον και φυσιολογικόν. Εν τη περί Ψυχής πραγματεία η ψυχή θεωρείται ως η αρχή της οργανικής ζωής, ήτις εκδηλούται εν ταις μορφαίς της γνώσεως και της φυσικής ζωικότητος. Τας σχέσεις τούτων εξετάζουσιν εκτενέστερον τα Μικρά Φυσικά, εν οις εξετάζονται, και η μνήμη, ο συνειρμός των παραστάσεων και τα ενύπνια. Προσέτι εν αυτοίς συμπληρούνται τα ζητήματα περί κοινής αισθήσεως, περί ηδονής και λύπης και περί κινήσεως. Εις ταύτα έπονται εκτενείς πραγματείαι περί των όρων, των διαταράξεων και της διαρκείας της οργανικής ζωής. Αναγκαίον κρίνομεν να προσθέσωμεν ότι, ίνα κατανοήση τις τας πολυτίμους και εν πολλοίς ανυπερβλήτους έτι και σήμερον πραγματείας ταύτας του μεγάλου φιλοσόφου και φυσιοδίφου, οφείλει να μελετήση πρότερον την &Περί ψυχής& συγγραφήν του Αριστοτέλους, ης την μετάφρασιν έχομεν ήδη δημοσιεύσει εν τη Βιβλιοθήκη Γ. Φέξη Αρχαίων Ελλήνων Συγγραφέων. Εν Αθήναις τη 1 Απριλίου 1912.
(Ολόκληρο το βιβλίο σε απλό κείμενο).
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ

ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΦΕΞΗ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ

ΜΙΚΡΑ ΦΥΣΙΚΑ ΤΟΜΟΣ ΠΡΩΤΟΣ

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ Π. ΓΡΑΤΣΙΑΤΟΥ

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΦΕΞΗ

ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΦΕΞΗ
ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ
ΜΙΚΡΑ ΦΥΣΙΚΑ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΙΣ ΠΑΥΛΟΥ ΓΡΑΤΣΙΑΤΟΥ
ΤΟΜΟΣ Α
ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΦΕΞΗ 1912
ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ
***
                      ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ
                      ΠΕΡΙ ΑΙΣΘΗΣΕΩΣ ΚΑΙ ΑΙΣΘΗΤΩΝ
                        Κεφάλαιον Α {  1} - { 17}
                        Κεφάλαιον Β { 18} - { 35}
                        Κεφάλαιον Γ { 36} - { 65}
                        Κεφάλαιον Δ { 66} - { 83}
                        Κεφάλαιον Ε { 84} - {107}
                        Κεφάλαιον ς {108} - {125}
                        Κεφάλαιον Ζ {126} - {168}
                      ΠΕΡΙ ΜΝΗΜΗΣ ΚΑΙ ΑΝΑΜΝΗΣΕΩΣ
                        Κεφάλαιον Α {169} - {191}
                        Κεφάλαιον Β {192} - {237}
                      ΠΕΡΙ ΥΠΝΟΥ ΚΑΙ ΕΓΡΗΓΟΡΣΕΩΣ
                        Κεφάλαιον Α {238} - {253}
                        Κεφάλαιον Β {254} - {271}
                        Κεφάλαιον Γ {272} - {293}
                      
***

ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ

Τα μικρά συγγράμματα του Αριστοτέλους τα καλούμενα Μικρά Φυσικά είναι οκτώ πραγματείαι: 1) Περί αισθήσεως και αισθητών. 2) Περί μνήμης και αναμνήσεως, 3) Περί ύπνου και εγρηγόρσεως, 4) Περί ενυπνίων, 5) Περί της καθ' ύπνον μαντικής, 6) Περί μακροβιότητος και βραχυβιότητος, 7) Περί νεότητος και γήρατος, περί ζωής και θανάτου και 8) Περί αναπνοής.
Τα πονημάτια ταύτα ουδέποτε αναφέρονται υπό του Αριστοτέλους υπό κοινόν τίτλον, αλλά πάντοτε κεχωρισμένως έκαστον. Η επιγραφή &Μικρά Φυσικά& εδόθη αυτοίς υπό των Σχολιαστών. Κυρίως πραγματεύονται περί των οργανικών λειτουργιών των ζωικών σωμάτων και αποτελούσι συνέχειαν και συμπλήρωσιν της &Περί Ψυχής& πραγματείας και συνάμα εισαγωγήν εις την &Περί Μορίων των ζώων& συγγραφήν του Αριστοτέλους. Το περιεχόμενον αυτών είναι βιολογικόν μάλλον και φυσιολογικόν. Εν τη περί Ψυχής πραγματεία η ψυχή θεωρείται ως η αρχή της οργανικής ζωής, ήτις εκδηλούται εν ταις μορφαίς της γνώσεως και της φυσικής ζωικότητος. Τας σχέσεις τούτων εξετάζουσιν εκτενέστερον τα Μικρά Φυσικά, εν οις εξετάζονται, και η μνήμη, ο συνειρμός των παραστάσεων και τα ενύπνια. Προσέτι εν αυτοίς συμπληρούνται τα ζητήματα περί κοινής αισθήσεως, περί ηδονής και λύπης και περί κινήσεως. Εις ταύτα έπονται εκτενείς πραγματείαι περί των όρων, των διαταράξεων και της διαρκείας της οργανικής ζωής.
Αναγκαίον κρίνομεν να προσθέσωμεν ότι, ίνα κατανοήση τις τας πολυτίμους και εν πολλοίς ανυπερβλήτους έτι και σήμερον πραγματείας ταύτας του μεγάλου φιλοσόφου και φυσιοδίφου, οφείλει να μελετήση πρότερον την &Περί ψυχής& συγγραφήν του Αριστοτέλους, ης την μετάφρασιν έχομεν ήδη δημοσιεύσει εν τη Βιβλιοθήκη Γ. Φέξη Αρχαίων Ελλήνων Συγγραφέων.
    Εν Αθήναις τη 1 Απριλίου 1912.
 
                                                   ΠΑΥΛΟΣ ΓΡΑΤΣΙΑΤΟΣ



ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ




ΠΕΡΙ ΑΙΣΘΗΣΕΩΣ ΚΑΙ ΑΙΣΘΗΤΩΝ




ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α'.

&Αντικείμενον της πραγματείας.—Δυνάμεις και ενέργειαι ψυχής. — η αίσθησις ουσιώδες χαρακτηριστικόν των ζώων.— Αι διάφοροι αισθήσεις.— Όψις και ακοή.&
1. Επειδή έχομεν ήδη πραγματευθή περί της ψυχής {1} καθ' εαυτήν και περί των δυνάμεων, τας οποίας έχει έκαστον των μερών αυτής, επόμενον τώρα είναι να εξετάσωμεν περί των ζώων και περί πάντων των εχόντων ζωήν (και περί των φυτών) και να προσδιορίσωμεν ποίαι είναι αι ιδιαίτεραι και ποίαι αι κοιναί ενέργειαι αυτών{2}. Ας υπόκεινται λοιπόν ως βάσις όσα είπομεν περί ψυχής και ας ομιλήσωμεν περί των λοιπών και πρώτον περί των φύσει πρώτων {3}.
2. Φαίνεται δε ότι τα σπουδαιότερα των ζωικών τούτων φαινομένων, και εκ των κοινών και εκ των ιδιαιτέρων {4}, είναι τα όντα. Κοινά και της ψυχής και του σώματος. Τοιαύτα είναι η αίσθησις και η μνήμη {5} και ο θυμός και η επιθυμία και εν γένει η όρεξις και εκτός τούτων και η ηδονή και η λύπη. Διότι ταύτα σχεδόν υπάρχουσιν εις όλα τα ζώα. Προς τούτοις άλλα μεν είναι κοινά εις πάντα τα έχοντα ζωήν, άλλα δε είς τινα μόνον ζώα. 3. Τα αξιολογώτερα τούτων, αποτελούντα τέσσαρα ζεύγη {6} είναι εγρήγορσις και ύπνος, νεότης και γήρας, αναπνοή και εκπνοή, ζωή και θάνατος. 4. Περί τούτων πρέπει να εξετάσωμεν, τι είναι έκαστον αυτών και διά ποίας αιτίας συμβαίνει.
5. Εις τον φυσικόν ανήκει να εξετάση και περί υγιείας και νόσου, τίνες είναι αι πρώται αρχαί αυτών. Διότι ούτε υγιεία ούτε νόσος είναι δυνατόν να συμβαίνη εις τα όντα, τα οποία είναι εστερημένα ζωής.
Διά τούτο σχεδόν οι πλείστοι των φιλοσοφούντων περί της φύσεως, και εκ των ιατρών εκείνοι, οίτινες αντιλαμβάνονται την τέχνην αυτών κατά τρόπον φιλοσοφικώτερον, εκείνοι μεν εκ της μελέτης της φύσεως καταντώσι τέλος εις την ιατρικήν, οι άλλοι δε αρχίζουσι την τέχνην εκ των νόμων της φύσεως και της εφαρμογής αυτών εις την ιατρικήν. 6. Ότι δε αι ρηθείσαι λειτουργίαι πάσαι είναι κοιναί και της ψυχής και του σώματος, είναι φανερόν. Διότι πάσαι συμβαίνουσιν, άλλαι ομού με την αίσθησιν {7} άλλαι δε διά της αισθήσεως {8}. Άλλαι μεν είναι παθήσεις της αισθήσεως, άλλαι δε είναι διαρκείς καταστάσεις αυτής, άλλαι είναι λειτουργίαι προς φύλαξιν και συντήρησιν αυτής {9} και άλλαι είναι φθοραί και στερήσεις αυτής {10}. Ότι δε η αίσθησις συμβαίνει εις την ψυχήν διά μέσου του σώματος, τούτο γίνεται φανερόν και διά του λόγου και άνευ του λόγου (διά της πείρας) {11}. 7. Αλλ' έχομεν είπει εν τη περί ψυχής πραγματεία τας θεωρίας ημών περί αισθήσεως και περί του αισθάνεσθαι και διατί συμβαίνει εις τα ζώα τούτο το πάθος. Έκαστον ζώον, καθό ζώον, πρέπει κατ' ανάγκην να έχη αίσθησιν• διά ταύτης διακρίνομεν το ζώον από παντός όπερ δεν είναι ζώον. 8. Πάντα δε τα ζώα, ατομικώς έκαστον έχουσιν εξ ανάγκης την αφήν και την γεύσιν, την μεν αφήν, διά την αιτίαν την οποίαν είπομεν εις την περί ψυχής πραγματείαν, {12} την δε γεύσιν διά την τροφήν. Διότι διά της γεύσεως διακρίνει το ευάρεστον και το δυσάρεστον εις τας τροφάς το ζώον, και ούτως αποφεύγει τας δυσάρεστους τροφάς, επιζητεί δε τας ευαρέστους, και εν γένει ο χυμός {13} είναι πάθος του θρεπτικού μέρους της ψυχής. 9. Αι δε αισθήσεις αι διεγειρόμεναι υπό των εξωτερικών πραγμάτων π.χ. η όσφρησις, η ακοή και η όψις, εις πάντα τα πορευτικά (κινούμενα) ζώα, τα έχοντα αυτάς, υπάρχουσι χάριν της συντηρήσεις των, όπως προαισθανόμενα την τροφήν επιδιώκωσιν αυτήν, φεύγωσι δε τα κακά και επιβλαβή. Εις δε τα ζώα, τα οποία έχουσι και νόησιν, αι αισθήσεις αυταί υπάρχουσι χάριν της ευζωίας• διότι γνωστοποιούσιν εις αυτά πολλάς διαφοράς των πραγμάτων, εξ ων προέρχεται η γνώσις εκείνων τα οποία δύνανται να νοηθώσι και εκείνων τα οποία πρέπει να πραχθώσι (των νοητών και των πρακτικών ιδεών).
10. Εξ αυτών δε τούτων των αισθήσεων η σπουδαιότερα και ως προς τας ανάγκας του ζώου και καθ' εαυτήν είναι η όψις, αλλ' ως προς τον νουν σημαντικωτέρα είναι, κατά συμβεβηκός όμως {14}, η ακοή. Η μεν όψις μας φανερώνει πολλάς και ποικίλας διαφοράς των πραγμάτων, διότι πάντα τα σώματα έχουσι χρώμα• ώστε όπερ πάσας τας άλλας διά της αισθήσεως ταύτης αισθανόμεθα και τας κοινάς ιδιότητας των σωμάτων, λέγω δε κοινά το σχήμα, το μέγεθος, την κίνησιν, την στάσιν και τον αριθμόν. Η ακοή δε γνωστοποιεί μόνον τας διαφοράς του ήχου {15}, είς τινα δε ζώα και τας της φωνής. Αλλ' η ακοή συντελεί τα μέγιστα εις την νόησιν κατά συμβεβηκός {16}, διότι αίτιος της γνώσεως είναι ο προφορικός λόγος, όστις είναι αντιληπτός υπό της ακοής, ουχί όμως καθ' εαυτόν, αλλά κατά συμβεβηκός. Διότι ο λόγος αποτελείται εκ λέξεων• εκάστη δε λέξις είναι σημείον (εννοίας). Διά τούτο, εκ των ανθρώπων οίτινες είναι εκ γενετής εστερημένοι της μιας ή της άλλης των αισθήσεων τούτων, οι τυφλοί είναι νοημονέστεροι των κωφαλάλων {17}.
Περί δε της λειτουργίας εκάστης των αισθήσεων έγινε λόγος πρότερον (εν τω περί ψυχής).
***
{1} Εν τω Περί Ψυχής συγγράμματι.
{2} Των φυτών και των ζώων. O νους λ. χ. είναι ιδιαιτέρα λειτουργία, ενώ η θρέψις είναι κοινή εις πάντα.
{3} Φύσει πρώται είναι αι στοιχειώδεις λειτουργίαι αι συνδεδεμέναι μετά της ζωής του σώματος, οπόθεν εξαρτώνται, η θρέψις και η ανάπλασις, όπως και η εγρήγορσις, κ.λ.
{4} Εις τα ζώα, ων τινά μεν έχουσι πάσας ταύτας τας δυνάμεις, τινά δε ολίγας.
{5} Ουχί όμως και η ανάμνησις, ήτις ανήκει ιδία εις τον άνθρωπον.
{6} Εις τα ζεύγη ταύτα βιολογικών φαινομένων προστίθεται κατωτέρω και πέμπτον, η υγιεία και η νόσος. Αλλά περί τούτων δεν σώζεται ειδική πραγματεία του Αριστοτέλους.
{7} Λ. χ. Αυτή η αισθητικότης.
{8} Εις την αίσθησιν επακολουθεί το πάθος, η όρεξις, η ηδονή και η λύπη.
{9} Οίαι αι λειτουργίαι της αναπνοής κ.λ.
{10} O θάνατος και ο ύπνος.
{11} Εάν ο όρος λόγος εκληφθή ως σημαίνων τον ορισμόν, τότε μεταφράζεται διά του ορισμού της αισθήσεως και άνευ αυτού. Αλλά προφανώς λόγος δηλοί ενταύθα λογικήν απόδειξιν.
{12} Εκεί εξήγησεν ότι ο σκοπός της αισθήσεως είναι α) η διατήρησις του ζώου, β) αυτοί οι σκοποί ζωής υπερτέρας.
{13} Ο χυμός ως ιδιότης της τροφής επιδρά επί της θρέψεως. Αφή και γεύσις υπηρετούσι τους στοιχειώδεις ή κατωτάτους σκοπούς της ζωής.
{14} Ήτοι εμμέσως ως εξηγείται κατωτέρω. Καθ' εαυτήν η ακοή αντιλαμβάνεται μόνον ήχους και είναι απλούν σύμβαμα εις την λειτουργίαν αυτής αν ο ήχος έχη σημασίαν.
{15} Αίτινες δύνανται και αυταί να προέλθωσιν εκ των αψύχων πραγμάτων.
{16} Η ακοή αμέσως δέχεται μόνους τους ήχους, η διάνοια δε μόνη εννοεί τι δηλούσιν οι ήχοι, ήτοι την εν αυτοίς τεθείσαν έννοιαν.
{17} Διότι ο άνθρωπος μανθάνει περισσότερα από τον άνθρωπον και την κοινωνίαν, παρά από την φύσιν διά μόνων των προσωπικών του δυνάμεων.
***
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β'.
&Αναφοραί των αισθήσεων προς τα στοιχεία των σωμάτων. — Εξήγησις του φαινομένου εν τοις οφθαλμοίς, όταν τρίβωνται.— Η όψις δεν είναι εκ πυρός αλλ' εξ ύδατος. — Γνώμαι αρχαιοτέρων. — Αποτέλεσμα πληγών επί των οφθαλμών. Η ακοή συνδέεται με τον αέρα, η όσφρησις με το πυρ, η αφή και η γεύσις με την γην.&
1. Περί της λειτουργίας των διαφόρων ειδικών αισθήσεων επραγματεύθημεν πρότερον. Σήμερον φιλόσοφοί τινες {18} ζητούσι σχέσεις των αισθήσεων προς τα στοιχεία των σωμάτων, νομίζοντες ότι ταύτα ευρίσκονται εις τα μέλη του σώματος, εις τα οποία έχουσι την φυσικήν ανάπτυξίν των τα αισθητήρια. Μη δυνάμενοι δε να συνδέσωσι τας αισθήσεις, αίτινες είναι πέντε, με τα στοιχεία, τα οποία είναι τέσσαρα, ευρίσκονται εις αμηχανίαν περί της πέμπτης.
2. Πάντες δε λέγουσιν, ότι η όψις είναι εκ πυρός ένεκα φαινομένου, ου αγνωούσι την αιτίαν. Όταν δηλ. πιέζηται και κινήται ο οφθαλμός, φαίνεται ότι σπινθηροβολεί. Αλλά τούτο φυσικώς συμβαίνει εις το σκότος, ή όταν κλείωνται τα βλέφαρα, διότι και τότε γίνεται σκότος. Αλλά τούτο έχει και άλλην δυσκολίαν εάν δηλαδή δεν είναι δυνατόν, όταν τις αισθάνηται και βλέπη, να μη αντιλαμβάνεται το ορώμενον αντικείμενον, αναγκαίως ο οφθαλμός αυτού πρέπει να βλέπη αυτός εαυτόν {19}. Διατί λοιπόν τούτο δεν συμβαίνει εις τον οφθαλμόν όταν ηρεμή; 3. Τα αίτια τούτου και την λύσιν των αποριών και του φαινομενικού γεγονότος ότι η όψις είναι εκ πυρός, δυνάμεθα να εύρωμεν διά των εξής : Τα λεία δηλαδή σώματα φυσικώς λάμπουσιν εις το σκότος, αλλ' όμως δεν παράγουσι φως, το δε μέρος του οφθαλμού το λεγόμενον μέσον και μέλαν βλέπομεν ότι είναι λείον. Φαίνεται δε πυρ, όταν τρίβηται το όμμα, διότι τότε συμβαίνει το έν όμμα να γίνηται τρόπον τινά δύο. Η ταχύτης της κινήσεως φέρει το αποτέλεσμα τούτο, ώστε φαίνεται άλλο το ορών και άλλο το ορώμενον {20}. Διό και το φαινόμενον δεν γίνεται, εάν δεν τριφθή ταχέως το όμμα και αν δεν συμβαίνη τούτο εις το σκότος {21}. Διότι το λείον μόνον εις το σκότος λάμπει φυσικώς, ως αι κεφαλαί ιχθύων τινών και το μέλαν της σηπίας (θολός). Επομένως, όταν ο οφθαλμός τρίβηται βραδέως, δεν γίνεται η αίσθησις ούτως, ώστε να νομίζη τις ότι το ορών και το ορώμενον είναι συγχρόνως δύο πράγματα και έν μόνον. Αλλά κατά τον τρόπον εκείνον {22} ο οφθαλμός ορά αυτός εαυτόν, όπως εις κάτοπτρον, όπερ αντανακλά αυτόν. 4. Εάν όμως ο οφθαλμός ήτο πυρ, καθώς λέγει ο Εμπεδοκλής και εγράφη {23} εν τω Τιμαίω, και εάν εγίνετο η όρασις, διότι το φως εξέρχεται εκ του οφθαλμού ως εκ τίνος φανού, διατί η όρασις δεν βλέπει και εις το σκότος; Το να λέγη τις, ως ο Τίμαιος, ότι το φως σβύννεται εις το σκότος, αφού εξέλθη εκ του όμματος, είναι παντελής κενολογία. Διότι τι σημαίνει απόσβεσις φωτός; το θερμόν και το ξηρόν αληθώς μηδενίζονται διά του ψυχρού και του υγρού, καθώς φαίνεται εις το πυρ των ανημμένων ανθράκων και εις την φλόγα. Αλλά ούτε το έν, ούτε το άλλο εκ των στοιχείων τούτων φαίνεται ότι υπάρχει εις το φως. Εάν δε υπάρχη μεν, αλλά ένεκα της σμικρότητός του διαφεύγη την αντίληψίν μας, έπρεπε κατά την ημέραν, όταν βρέχη, να σβύννεται το φως, κατά τους παγετούς δε να γίνηται περισσότερον σκότος. Η φλοξ λοιπόν και τα πεπυρωμένα σώματα πάσχουσι ταύτα, αλλ' εις το φως ουδέν τοιούτον συμβαίνει. 5. O Εμπεδοκλής φαίνεται πιστεύων άλλοτε μεν ότι η όψις βλέπει, ως προείπομεν, διότι εξέρχεται το φως εκ του οφθαλμού. Λέγει π.χ. ταύτα:
«Καθώς, ότε σκοπεύων τις να οδοιπορήση κατά χειμερινήν νύκτα, προετοιμάζει λύχνον, λάμψιν πυρός φλεγομένου, κλείσας αυτόν εις φανόν αποκρούοντα τους διαφόρους άνεμους, και ούτος μεν το φύσημα των πνεόντων ανέμων διασκορπίζει, το δε φως πηδών έξω του φανού, μακρότατα εκτείνεται και λάμπει με φωτεινοτάτας ακτίνας υπέρ το κατώφλιον (εις τον ουρανόν), ούτω και το στοιχειώδες (προαιώνιον) πυρ, εγκεκλεισμένον εις τους υμένας του οφθαλμού και φυλαττόμενον εντός λεπτών χιτώνων, χύνεται εις την κυκλικήν κόρην. Οι δε χιτώνες αποκλείουσι μεν το βαθύ περιρρέον ύδωρ• αλλά το πυρ εκπηδών, εκτείνεται μακρότατα».
O Εμπεδοκλής λοιπόν άλλοτε μεν ούτως εξηγεί την όψιν, άλλοτε δε διά των απορροών των αντικειμένων τα οποία βλέπομεν.
6. O Δημόκριτος δε, ισχυριζόμενος ότι η όψις είναι ύδωρ, λέγει ορθώς, αλλά κακώς νομίζει ότι η όψις είναι αντανάκλασις του αντικειμένου{24}. Διότι η εικών παράγεται, επειδή το όμμα είναι λείον, όμως δεν είναι εις την λείαν επιφάνειαν, αλλά εις το ον, όπερ βλέπει, διότι το πάθος τούτο είναι ανάκλασις φωτός. Αλλά γενικώς τα περί των εικόνων και της ανακλάσεως, ως φαίνεται, δεν είχον ακόμη σαφώς γνωσθή τότε. Παράδοξον δε είναι και το ότι δεν επήλθεν εις αυτόν να ερωτήση, διατί μόνος ο οφθαλμός βλέπει και ουδέν εκ των άλλων σωμάτων, εις τα οποία αντανακλώνται αι εικόνες. 7. Το ότι λοιπόν η όψις είναι εξ ύδατος, είναι αληθές {25}, αλλ' όμως βλέπομεν ουχί διότι αύτη είναι ύδωρ, αλλά διότι είναι διαφανές, και το διαφανές είναι ιδιότης κοινή εις αυτό και εις τον αέρα. Αλλά το ύδωρ φυλάττεται {26} ευκολώτερον και είναι πυκνότερον του αέρος, και διά τούτο η κόρη και το όμμα είναι εξ ύδατος. Τούτο δε είναι φανερόν και εξ αυτών των γεγονότων. Διότι εκείνο όπερ εκρέει εκ των οφθαλμών, όταν καταστρέφωνται, είναι ύδωρ• και εις τα αρτιγενή ζώα η κόρη έχει υπερβολικήν λαμπρότητα και στιλπνότητα, ενώ το λευκόν του όμματος εις τα έχοντα αίμα ζώα είναι πυκνόν και παχύ. Τούτο δε υπάρχει προς τον σκοπόν να διαμένη η υγρότης, χωρίς να πήγνυται. Και διά ταύτα ο οφθαλμός είναι το μέρος του σώματος το μάλλον ανθιστάμενον εις το ψύχος. Διότι ουδείς ακόμη ησθάνθη ρίγος εντός των βλεφάρων• των δε ζώων τα οποία δεν έχουσιν αίμα {27} οι οφθαλμοί είναι σκληρόδερμοι, και το δέρμα τούτο είναι η σκέπη των οφθαλμών.
8. Είναι δε όλως παράλογον το λεγόμενον, ότι η όψις βλέπει διά τινος, όπερ εξέρχεται εξ αυτής και ότι εκτείνεται μέχρι των άστρων, ή ότι εξελθούσα εκ του οφθαλμού μέχρι διαστήματος τινός συνενούται (με το εξωτερικόν φως), καθώς λέγουσί τινες {28}, διότι καλύτερον θα ήτο (αν έλεγον) ότι γίνεται απ' αρχής η ένωσις εντός του όμματος με το αντικείμενόν του. Αλλά και τούτο είναι μωρολογία. Τω όντι τι είναι, η ένωσις φωτός με φως; Πώς δύναται να γείνη τούτο; Διότι βέβαια δεν συνενούται το τυχόν σώμα με τυχόν σώμα. Πως δε ενούται το εσωτερικόν φως με το εξωτερικόν, αφού η μεμβράνη παρεμβάλλεται μεταξύ αυτών;
9. Ότι λοιπόν η όψις δεν είναι δυνατόν να γίνηται χωρίς φωτός, είπομεν αλλαχού. Αλλά είτε φως, είτε αήρ είναι το μεσολαβούν μεταξύ του πράγματος, το οποίον οράται, και του όμματος, πάντως η κίνησις ήτις διέρχεται δι' αυτού του μεσολαβούντος {29} είναι η παράγουσα την όψιν. 10. Και ορθώς λέγεται ότι το εσωτερικόν είναι εξ ύδατος, διότι το ύδωρ είναι διαφανές• και όπως ουδέν γίνεται ορατόν εκτός, ούτω και εντός του οφθαλμού ουδέν άνευ φωτός οράται{30}. Πρέπει λοιπόν το εσωτερικόν να είναι διαφανές και ανάγκη να είναι ύδωρ, αφού δεν είναι αήρ. Διότι δεν είναι εις το άκρον του όμματος η ψυχή ή το αισθητικόν της ψυχής {31}, αλλά είναι φανερόν ότι είναι εντός. Αναγκαίως λοιπόν το εσωτερικόν του όμματος πρέπει να είναι διαφανές και ικανόν να δέχηται το φως{32}. Τούτο δε μαρτυρούσι και τα γεγονότα. Τινές δηλαδή κτυπηθέντες κατά τον κρόταφον εν τω πολέμω τόσον, ώστε να αποκοπώσιν οι πόροι του όμματος, ενόμισαν ότι έγινε σκότος, ως όταν λύχνος σβύνεται, διότι απεκόπη το διαφανές, ήτοι η λεγομένη κόρη{33}, ως τις λαμπτήρ.
11. Ώστε εάν εις τας περιπτώσεις ταύτας συμβαίνωσι τα πράγματα σχεδόν καθώς είπομεν, είναι φανερόν ότι πρέπει κατά τον αυτόν τρόπον να εξηγώμεν αυτά και να συνάπτωμεν έκαστον των αισθητηρίων με έν εκ των στοιχείων. Του μεν όμματος το μέρος, όπερ βλέπει, πρέπει να δεχθώμεν ότι είναι εξ ύδατος, το δε αισθανόμενον τους ήχους ότι είναι εξ αέρος και ότι η όσφρησις είναι εκ πυρός. 12. Τω όντι, ό,τι η όσφρησις είναι εν ενεργεία, τούτο είναι δυνάμει το οσφραντήριον όργανον, διότι το αισθητόν πράγμα κάμνει την αίσθησιν να είναι ενεργός, ούτως ώστε αναγκαίως η αίσθησις είναι πρότερον εν δυνάμει. Η οσμή είναι αναθυμίασις ομοία με καπνόν, η δε αναθυμίασις η καπνώδης προέρχεται, εκ του πυρός. Διά τούτο και το αισθητήριον όργανον της οσφρήσεως κείται ιδίως εις τον πέριξ του εγκεφάλου τόπον, διότι η ύλη του ψυχρού είναι δυνάμει θερμή {34}. Και η του όμματος γένεσις είναι ομοία με την του οσφραντικού. Διότι το όμμα αποτελείται εκ μέρους του εγκεφάλου, όστις είναι το υγρότατον και ψυχρότατον των εν τω σώματι μερών. 13. Η δε αφή είναι εκ γης, και η γεύσις είναι είδος τι αφής. Και διά τούτο τα αισθητήρια της γεύσεως και της αφής κείνται προς την καρδίαν {35}, διότι αύτη είναι το αντίθετον του εγκεφάλου, ως ούσα το θερμότατον των μερών του σώματος.
Και περί μεν των αισθητικών μερών του σώματος αρκούσι οι διορισμοί ούτοι.
***
{18} O Εμπεδοκλής, ο Αλκμέων, ο Δημόκριτος και ο Πλάτων.
{19} Βλέπε το τέλος της 3ης παραγράφου.
{20} Η ταχύτης της κινήσεως, δι' ης διαιρείται ο οφθαλμός, κάμνει ώστε το όργανον να γίνηται δύο, και έν των μερών να ορά, το δε άλλο να οράται.
{21} Διότι μόνον εις το σκότος λάμπει η λεία επιφάνεια.
{22} Όταν δηλ. η κίνησις είναι ταχεία.
{23} Υπό του Πλάτωνος.
{24} Δηλ. ότι είναι κάτοπτρον η ψυχή.
{25} Αύτη είναι η γνώμη του Δημοκρίτου, ην ο Αριστοτέλης εν μέρει δέχεται.
{26} Επομένως φυλάττεται και το διαφανές του ύδατος, όπερ φυλάττει την ιδιότητα ταύτην κάλλιον του αέρος, διότι είναι μάλλον στερεόν.
{27} Οία είναι τα έντομα.
{28} O Πλάτων, ίσως δε και ο Εμπεδοκλής και ο Πυθαγόρας.
{29} Εν τω περί Ψυχής ο Αριστοτέλης είπεν ότι το χρώμα θέτει εις κίνησιν το διαφανές του αέρος ή του ύδατος. Το διαφανές κινηθέν παράγει εν τω οφθαλμώ την όψιν, ήτις εξαγγέλλεται εις την ψυχήν.
{30} Υπάρχει λοιπόν φως εντός του οφθαλμού, αλλά δεν εξέρχεται, ως λέγει ο Πλάτων, ίνα γίνηται η όρασις.
{31} Εν τω περί Ψυχής ο Αριστοτέλης εδίδαξεν, ότι η κοινή αίσθησις είναι το κέντρον, εις το οποίον καταλήγουσι πάντα τα αισθήματα και ένθα η ψυχή δύναται να τα συγκρίνη. Το αισθητικόν τούτο κέντρον δεν είναι εις το άκρον εκάστου αισθητηρίου.
{32} Ουχί το εξωτερικόν, αλλά το εσωτερικόν φως.
{33} Ταύτα μετά την κοπήν του νεύρου δεν δύνανται να διαβιβάσωσιν εις τον εγκέφαλον ουδεμίαν εντύπωσιν.
{34} Η ύλη του εγκεφάλου ενεργεία είναι η ψυχροτέρα πάντων των μερών του σώματος, δυνάμει όμως είναι θερμή, και διά τούτο είναι εις σχέσιν με το όργανον της οσφρήσεως, όπερ είναι εκ πυρός.
{35} Η καρδία κατ' Αριστοτέλην είναι το κέντρον των νεύρων και της αισθητικότητος. Και διά τούτο μετ' αυτής μάλλον των άλλων αισθήσεων συνδέονται αι κυρίως ζωικαί αισθήσεις της αφής και της γεύσεως.
***
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Γ'.
&Περί χρώματος. — Αναφορά χρώματος προς το φως και το διαφανές. — Γένεσις των χρωμάτων.—Αρχικά χρώματα το λευκόν και το μέλαν. — Αριθμητικαί αναφοραί χρωμάτων (και ήχων). —Το χρώμα αποτέλεσμα ουχί απορροιών αλλά κινήσεως.—Μίξις των σωμάτων.&
1. Περί δε των αισθητών αντικειμένων, τα οποία είναι αντιληπτά υπό εκάστου των αισθητηρίων οργάνων, λέγω δηλαδή το χρώμα και τον ήχον και την οσμήν και τον χυμόν και την αφήν {36}, γενικώς εξετέθη εν τω περί Ψυχής τι είναι το έργον αυτών και πώς ταύτα ενεργούσι σχετικώς προς έκαστον των αισθητηρίων. Δέον να εξετάσωμεν τώρα τι πρέπει να εννοώμεν οιονδήποτε αυτών, δήλα δή τι είναι το χρώμα ή τι ο ήχος, τι η οσμή, ή ο χυμός, ομοίως δε και το απτόν. Και πρώτον περί χρώματος. 2. Έκαστον πράγμα δύναται να νοήται κατά δύο τρόπους, είτε ενεργεία, είτε δυνάμει. Πώς δε το εν ενεργεία χρώμα και ο εν ενεργεία ήχος είναι ο αυτός ή διάφορος από τας κατ' ενέργειαν αισθήσεις, την όρασιν και την άκουσιν, είπομεν εις τα περί Ψυχής. Τι δε πρέπει να είναι έκαστον αυτών, ίνα παραγάγη την αίσθησιν και την ενέργειαν αυτής, ας είπωμεν τώρα. 3. Καθώς λοιπόν είπομεν εκεί, το φως είναι το χρώμα του διαφανούς, παραγόμενον κατά συμβεβηκός {37}. Διότι όταν υπάρχη σώμα πεπυρωμένον εις το διαφανές (του αέρος) η παρουσία του αποτελεί φως, η δε απουσία του ποιεί σκότος. Ό,τι δε ονομάζομεν διαφανές δεν είναι ιδιότης μόνου του αέρος ή του ύδατος, ούτε άλλου τινός εκ των σωμάτων των λαμβανόντων το όνομα τούτο (το διαφανές), αλλ' είναι κοινή {38} φύσις και δύναμις, ήτις δεν υπάρχει μεν χωριστή {39}, αλλ' είναι εις ταύτα και ακόμη και εις άλλα σώματα, εις άλλα περισσότερον και εις άλλα ολιγώτερον. 4. Όπως δε αναγκαίως υπάρχει τι τελευταίον άκρον (επιφάνεια) των (στερεών) σωμάτων, ούτω υπάρχει και ταύτης της δυνάμεως {40}. 5. Λοιπόν το φως ευρίσκεται εις αδιόριστον διαφανές {41}. Ότι όμως το άκρον όριον του διαφανούς υπάρχει εις τα σώματα (έχει επιφάνειαν) είναι φανερόν. 6. Και προσέτι είναι φανερόν εκ των γεγονότων, ότι τούτο είναι το χρώμα {42}. Διότι το χρώμα ή είναι εις το άκρον των σωμάτων ή είναι αυτό το άκρον. Διά τούτο και οι Πυθαγόρειοι ωνόμαζον χρώμα την επιφάνειαν• διότι το χρώμα είναι εις το άκρον του σώματος, αλλά δεν είναι το άκρον του σώματος. Πρέπει, τουναντίον, να νομίζωμεν, ότι η αυτή ποιότης χρώματος, ήτις παρατηρείται εκτός, η αυτή υπάρχει και εντός. 7. Φαίνεται δε ότι και ο αήρ και το ύδωρ χρωματίζονται {43}, διότι χρώμα είναι και η υπόλαμψις αυτών {44}. Αλλ' εδώ μεν επειδή το χρώμα είναι εις αδιόριστον σώμα {45}, ούτε ο αήρ ούτε η θάλασσα έχουσι το αυτό χρώμα, όταν τα βλέπωμεν εγγύθεν πλησιάζοντες, και όταν μακρόθεν. Αλλά εις τα (στερεά) σώματα, εάν το περιέχον{46} δεν τα κάμνη να μεταβάλλωσι χρώμα, είναι προσδιωρισμένη η όψις του χρώματος {47}. Είναι άρα πρόδηλον ότι και εκεί και εδώ {48} το αυτό ον δέχεται (αισθάνεται) το χρώμα, το διαφανές δε είναι εκείνο, όπερ καθ' όσον υπάρχει εις τα σώματα (και υπάρχει ολιγώτερον ή περισσότερον εις όλα) {49} κάμνει πάντα να έχωσι χρώμα. 8. Επειδή δε το χρώμα είναι εις το άκρον, θα είναι και εις το άκρον της διαφανούς ουσίας. Ώστε το χρώμα είναι το άκρον του διαφανούς εν προσδιωρισμένω σώματι {50}. Ομοίως δε υπάρχει το χρώμα και εις αυτά τα (εξόχως) διαφανή, οία είναι το ύδωρ και ό,τι άλλο τοιούτον {51} και εις όσα {52} φαίνεται ότι υπάρχει εις την επιφάνειαν χρώμα ιδιαίτερον.
9. Δύναται λοιπόν να υπάρχη και εις το διαφανές (των ωρισμένων σωμάτων) εκείνο, όπερ παράγει το φως εν τω αέρι {53}, δύναται δε να μη υπάρχη και να είναι εστερημένον αυτού το διαφανές. Και καθώς εν τω αέρι άλλοτε μεν υπάρχει φως και άλλοτε σκότος, ούτως εις τα σώματα γίνεται το λευκόν και το μέλαν.
10. Περί δε των άλλων χρωμάτων πρέπει νυν να είπωμεν, αφού κάμωμεν διακρίσεις τινάς, κατά πόσους τρόπους δύνανται να γίνωνται. Διότι είναι δυνατόν να τεθώσι πλησίον αλλήλων το λευκόν και το μέλαν {54}, ούτως ώστε και το έν και το άλλο να είναι αόρατα ένεκα της σμικρότητος αυτών, το εξ αμφοτέρων όμως προκύπτον να είναι ορατόν. Τούτο δεν είναι δυνατόν να είναι ούτε μέλαν ούτε λευκόν? αλλ' επειδή εξ ανάγκης πρέπει να έχη χρώμα τι, όπερ όμως δεν δύναται να είναι κανέν εκ των δύο εκείνων, κατ' ανάγκην πρέπει να είναι μικτόν τι και άλλου είδους χρώμα. Ούτω λοιπόν δυνάμεθα να εξηγήσωμεν πώς υπάρχουσι χρώματα περισσότερα παρά το λευκόν και το μέλαν {55}. 11. Την πολλότητα δε δυνάμεθα να εξηγήσωμεν διά της αναλογίας των μερών {56}. Διότι δύνανται να ενωθώσι τρία μέρη του ενός με δύο του άλλου, ή τρία με τέσσαρα, ή και κατ' άλλους αριθμούς δύνανται να συντίθενται το έν μετά του άλλου. Άλλα δε μέρη ουδεμίαν έχουσιν ωρισμένην αναφοράν, αλλά είτε ένεκεν υπερβολής, είτε ένεκεν ελλείψεως {57} είναι ασύμμετρα. Την αυτήν σχέσιν έχουσι και αι συμφωνίαι των ήχων. Διότι τα χρώματα, τα οποία δύνανται να εκφρασθώσι δι' αριθμητικών αναλογιών, όπως και αι συμφωνίαι, φαίνονται ότι είναι τα γλυκύτατα των χρωμάτων, οία είναι το αλουργόν (άλικον) και το πορφυρούν {58} και άλλα τοιαύτα, τα οποία είναι ολίγα διά την αυτήν αιτίαν, διά την οποίαν ολίγαι είναι αι συμφωνίαι των ήχων, τα άλλα δε χρώματα είναι τα μη έχοντα αριθμητικάς αναλογίας ή είναι δυνατόν και πάντα τα χρώματα να εκφρασθώσι δι' αριθμών, αλλά τα μεν έχουσι τάξιν {59}, άλλα δε είναι άτακτα, αυτά δε ταύτα (τα άτακτα), όταν δεν είναι καθαρά, γίνονται τοιαύτα (άτακτα), διότι δεν έχουσιν αριθμητικάς σχέσεις. Είς λοιπόν τρόπος γενέσεως των χρωμάτων είναι ούτος.
12. Άλλος δε τρόπος είναι το να φαίνωνται τα χρώματα άλλα διά μέσου άλλων {60}, ως κάμνουσιν ενίοτε οι ζωγράφοι, επαλείφοντες δεύτερον χρώμα επί χρώματος λαμπροτέρου, ως όταν λ. χ. θέλωσι να παραστήσωσι πράγμα τι, ότι φαίνεται εντός του ύδατος ή του αέρος. Ούτως ο ήλιος καθ' εαυτόν μεν φαίνεται λευκός, διά μέσου δε νεφέλης ή καπνού φαίνεται ερυθρός. Και ούτω δε χρώματα θα είναι πολλά καθ' ον τρόπον και ανωτέρω είπομεν, διότι θα υπάρχη αναλογία των επί της επιφανείας χρωμάτων προς τα εις το βάθος κείμενα, άλλα δε ουδεμίαν θα έχωσιν ωρισμένην αναλογίαν.
13. Το να ισχυρίζηταί τις λοιπόν, καθώς οι αρχαίοι, ότι τα χρώματα είναι απόρροιαι των σωμάτων και ότι διά την αιτίαν ταύτην ορώνται, είναι άτοπον. Διότι πάντως κατ' αυτούς πάσαι αι αισθήσεις πρέπει αναγκαίως να γίνωνται διά της αφής, ώστε είναι καλύτερον να λέγωμεν ευθύς, ότι γίνεται η αίσθησις ένεκα της κινήσεως του μεσολαβούντος σώματος, ην τούτο λαμβάνει υπό του αισθητού αντικειμένου, διά της αφής και ουχί διά των απορροιών.
14. Εις τα χρώματα λοιπόν τα τιθέμενα πλησίον αλλήλων {61} καθώς ταύτα λαμβάνουσι μέγεθος αόρατον, ούτως ανάγκη να υποθέση τις ότι έχουσι και χρόνον ανεπαίσθητον, ώστε αι κινήσεις των δύο χρωμάτων να μας διαφεύγωσι και να φαίνωνται ότι είναι έν, διότι γίνονται συγχρόνως αντιληπταί. 15. Ενταύθα όμως {62} ουδεμία τοιαύτη ανάγκη υπάρχει, αλλά το επί της επιφανείας χρώμα, όταν είναι ακίνητον και όταν κινήται υπό του υποκειμένου εις αυτό, δεν θα παραγάγη κίνησιν ομοίαν (με εκείνην, την οποίαν θα παρήγε μόνον). Διά τούτο και άλλο φαίνεται (το χρώμα τούτο) και ούτε λευκόν ούτε μέλαν{63}. 16. Ώστε εάν δεν είναι δυνατόν να είναι κανέν μέγεθος αόρατον, αλλά παν μέγεθος είναι ορατόν εξ αποστάσεώς τινος {64}, θα είναι και ενταύθα μίξις τις χρωμάτων, και ούτω τίποτε δεν εμποδίζει να φαίνηταί τι χρώμα κοινόν εις τους μακρόθεν βλέποντας. 17. Ότι δε ουδέν υπάρχει μέγεθος αόρατον περί τούτου θα εξετάσωμεν ύστερον. 18. Εάν δε υπάρχη μίξις των σωμάτων, αύτη δεν είναι απλώς καθ' ον τρόπον νομίζουσί τινες, ότι δηλαδή τίθενται πλησίον αλλήλων τα ελάχιστα και διαφεύγοντα την αίσθησιν ημών. Αλλά τα σώματα δύνανται να ενώνται ολόκληρα προς άλληλα, ως είπομεν γενικώς περί πάντων των σωμάτων εν τη περί Μίξεως πραγματεία. Διότι κατά τον πρώτον τρόπον μιγνύονται εκείνα μόνον, όσα δύνανται να διαιρεθώσι και αναχθώσιν εις τα ελάχιστα μέρη αυτών, λ. χ. άνθρωποι, ίπποι ή σπέρματα, διότι των ανθρώπων η ελαχίστη μορφή είναι άνθρωπος (άτομον), των δε ίππων ίππος, ώστε διά της παραθέσεως τούτων πλησίον αλλήλων σχηματίζεται το πλήθος των δύο τούτων γενών. Αλλά δεν λέγομεν, ότι είς άνθρωπος ανεμίχθη με ένα ίππον. Όσα δε πράγματα δεν διαιρούνται εις τας ελαχίστας μορφάς αυτών {65}, δεν δύναται να γίνη μίξις τούτων κατά τον ειρημένον τρόπον, αλλά ολόκληρα μιγνύονται, και ταύτα τα μάλιστα φυσικώς μιγνύονται. Πως δε τούτο είναι δυνατόν να γίνηται, είπομεν πρότερον εις τα περί Μίξεως.
19. Αλλ' είναι φανερόν ότι, όταν μιγνύωνται τα σώματα, πρέπει κατ' ανάγκην και τα χρώματα αυτών να μιγνύωνται, και ότι αύτη είναι η κυρία αίτια της υπάρξεως πολλών χρωμάτων, και όχι η επίθεσις αυτών επ' αλλήλων ή η παράθεσις πλησίον αλλήλων. Διότι ουχί μακρόθεν μόνον φαίνεται εν το χρώμα των μιγνυομένων, αλλά και εγγύθεν και πάντοθεν. Υπάρχουσι δε πολλά τα χρώματα, διότι τα μιγνυόμενα μεταξύ των δύνανται κατά πολλάς αναλογίας να μιγνύωνται, άλλα μεν κατ' αριθμητικάς αναλογίας, άλλα δε μόνον κατά την διαφοράν της υπεροχής και της ελλείψεως. Προσέτι δυνατόν να λέγωμεν περί των μιγνυομένων τα αυτά, άπερ ελέγομεν και περί των μιγνυομένων χρωμάτων, τιθεμένων είτε πλησίον αλλήλων, είτε του ενός επί του άλλου. Διά ποίαν δε αιτίαν τα είδη των χρωμάτων και των χυμών και των ήχων είναι ωρισμένα και ουχί άπειρα, θα είπωμεν ύστερον.
***
{36} Το αντικείμενον της αφής, το απτόν.
{37} Ή εμμέσως, διότι είναι χρεία πεπυρωμένου σώματος εντός του διαφανούς (αέρος), ίνα υπάρξη φως.
{38} Εις τα σώματα.
{39} Από των σωμάτων.
{40} Ήτοι της ιδιότητος του διαφανούς, ης το άκρον όριον είναι το χρώμα.
{41} Αδιόριστον λέγει, διότι το διαφανές δεν θεωρείται εις τι μερικόν σώμα, αλλά γενικώς.
{42} Το χρώμα είναι τα άκρον όριον του διαφανούς.
{43} Αν και εν τω αέρι και εν τω ύδατι το διαφανές είναι όλως αδιόριστον, ο χρωματισμός γίνεται σχεδόν ως εις τα στερεά σώματα.
{44} Η λαμπρότης ην λαμβάνουσι ενίοτε ο αήρ και το ύδωρ.
{45} Ως ο αήρ και το ύδωρ, άτινα δεν περατούνται αφ' εαυτών, αλλά μόνον υπό των σωμάτων, τα οποία δίδουσιν όρια εις αυτά.
{46} Εάν λ. χ. θεωρώμεν τα αντικείμενα διά χρωματιστής υάλου, λαμβάνουσιν ως προς ημάς το χρώμα της υάλου ταύτης.
{47} Η εξωτερική όψις.
{48} Και εις τα αδιόριστα και εις τα διωρισμένα σώματα.
{49} Λοιπόν παν σώμα είναι διαφανές, τ. έ. είναι επιδεκτικόν χρώματος. Αύτη είναι η σημασία του διαφανούς παρά τω Αριστοτέλει, σημασία διάφορος της συνήθους, καθ' ην διαφανές λέγεται το σώμα εκείνο, δι' ου διέρχεται το φως το διαφανές παράγει το χρώμα, το δε φως μεταβάλλει το δυνάμει διαφανές εις ενεργεία διαφανές• άνευ του φωτός το διαφανές μέσον, αήρ ή ύδωρ, είναι σκοτεινόν. Ούτε όμως το χρώμα ούτε το φως ανήκει εις την ουσιώδη φύσιν του διαφανούς, όπερ δύναται οτέ μεν να χρωματίζηται ούτως, οτέ δε άλλως, και να στερήται φωτός εν περιπτώσει σκότους.
{50} Στερεώ. O ορισμός ούτος εκτείνεται έπειτα και εις τα αδιόριστα, τον αέρα και το ύδωρ.
{51} Οία οι ατμοί και τα αέρια και εξ άλλου πάντα τα υγρά.
{52} Ως το έλαιον.
{53} Το πυρ ή άλλη αρχή εν τω αιθέρι υποτίθεται ότι φωτίζει το διαφανές η άρσις αυτής είναι σκότος ή στέρησις φωτός.
{54} Κατά τον Αριστοτέλην το λευκόν και το μέλαν είναι τα αρχικά χρώματα, άτινα συντελούσιν εις την γένεσιν των άλλων. Τα δύο ταύτα χρώματα είναι σύστοιχα του φωτός και του σκότους.
{55} Αλλ' ούτω πώς δύναται να εξηγηθή το ερυθρόν και το κυανούν;
{56} Του λευκού και του μέλανος.
{57} Η υπερβολή και η έλλειψις μόνην προς αλλήλας αναφοράν έχουσι την αναφοράν ποσού μείζονος και ελάσσονος χωρίς να ορίζεται εις το ποσόν τούτο κανονική διάστασις.
{58} Οι διάφοροι συνδυασμοί του λευκού και του μέλανος πρέπει να παράγωσι πάντα τα άλλα χρώματα.
{59} Κατ' αναλογίαν δυναμένην να διατυπωθή δι' αριθμών.
{60} Δι' επιθέσεως επ' αλλήλων, ουχί διά παραθέσεως ως εν τω πρώτω τρόπω.
{61} Όπως εν τη πρώτη θεωρία, ήτις εξηγεί την γένεσιν των χρωμάτων διά της υποθέσεως, ότι το λευκόν και το μέλαν τιθέμενα παρ' άλληλα, κατά διαφόρους αναλογίας, παράγουσι τα άλλα χρώματα.
{62} Τ. έ. εν τη θεωρία, ήτις εξηγεί την γένεσιν των χρωμάτων διά της επιθέσεως των μεν επί των δε.
{63} Το αποτέλεσμα λοιπόν είναι, το αυτό κατ' αμφοτέρας τας θεωρίας.
{64} Εάν δεχθώμεν ότι τα μεγέθη του μέλανος και του λευκού, τα οποία ενούνται, είναι ορατά και ουχί αόρατα.
{65} Εις ελάχιστα μέρη. O Αριστοτέλης διακρίνει την μίξιν από της συνθέσεως. Η πρώτη γίνεται εις ομογενή μόρια και παράγει όλον τι• απ' εναντίας η σύνθεσις δύναται να είναι απλή μηχανική παράθεσις και παράγει άθροισμα ή σειράν.
***
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Δ'.
&Περί οσμής και χυμού. Οι χυμοί κάλλιον γινώσκονται παρά τας οσμάς. Δεν προέρχονται πάντες εκ του ύδατος μόνον. Γνώμαι φιλοσόφων. Αίτια χυμών τρία : γη, ξηρόν και υγρόν. O χυμός είναι πάθος τον θρεπτικού ξηρού. Δύο οι αρχικοί χυμοί, γλυκύ και πικρόν. Αναφορά των επτά χυμών προς τα επτά χρώματα. Γνώμαι Δημοκρίτου&.
1. Τι λοιπόν είναι το χρώμα και διά ποίαν αιτίαν είναι πολλά χρώματα εξηγήσαμεν ήδη. Περί δε του ήχου και της φωνής είπομεν πρότερον εις τα περί Ψυχής. 2. Τώρα πρέπει να πραγματευθώμεν περί οσμής και χυμού, τα οποία δηλούσι το αυτό σχεδόν πάθος (αίσθημα), αλλά δεν γίνονται και τα δύο εις τα αυτά όργανα. Μας είναι δε φανερωτέρα η φύσις του χυμού παρά την της οσμής. Και το αίτιον τούτου είναι, ότι την αίσθησιν της οσμής έχομεν χειροτέραν παρά τα άλλα ζώα• και εξ όλων των αισθήσεων, ας έχομεν, αύτη είναι η κατωτάτη. Την αφήν όμως έχομεν τελειοτάτην υπέρ πάντα τα άλλα ζώα. Η δε γεύσις είναι είδος αφής.
3. Η φύσις του ύδατος {66} είναι να μη έχη χυμόν, αναγκαίως όμως πρέπει ή το ύδωρ να έχη εν εαυτώ όλους τους χυμούς, ανεπαισθήτους όμως εις ημάς διά την αδυναμίαν των, όπως λέγει ο Εμπεδοκλής, ή να έχη ύλην, ήτις είναι ως το σπέρμα πάντων των χυμών, και ούτω άπαντες οι χυμοί να γίνωνται εκ του ύδατος άλλοι εξ άλλου μέρους, ή τέλος να μη έχη μεν το ύδωρ εν εαυτώ καμμίαν διαφοράν χυμών, αλλά το ποιητικόν αίτιον των χυμών να είναι άλλο τι, λ.χ. η θερμότης και ο ήλιος.
4. Αλλ' εις εκείνα, τα οποία δοξάζει ο Εμπεδοκλής, είναι εύκολον να ίδη τις το ψεύδος• διότι βλέπομεν ότι οι χυμοί των καρπών μεταβάλλονται υπό της θερμότητος, λ. χ. όταν οι καρποί αποσπώνται εκ του περικαρπίου και ξηραίνονται εις τον ήλιον ή θερμαίνονται εις το πυρ. Και γίνονται τοιούτοι, ουχί διότι έλκουσί τι εκ του ύδατος, αλλά διότι μεταβάλλονται διά της αφαιρέσεως του περικαρπίου. Και όταν ξηραίνωνται και αποθηκεύωνται, με τον καιρόν γίνονται δριμείς, και πικροί, ενώ ήσαν γλυκείς, και κατά πολλούς τρόπους αλλοιούνται, και όταν ψήνωνται, μεταβάλλονται, ούτως ειπείν, πάντα τα είδη των χυμών αποκτώντες.
5. Ομοίως αδύνατον είναι και το ότι το ύδωρ είναι ύλη έχουσα τα σπέρματα πάντων των χυμών διότι βλέπομεν ότι εκ του αυτού ύδατος, ως εκ της αυτής τροφής, γεννώνται χυμοί διάφοροι{67}.
6. Υπολείπεται λοιπόν η γνώμη ότι ο χυμός μεταβάλλεται, διότι το ύδωρ υφίσταται έξωθεν πάθημα τι {68}. Αλλ' είναι πρόδηλον ότι το ύδωρ δεν λαμβάνει υπό μόνης της δυνάμεως του θερμού την δύναμιν ταύτην, την οποίαν καλούμεν χυμόν. Διότι το ύδωρ είναι το λεπτότερον πάντων των υγρών και αυτού του ελαίου ελαφρότερον Αλλά το έλαιον εκτείνεται μάλλον και επιπλέει του ύδατος διά το γλοιώδες αυτού, ενώ το ύδωρ είναι γευστόν και διά τούτο είναι δυσκολώτερον να κρατηθή υπό της χειρός παρά το έλαιον {69}.
Αλλ' επειδή το ύδωρ είναι το μόνον υγρόν, όπερ θερμαινόμενον ουδόλως φαίνεται ότι πυκνούται, φανερόν ότι άλλη είναι η αιτία του χυμού, διότι πάντες οι χυμοί{70} είναι μάλλον πυκνοί (θερμαινόμενοι). Η θερμότης λοιπόν είναι αίτιον ομού με άλλα αίτια (συναίτιον).
7. Πάντες δε οι χυμοί, όσοι είναι εις τους καρπούς, φαίνονται ότι υπάρχουσι και εις την γην. Διά τούτο και πολλοί εκ των αρχαίων φυσιολόγων λέγουσιν, ότι το ύδωρ είναι τοιούτον, οποία είναι η γη διά της οποίας διέρχεται. Και τούτο είναι φανερόν προ πάντων εις τα αλμυρά ύδατα• διότι τα άλατα είναι είδος τι γης. Διά τούτο και τα ύδατα, τα οποία διηθούνται (φιλτράρονται) διά της στάκτης, η οποία είναι πικρά, αποκτώσι γεύσιν πικράν. (Ομοίως δε και περί των άλλων, δι' ων διέρχονται τα ύδατα). Και πηγαί πολλαί υπάρχουσιν, αίτινες είναι άλλαι μεν πικραί, άλλαι δε οξείαι, άλλαι δε έχουσιν άλλους διαφόρους χυμούς. 8. Διά τούτο ορθώς λέγεται, ότι εις τα φυτά προ πάντων σχηματίζονται οι διάφοροι χυμοί. Διότι το υγρόν, καθώς και τα άλλα πράγματα φυσικώς υφίσταται την επίδρασιν του εναντίου του, το εναντίον δε του υγρού είναι το ξηρόν {71}. Διά τούτο και υπό του πυρός πάσχει (μεταβολάς) το υγρόν, διότι το πυρ είναι φύσει ξηρόν αλλά το ίδιον του πυρός είναι η θερμότης, της γης όμως ιδιάζον είναι το ξηρόν, ως είπομεν εις την πραγματείαν περί των στοιχείων, το πυρ όμως και η γη, ως πυρ και γη, δεν δύνανται να ποιήσωσι ή να πάθωσί τι, ούτε άλλο κανέν εκ των στοιχείων, μόνον δε καθ' όσον υπάρχει εις αυτά αντίθεσις εναντίων πάντα ποιούσι και πάσχουσιν. 9. Όπως λοιπόν οι αποπλύνοντες και διαλύοντες εντός υγρού τα χρώματα και τους χυμούς κάμνουσι και το ύδωρ να αποκτά το αυτό χρώμα και τον αυτόν χυμόν, ούτω και η φύσις κάμνει εις το ξηρόν και το γεώδες στοιχείον• διηθούσα το υγρόν διά του ξηρού και του γεώδους στοιχείου και κινούσα αυτό (το υγρόν) διά της θερμότητος κάμνει αυτό να είναι τοιούτον ή τοιούτον {72}. 10. Και το πάθος (η μεταβολή) τούτο, το οποίον γίνεται εν τω υγρώ υπό του ειρημένου ξηρού στοιχείου, είναι ο &χυμός& και μεταβάλλει την αίσθησιν της γεύσεως εκ δυνάμει γεύσεως εις ενέργειαν• διότι φέρει το αισθητικόν όργανον εις την κατάστασιν ταύτην, όπερ πρότερον ήτο δυνάμει τοιούτο. Διότι το αισθάνεσθαι δεν είναι ανάλογον προς το μανθάνειν, αλλά μάλλον προς το θεωρείν (περί ψυχής II 1, 5).
11. Ότι δε οι χυμοί είναι πάθος ή στέρησις {73} ουχί παντός ξηρού, αλλά του ξηρού, όπερ δύναται να τρέφη {74}, πρέπει να συμπεράνωμεν εκ τούτου, ότι δεν υπάρχει ούτε το ξηρόν άνευ του υγρού ούτε το υγρόν άνευ του ξηρού {75}. Διότι ουχί έν μόνον εκ των δύο τούτων στοιχείων δύναται να γείνη τροφή εις τα ζώα και εις αυτά τα φυτά, αλλά το μίγμα αυτών τρέφει. Και εκ της τροφής, την οποίαν λαμβάνουσι τα ζώα, μόνον τα μέρη τα αισθητά υπό της αφής παράγουσιν αύξησιν και θάνατον, αίτιον δε τούτων είναι της λαμβανομένης τροφής η θερμότης ή η ψυχρότης. Διότι το θερμόν και το ψυχρόν είναι τα ποιούντα την αύξησιν και την φθοράν. Τρέφει δε η αφομοιουμένη τροφή μόνον καθ' όσον είναι αισθητή υπό της γεύσεως, διότι πάντα τα ζώντα τρέφονται δι' εκείνου, όπερ είναι γλυκύ καθ' εαυτό ή διά μίξεως γίνεται γλυκύ. Περί τούτων όμως δέον να πραγματευθώμεν εις τα περί Γενέσεως, ενταύθα δε μόνον θίγομεν αυτά όσον είναι αναγκαίον. Η θερμότης λοιπόν αυξάνει το τρεφόμενον και επεξεργάζεται την τροφήν, έλκει το ελαφρόν μέρος αυτής και εγκαταλείπει το αλμυρόν και το πικρόν{76}, διότι είναι βαρέα. 12. Ό,τι δε η εξωτερική θερμότης ποιεί εις τα εξωτερικά σώματα, τούτο ποιεί η θερμότης η εσωτερική εις την φύσιν των ζώων και των φυτών• ένεκα αυτής τρέφονται ταύτα διά μόνου του γλυκέος {77}. Οι δε άλλοι χυμοί, όπως αναμιγνύονται εις την τροφήν με το γλυκύ, ούτως αναμιγνύονται με το αλμυρόν και το οξύ, δηλ. προς γλυκασμόν. Ταύτα δε ίνα γίνωσιν αντίρροπον, διότι είναι λίαν θρεπτικόν το γλυκύ και επιπλέει επί του στομάχου.
13. Όπως δε τα χρώματα γίνονται εκ της μίξεως του λευκού και του μέλανος, ούτως οι χυμοί γίνονται εκ του γλυκέος και του πικρού, και οι χυμοί έκαστοι είναι ανάλογοι της μείζονος ή ελάσσονος ποσότητος του γλυκέος και του υγρού, είτε κατ' αριθμούς και κινήσεις ωρισμένας της μίξεως, είτε και αορίστως. Οι χυμοί, οίτινες προξενούσιν ηδονήν διά της μίξεώς των, ούτοι μόνοι έχουσιν άριθμητικάς αναφοράς. Ούτως ο λιπαρός είναι ο χυμός του γλυκέος, ο δε αλμυρός και ο πικρός είναι σχεδόν ο αυτός χυμός {78}, ο δε δριμύς και αυστηρός και ο στρυφνός και ο οξύς χυμός είναι χυμοί διάμεσοι• ούτω τα είδη των χυμών και τα των χρωμάτων είναι σχεδόν ισάριθμα. Διότι εξ είναι τα είδη και των μεν και των δε, αν τις υποθέση, ως είναι εύλογον, ότι το φαιόν είναι είδος μέλανος. Υπολείπεται το ξανθόν, όπερ έχει αναφοράν προς το λευκόν, όπως ο λιπαρός χυμός σχετίζεται με τον γλυκύν. Το ερυθρόν και το ιοειδές και το πράσινον και το κυανούν κείνται μεταξύ του λευκού και του μέλανος, τα δε λοιπά χρώματα είναι μίγματα τούτων. Και όπως το μέλαν είναι η στέρησις του λευκού εις τι διαφανές μέσον, ούτω το αλμυρόν και το πικρόν είναι η στέρησις του γλυκέος εν θρεπτική υγρά ουσία• διό και η τέφρα πάντων των καιομένων πραγμάτων είναι πικρά, διότι το πόσιμον μέρος κατηναλώθη εξ αυτής.
14. Ο Δημόκριτος και οι πλείστοι των φυσιολόγων, όσοι πραγματεύονται περί αισθήσεως, κάμνουσί τι λίαν άτοπον• πάντα τα αισθητά θεωρούσιν, ότι είναι αισθητά υπό της αφής (απτά). Αλλ' εάν τούτο έχη ούτως, φανερόν είναι ότι και εκάστη των άλλων αισθήσεων είναι είδος αφής. Αλλ' ότι τούτο είναι αδύνατον, εύκολον να πεισθή τις. 15. Προσέτι τα κοινά όλων των αισθήσεων εκλαμβάνουσιν ως ιδία εκάστης αυτών. Διότι το μέγεθος και το σχήμα, και το τραχύ και το λείον, προσέτι δε το οξύ και το αμβλύ εις τα στερεά σώματα είναι αντιληπτά κοινώς υπό όλων των αισθήσεων, ή αν όχι υπό όλων, τουλάχιστον υπό της όψεως και της αφής. Διό και περί τούτων μεν απατώνται. Αι αισθήσεις, περί των ιδίων όμως δεν απατώνται. Η όψις λ. χ. δεν απατάται περί του χρώματος, ούτε η ακοή περί των ήχων. Οι δε φυσιολόγοι εκείνοι, ως ο Δημόκριτος, τα ίδια ανάγουσιν εις τα κοινά• διότι λέγει ότι το λευκόν είναι τραχύ και το μέλαν λείον {79}. 16. Εις δε τα ατομικά σχήματα ανάγει τους χυμούς• και όμως ή εις καμμίαν αίσθησιν ή μάλλον εις την όψιν ανήκει να γνωρίζη τα κοινά, Εάν όμως εις την γεύσιν {80} μάλλον ανήκεν η γνώσις αύτη, επειδή και αυτά τα ελάχιστα εις έκαστον γένος πράγματα πρέπει να διακρίνη η λεπτοτάτη των αισθήσεων, έπρεπεν η γεύσις περισσότερον των άλλων αισθήσεων να αισθάνηται τα κοινά πάντα και να δύναται να κρίνη κάλλιστα και τα ατομικά σχήματα. Προσέτι πάντα τα αισθητά έχουσιν εναντία {81}• ούτως εις το χρώμα το μέλαν είναι το εναντίον του λευκού και εις τους χυμούς το γλυκύ είναι το εναντίον του πικρού• αλλά σχήμα δεν φαίνεται να είναι το εναντίον σχήματος• διότι τίνος πολυγώνου είναι το εναντίον ο κύκλος; Προσέτι, επειδή τα σχήματα είναι άπειρα {82}, αναγκαίως και οι χυμοί θα είναι άπειροι {83}. Διότι διά τι άλλος μεν εκ των χυμών προξενεί αίσθησιν, άλλος δε δεν προξενεί αυτήν;
17. Και περί μεν του χυμού και του γευστού είπομεν. Τα δε άλλα πάθη των χυμών δέον να εξετασθώσιν εις το περί των φυτών μέρος της φυσιολογίας.
***
{66} Το υγρόν είναι απαραιτήτως αναγκαίον εις την αίσθησιν της γεύσεως.
{67} Τούτο δύναται να νοήται και περί του ανθρωπίνου σώματος, όπου η αυτή τροφή παράγει μυς, νεύρα, οστά κ.λ., ή και περί των φυτών, ένθα ο χυμός του καρπού δεν είναι ο αυτός με τον του ξύλου, των φύλλων, των ριζών, ως εν συκή.
{68} Διά της επιδράσεως του ηλίου ή του πυρός.
{69} Τα περί του ελαίου είναι ίσως παρέμβλητα.
{70} Ήτοι τα υγρά τα έχοντα χυμούς.
{71} Το δε ξηρόν είναι προ πάντων εν τη γη.
{72} Να έχη ταύτην ή εκείνην την ιδιότητα. Οι χυμοί λοιπόν παράγονται υπό τριών αιτιών ηνωμένων, του υγρού, του ξηρού και του θερμού.
{73} Στέρησιν λέγων νοεί τα εναντία• λ. χ. το γλυκύ είναι η στέρησις του πικρού.
{74} Και όπερ είναι το ξηρόν το αισθητόν υπό της γεύσεως.
{75}Εν ταις τροφαίς, ας δύναται να λάβη το ζώον.
{76} Λαμβάνει μόνον το γλυκύ μέρος.
{77} Η θερμότης επιδρά επί των ελαφρών μερών της τροφής, άτινα επιπλέουσι και τρέφουσι το ζώον, διότι είναι γλυκέα, τα δε πικρά και αλμυρά, βαρέα όντα, δεν εξατμίζονται υπό της θερμότητος και δεν εισέρχονται εις την θρέψιν.
{78} Εάν μη ενωθώσιν εις έν ο λιπαρός και ο γλυκός, θα είναι οκτώ οι χυμοί.
{79} Το λευκόν και το μέλαν είναι ίδια της όψεως, το τραχύ δε και το λείον είναι κοιναί αντιλήψεις και της όψεως και της αφής.
{80} Κατά τον Δημόκριτον.
{81} Άλλη ένστασις κατά της δόξης του Δημοκρίτου, όστις τους χυμούς ανάγων εις σχήματα αδυνατεί να εξηγήση την αντίθεσιν των εναντίων χυμών.
{82} Ενώ οι χυμοί είναι περιωρισμένοι.
{83} Κατά την θεωρίαν του Δημοκρίτου.
***
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ε'.
&Περί οσμών και οσφρήσεως. Αναφοραί οσμών και χυμών. Δόξα Ηρακλείτου. Δύο αρχικά είδη οσμών. Οσμαί καλαί ή κακαί, αμέσως ή εμμέσως. Σχέσις οσμών και εγκεφάλου. Όσφρησις ιχθύων και εντόμων. Η όσφρησης εν μέσω αφ' ενός της αφής και γεύσεως, αφ' ετέρου της όψεως και ακοής. Δόξα Πυθαγορείων. Η οσμή συντελεί εις υγιείαν, αλλ' όχι εις θρέψιν.&
1. Κατά τον αυτόν δε τρόπον {84} πρέπει να πραγματευθώμεν και περί των οσμών. Διότι εκείνο όπερ ενεργεί εις το υγρόν το ξηρόν {85}, το έγχυμον υγρόν {86} ενεργεί τούτο ομοίως εις άλλο γένος (των οσμών) εν τω αέρι και τω ύδατι. Τώρα περί των οσμών λέγομεν ότι το διαφανές είναι κοινή ιδιότης των δύο τούτων στοιχείων. Είναι δε το διαφανές στοιχείον αισθητόν υπό της οσφρήσεως (οσφραντόν), ουχί καθό διαφανές, αλλά καθ' όσον δύναται να μεταδίδη και να εκχέη την έγχυμον ξηρότητα {87}.
2. Διότι η όσφρησις γίνεται ου μόνον εν τω αέρι, αλλά και εν τω ύδατι• φανερόν δε είναι τούτο επί των ιχθύων και των οστρακοδέρμων, διότι φαίνονται ότι οσφραίνονται {88}, αν και δεν υπάρχη αήρ εν τω ύδατι, διότι όταν εισέλθη αήρ εις το ύδωρ αναβαίνει εις την επιφάνειαν, και διότι τα ζώα ταύτα δεν αναπνέουσιν{89}. Εάν λοιπόν υποθέση τις, ότι και ο αήρ και το ύδωρ είναι αμφότερα υγρά, η φύσις του εγχύμου υγρού εν τω ύδατι θα είναι η οσμή, και το σώμα το έχον τοιαύτας ιδιότητας θα είναι το οσφραντόν.
3. Ότι δε το πάθος τούτο σώματός τινος {90} προέρχεται εξ εγχύμου στοιχείου αυτού είναι φανερόν εκ των πραγμάτων, τα οποία έχουσιν οσμήν και εξ εκείνων τα οποία δεν έχουσι. Τω όντι, τα στοιχεία, ήτοι το πυρ, ο αήρ, το ύδωρ, η γη, είναι άοσμα, διότι και τα ξηρά και τα υγρά μέρη αυτών είναι άχυμα, εκτός εάν ανάμιξίς τις τα κάμνη να έχωσι χυμόν. Διό και η θάλασσα έχει οσμήν, διότι έχει χυμόν και ξηρότητα {91}. Και τα άλατα έχουσι περισσοτέραν οσμήν παρά το νίτρον, ως αποδεικνύει το εξ αυτών εξαγόμενον δι' αποξηράνσεως έλαιον. Το δε νίτρον έχει οσμήν μάλλον της γης. Προσέτι ο μεν λίθος είναι άοσμος διότι είναι άχυμος, αλλά τα ξύλα έχουσιν οσμήν διότι έχουσι χυμόν (έγχυμα), και εκ τούτων ολιγωτέραν έχουσιν οσμήν τα υδατώδη. Προσέτι εκ των μετάλλων ο χρυσός είναι άοσμος {92} καθό άχυμος, αλλ' ο χαλκός και ο σίδηρος είναι οσμώδη. Όταν δε το υγρόν στοιχείον των μετάλλων εκκαυθή, τότε αι σκωρίαι γίνονται αοσμότεραι πάντων. O δε άργυρος και ο κασσίτερος έχουσιν οσμήν περισσοτέραν ή ολιγωτέραν άλλων μετάλλων, διότι είναι υδατώδη.
4. Νομίζουσι δέ τινες ότι η οσμή είναι η καπνώδης αναθυμίασις{93}, ήτις είναι κοινή εις την γην και τον αέρα. Και πάντες οι περί της οσμής πραγματευθέντες μεταπίπτουσιν εις την εξήγησιν ταύτην. Διά ταύτα και ο Ηράκλειτος είπεν ότι, εάν πάντα τα όντα ήθελον γίνει καπνός, διά των ρινών θα εγινώσκομεν πάντα. Πάντες δε οι αποκλίνοντες προς τοιαύτην εξήγησιν της οσμής θεωρούσιν αυτήν άλλοι μεν ως ατμόν {94}, άλλοι δε ως αναθυμίασιν, άλλοι δε και το έν και το άλλο. Και ο μεν ατμός είναι είδος υγρότητος, η δε καπνώδης αναθυμίασις, ως είπομεν. είναι κοινή εις τον αέρα και την γην. Και εξ εκείνου μεν αποτελείται το ύδωρ εκ ταύτης δε είδος τι γης {95}. Αλλ' η οσμή φαίνεται ότι δεν είναι ούτε το έν ούτε το άλλο, διότι ο μεν ατμός είναι εξ ύδατος, η δε καπνώδης αναθυμίασις αδύνατον είναι να σχηματίζηται εν τω ύδατι. Και όμως τα ζώντα εν τω ύδατι αισθάνονται, ως προείπομεν, την οσμήν. Προσέτι αι αναθυμιάσεις κατ' αυτούς έχουσι την αυτήν και αι απόρροιαι σημασίαν {96}, και αν η υπόθεσις αύτη περί της όψεως δεν είναι ορθή, ουδ' αύτη η θεωρία περί της οσμής είναι ορθή.
5. Είναι λοιπόν φανερόν, ότι το υγρόν, το οποίον υπάρχει εις τον αέρα (διότι και ο αήρ είναι φύσει υγρός) και εις το ύδωρ, δύναται να δεχθή τι εκ του ξηρού στοιχείον, όπερ έχει χυμόν, και να πάθη τι υπ' αυτού. Προσέτι, εάν το ξηρόν στοιχείον, όταν τρόπον τινα υγραίνηται, ενεργή εις τα υγρά ομοίως, όπως και εις τον αέρα {97}, προδήλως αι οσμαί πρέπει να είναι ανάλογοι προς τους χυμούς. Και ακριβώς η αναλογία αύτη υπάρχει είς τινας οσμάς και χυμούς. Διότι υπάρχουσιν οσμαί δριμείαι και γλυκείαι και αυστηραί και στρυφναί και λιπαραί, και δύναται τις να είπη ότι αι σαπραί οσμαί αναλογούσι προς τους πικρούς χυμούς. Διά τούτο, όπως δυσκόλως καταπίνει τις τους χυμούς εκείνους, ούτω δυσκόλως αναπνέει τας σαπράς οσμάς. Φανερόν είναι λοιπόν ότι η ποιότης, ήτις είναι ο χυμός εν τω ύδατι, αύτη είναι η οσμή εν τω αέρι και τω ύδατι. Και ένεκα τούτου το ψύχος και ο παγετός εξασθενίζουσι τους χυμούς και μηδενίζουσι τας οσμάς, διότι η ψύξις και η πήξις μηδενίζουσι την θερμότητα, ήτις είναι η κινητική και ποιητική αρχή των χυμών και οσμών.
/6/7. Είδη δε οσφραντών αντικειμένων είναι δύο, και κακώς λέγουσί τινες ότι δεν υπάρχουσι διάφορα είδη οσφραντών. Υπάρχουσιν• αλλά πρέπει να διορισθή κατά ποίαν σημασίαν είναι τούτο αληθές και κατά ποίαν ψευδές. Τινά μεν αυτών, ως είπομεν, αντιστοιχούσι προς τους χυμούς και περιέχουσι το ευάρεστον και δυσάρεστον κατά συμβεβηκός (εμμέσως) {98}. Διότι, επειδή οι χυμοί είναι πάθη της θρεπτικής δυνάμεως ημών, αι οσμαί αυτών είναι ευάρεστοι εις εκείνους, οίτινες επιθυμούσι, δυσάρεστοι δε εις εκείνους, οίτινες είναι κεκορεσμένοι και ουδεμίαν έχουσιν επιθυμίαν• ούτε πάλιν είναι ευάρεστος η οσμή εις εκείνους, εις ους η τροφή, ήτις έχει την ευάρεστον οσμήν, είναι δυσάρεστος. Ώστε αυταί αι οσμαί δεν προξενούσιν, ως είπομεν, ηδονήν και λύπην ειμή κατά συμβεβηκός (εμμέσως), και διά τούτο είναι κοιναί εις πάντα τα ζώα. Άλλαι όμως εκ των οσμών {99} είναι ευάρεστοι{100} καθ' εαυτάς, λ. χ. Αι οσμαί των ανθέων. Διότι ούτε περισσότερον ούτε ολιγώτερον παρακινούσιν αυταί το ζώον εις την τροφήν, ουδέ συντελούσιν εις την επιθυμίαν αυτής, αλλά μάλλον το εναντίον. Διότι είναι αληθές εκείνο, όπερ είπεν ο Στράττις, σκώπτων τον Ευριπίδην: «Όταν βράζετε φακήν, να μη επιχύνετε μύρον». Όσοι δε σήμερον αναμιγνύουσιν εις τα ποτά τοιαύτας ουσίας βιάζουσι την ηδονήν κατά την συνηθειών των, πιστεύοντες ότι η προερχομένη εκ των δύο αισθήσεων {101} ηδονή παράγεται εκ μιας μόνης αισθήσεως. 8. Το είδος τούτο λοιπόν της οσφρήσεως είναι ίδιον εις μόνους τους ανθρώπους, το δε συνδεόμενον με τους χυμούς είναι κοινόν και των άλλων ζώων, ως προείπομεν. Και επειδή αυταί αι οσμαί είναι κατά συμβεβηκός ευάρεστοι, τα είδη αυτών κατατάσσονται σχετικώς προς τους χυμούς, αι άλλαι όμως όχι πλέον, διότι είναι φύσει καθ' εαυτάς ευάρεστοι ή δυσάρεστοι. Αίτιον δε του να είναι ιδιάζουσα εις τον άνθρωπον η τοιαύτη οσμή, είναι η κατάστασις (ήτις επικρατεί) πέριξ του εγκεφάλου. Τω όντι, επειδή ο εγκέφαλος είναι φύσει ψυχρός, το δε αίμα των πέριξ αυτού φλεβών είναι μεν λεπτόν και καθαρόν, αλλά ψύχεται ευκόλως, (και διά τούτο η αναθυμίασις της τροφής ψυχομένη εις το μέρος τούτο γεννά τας ρευματικάς νόσους), το τοιούτον είδος της οσφρήσεως ανεπτύχθη εις τους ανθρώπους, ίνα βοηθή την υγιείαν {102}. Διότι ουδέν άλλο έργον έχει αύτη η οσμή παρά τούτο, και προδήλως τούτο το έργον εκτελεί. 9. Διότι η μεν τροφή {103}, αν και είναι ευάρεστος, και η ξηρά και η υγρά, πολλάκις γεννά νόσον αλλ' η εξερχόμενη εκ τροφής ευώδους οσμή δεικνύει ό,τι είναι απολύτως ούτως ειπείν και πάντοτε ωφέλιμον εις ημάς οπωσδήποτε και αν είμεθα διατεθειμένοι. 10. Και διά τούτο η όσφρησις γίνεται δια της αναπνοής, ουχί μεν εις πάντα τα ζώα, αλλ' εις τους ανθρώπους, και εκ των εχόντων αίμα εις τα τετράποδα και εις όσα έχουσι μείζον μέρος εις την χρήσιν του αέρος. Τω όντι, επειδή αι οσμαί φέρονται άνω προς τον εγκέφαλον διά την ελαφρότητα της θερμότητος ην έχουσι, τα πέριξ του οργάνου τούτου μέρη είναι υγιεινότερα. Διότι η δύναμις της οσμής είναι φύσει θερμή. Η φύσις μεταχειρίζεται την αναπνοήν προς δύο σκοπούς, κυρίως μεν προς βοήθειαν (των ενεργειών) του στήθους, παρέργως δε προς μετάδοσιν της οσμής. Διότι όταν το ζώον αναπνέη, εκτελεί ως εν παρόδω την διά των μυκτήρων κίνησιν. 11. Είναι δε ίδιον εις την φύσιν του ανθρώπου το είδος τούτο της οσφρήσεως, διότι ούτος, σχετικώς προς το μέγεθος του, έχει τον μέγιστον και υγρότατον εγκέφαλον εξ όλων των ζώων. Διά τούτο και μόνος, ούτως ειπείν, ο άνθρωπος εξ όλων των ζώων αισθάνεται μετά χαράς τας οσμάς των ανθέων και τας ομοίας με ταύτας. Διότι η θερμότης και η κίνησις των οσμών αυτών είναι, σύμμετρος με την υπερβολήν της εν τω εγκεφάλω υγρότητος και ψυχρότητος. 12. Εις δε τα άλλα ζώα, όσα έχουσι πνεύμονας, ίνα αναπνέωσιν, η φύσις έδωκε την αίσθησιν άλλου είδους οσμής, διά να μη πλάση δύο αισθητήρια όργανα• είναι αρκετόν εις αυτά, όταν αναπνέωσι, να έχωσι την αίσθησιν μόνον του ενός είδους οσμών, ενώ οι άνθρωποι διακρίνουσι και τα δύο είδη. 13. Ότι δε τα μη αναπνέοντα έχουσι την αίσθησιν της οσμής, είναι φανερόν διότι και οι ιχθύες και όλον το γένος των εντόμων ακριβώς και μακρόθεν αισθάνονται τας οσμάς ένεκα της προς το θρεπτικόν σχέσεως της οσμής• και τοιούτον τι κάμνουσιν αι μέλισσαι και το γένος των μικρών μυρμήκων, τους οποίους τινές ονομάζουσι σκνίπας. Και εκ των εν τη θαλάσση ζώων αι πορφύραι και πολλά άλλα των τοιούτων ζώων αισθάνονται μετ' οξύτητος την τροφήν των εξ αιτίας της οσμής αυτής. 14. Με ποίον δε όργανον αισθάνονται δεν είναι επίσης φανερόν. Διά τούτο και δύναται τις να ερωτήση με ποίον όργανον αισθάνονται την οσμήν, εάν η όσφρησις γίνεται μόνον, όταν αναπνέωσι. Τούτο, τω όντι, φαίνεται ότι συμβαίνει εις όλα τα αναπνέοντα όντα. Εξ εκείνων όμως των ζώων ουδέν αναπνέει, αλλ' όμως αισθάνεται την οσμήν. Εκτός εάν υπάρχη άλλη τις αίσθησις παρά τας πέντε. Τούτο όμως είναι αδύνατον, διότι η αίσθησις της οσμής είναι η όσφρησις. Εκείνα δε αισθάνονται την οσμήν• ίσως όμως ουχί κατά τον αυτόν τρόπον. Αλλ' εις μεν τα αναπνέοντα η πνοή απομακρύνει ως σκέπασμα επικειμένην μεμβράνην, και διά τούτο, εάν δεν αναπνεύσωσι, δεν αισθάνονται την οσμήν. Εις δε τα μη αναπνέοντα λείπει το σκέπασμα τούτο, όπως συμβαίνει και εις τους οφθαλμούς• άλλα μεν ζώα έχουσι βλέφαρα, και αν ταύτα δεν ανοίξωσι, δεν δύνανται να βλέπωσιν. Όσα δε έχουσι σκληρούς τους οφθαλμούς δεν έχουσι βλέφαρα και διά τούτο δεν έχουσιν ανάγκην να ανυψώσι κάλυμμα, αλλά βλέπουσιν ευθύς άμα δύνανται να βλέπωσιν {104}. 15. Ομοίως και οιονδήποτε των άλλων ζώων ουδέν υφίσταται δυσφορίαν διά οσμήν καθ' εαυτήν αηδή {105}, εκτός εάν τύχη να είναι επιβλαβής {106}. Υπό τούτων δε ενίοτε φονεύονται, όπως και οι άνθρωποι αισθάνονται βάρος εις την κεφαλήν εκ του ατμού των ανθράκων και θανατούνται πολλάκις• ούτως υπό της δυνάμεως του θείου και των ασφαλτωδών υλών θανατούνται άλλα ζώα και φεύγουσιν αυτάς εξ αιτίας του παθήματος τούτου. Περί της δυσωδίας όμως καθ' εαυτήν αδιαφορούσιν εντελώς, αν και πολλά φυτά έχουσιν αηδείς τας οσμάς, εκτός εάν αυταί επηρεάζωσι την γεύσιν ή την τροφήν. 16. Επειδή δε αι αισθήσεις είναι περιτταί κατά τον αριθμόν (πέντε), ο δε περιττός αριθμός έχει μέσον όρον, φαίνεται ότι η αίσθησις της οσφρήσεως είναι και αυτή εν τω μέσω αφ' ενός μεν των δύο αμέσως απτομένων τα αισθητά, δηλαδή της αφής και της γεύσεως, και εξ άλλου των διά τινος διαμέσου αισθανομένων εμμέσως, ήτοι της όψεως και της ακοής. Διά τούτο και η οσμή είναι πάθος (ιδιότης) των τροφών, (διότι αύται ανήκουσιν εις τα απτά αντικείμενα) και προσέτι των ακουστών και των ορατών πραγμάτων, διότι αι οσμαί εν τω αέρι και εν τω ύδατι γίνονται επαισθηταί. Ώστε η οσμή είναι τρόπον τινά κοινή εις τα δύο ταύτα και ευρίσκεται εις το απτόν, το ακουστόν και το διαφανές. Διά τούτο και ευλόγως παρομοιάζουσι την οσμήν με είδος βαφής και πλύσεως του ξηρού στοιχείου, όπερ είναι εν τω υγρώ και τω ρευστώ (αέρι). 17.Πώς λοιπόν πρέπει να νοώμεν τα είδη των οσμών και πώς δεν πρέπει, αρκούσι τα ειρημένα.
18. Εκείνο δε το οποίον λέγουσί τινες εκ των Πυθαγορείων, ότι δηλαδή τινά ζώα τρέφονται με οσμάς, δεν είναι ορθόν. Διότι κατά πρώτον βλέπομεν ότι η τροφή είναι σύνθετος, διότι και τα τρεφόμενα όντα δεν είναι απλά. Διά τούτο και γίνεται περίττωμα της τροφής ή εντός των τρεφομένων, ή εκτός, όπως εις τα φυτά (η ρητίνη λ. χ.). Προσέτι ούτε το ύδωρ, εάν είναι μόνον και άμικτον, δύναται να τρέφη• διότι η ύλη, ήτις θα αφομοιωθή, πρέπει να έχη φυσικήν στερεότητα. Προσέτι είναι πολύ ολιγώτερον λογικόν να νομίζωμεν, δα ο αήρ δύναται να γείνη στερεά ύλη. Και προς τούτοις βλέπομεν, ότι πάντα τα ζώα έχουσιν όργανον δεχόμενον την τροφήν, εκ του οποίου το σώμα μετά την είσοδόν της την αφομοιούται• αλλά της οσμής το αισθητήριον όργανον είναι εν τη κεφαλή, εισέρχεται δε εις αυτό η οσμή μετά αναθυμιάσεως εξ αέρος, και ούτω προχωρεί εις το αναπνευστικόν όργανον {107}.
19. Ότι λοιπόν η οσμή ως οσμή ουδόλως συντελεί εις τροφήν, είναι φανερόν• αλλ' όμως και εκ της αισθήσεως και εκ των άνω ειρημένων είναι φανερόν, ότι βοηθεί εις την υγιείαν. Ώστε ό,τι είναι ο χυμός εις το θρεπτικόν όργανον και εις τα τρεφόμενα μέρη, τούτο είναι η οσμή προς την υγιείαν. Περί εκάστου λοιπόν των αισθητηρίων αρκούσιν οι τοιούτοι διορισμοί.
***
{84} Καθ' ον εξηγήθησαν τα χρώματα και οι χυμοί.
{85} Εις το προηγούμενον κεφ. § 9 ο Αριστοτέλης εξήγησε την αρχήν των χυμών. Το υγρόν διηθείται διά του ξηρού και του γεώδους.
{86} O χυμός παράγει την οσμήν διαχεόμενος εις τον αέρα και εις το ύδωρ, ένθα ευρίσκει μέσον κατάλληλον να αποσπάση και να μεταδώση αυτήν.
{87} Το έγχυμον υγρόν αποτελεί τους χυμούς, εξ ου γεννάται το έγχυμον ξηρόν, όπερ αποτελεί τας οσμάς.
{88} Οσφραίνονται λ. χ. την λείαν των μακρόθεν.
{89} Δεν αναπνέουσιν όπως αναπνέουσι τα ζώντα εν τω αέρι, αναπνέουσιν όμως διά των βραγχίων.
{90} Ότι η οσμή προέρχεται εκ του χυμού εξάγεται εκ του ορισμού αυτής, ον έδωκεν ο Αριστοτέλης.
{91} Το άλας παριστά το ξηρόν στοιχείον.
{92} O χρυσός εθεωρείτο άοσμος, διότι δεν προσβάλλεται υπό σκωρίας.
{93} Δύο είδη αναθυμιάσεως διακρίνει ο Αριστοτέλης. Το έν προέρχεται εκ της γης και του αέρος, το δε εκ του ύδατος. Το πρώτον είναι η καπνώδης αναθυμίασις, διότι η γη είναι ξηρά, όπως και ο αήρ εν τη αρχή των.
{94} O ατμός προέρχεται εκ του υγρού• η αναθυμίασις εκ του ξηρού.
{95} Ίσως εννοεί την τέφραν και την ασβόλην.
{96} O Εμπεδοκλής και ο Πλάτων εξηγούν την όψιν διά των απορροιών (Κεφ. Β. 4).
{97} Το ξηρόν στοιχείον παράγει την οσμήν εν τω αέρι όπως τον χυμόν παράγει εν τοις υγροίς.
{98} Διότι παρορμώσι το ζώον εις την τροφήν ή το απομακρύνουσιν απ' αυτής.
{99} Τούτο είναι το δεύτερον είδος οσμών.
{100} Ή δυσάρεστοι.
{101} Ων η μία δια της γεύσεως και η άλλη διά της οσφρήσεως. {102} Διότι θερμαίνει τον εγκέφαλον.
{103} Ή μάλλον η οσμή ήτις προέρχεται εκ του χυμού της τροφής.
{104} Άνευ κινήσεως βλεφάρων.
{105} Είπεν ανωτέρω ότι αι οσμαί είναι ευάρεστοι ή δυσάρεστοι αμέσως ή εμμέσως (κατά συμβεβηκός).
{106} Και τότε εμμέσως φεύγουσι την δυσωδίαν.
{107} Εις τους πνεύμονας, ενώ αν ηλήθευον αι θεωρίαι των Πυθαγορείων έπρεπε να εισχωρή εις τον στόμαχον.
***
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ς'.
&Περί αισθητικού. Δύνανται άρά γε τα αισθήματα να διαιρώνται επ' άπειρον, όπως τα αισθητά; Δυνάμει είναι αισθητά τα απείρως μικρά μέρη των σωμάτων, ενεργεία όμως αισθανόμεθα αυτά μόνον, όταν έχωσι μέγεθος. Η οσμή και ο ήχος ενεργούσι πρότερον επί του διαμέσου στοιχείου και διά τούτου εις την αίσθησιν. Το φως όμως αισθανόμεθα ουχί ομοίως, αλλά εν τω άμα&.
1. Δύναται τις να ερωτήση: Εάν παν σώμα διαιρήται επ' άπειρον, άρά γε επ' άπειρον δύνανται να διαιρώνται αι αισθηταί ποιότητες των σωμάτων, δηλαδή το χρώμα και ο χυμός και η οσμή και ο ήχος και το βάρος, και το ψυχρόν και το θερμόν, και το σκληρόν και το μαλακόν; Ή είναι αδύνατον τούτο; Τω όντι, έκαστον των αισθητών τούτων διεγείρει την αίσθησιν, και πάντα έλαβον τα οικεία ονόματα, διότι δύνανται να θέτωσιν εις κίνησιν την αίσθησιν. Ώστε αναγκαίως η αίσθησις έπρεπε να διαιρήται επ' άπειρον και παν μέγεθος {108} να είναι αισθητόν. Διότι αδύνατον να ίδωμεν, ότι αντικείμενον τι είναι λευκόν, εάν τούτο δεν έχη ποσόν τι (διαστάσεις). 2. Διότι αν άλλως είχε το πράγμα {109}, θα ήτο δυνατόν να υπάρχη σώμα μη έχον μήτε χρώμα, μήτε βάρος, μήτε άλλην ουδεμίαν τοιαύτην ιδιότητα, επομένως ουδόλως θα ήτο αισθητόν, διότι αύται αι ιδιότητες συνιστώσι το αισθητόν και ούτω το αισθητόν θα συνέκειτο εκ μερών ουχί αισθητών. Αλλά σώμα αισθητόν αναγκαίως σύγκειται από αισθητά, διότι βέβαια δεν θα σύγκειται εκ μαθηματικών (αφηρημένων) στοιχείων. 3. Προσέτι με τι θα κρίνωμεν και θα γινώσκωμεν τα αισθητά ταύτα; Άρά γε διά του νου Αλλά ταύτα δεν είναι νοητά στοιχεία, και ο νους δεν νοεί τα εξωτερικά πράγματα, εάν μη συνοδεύωνται υπό αισθήσεως {110}. 4. Αλλά συνάμα ταύτα, εάν έχωσιν ούτως (αν τα σώματα σύγκεινται εκ μερών μη αισθητών), φαίνεται ότι συνηγορούσιν υπέρ των δεχομένων αδιαίρετα μεγέθη {111}, διότι ούτω θα ελύετο το ζήτημα. Αλλά ταύτα είναι αδύνατα, περί αυτών δε έγινε λόγος εις τας περί κινήσεως πραγματείας.
5. Εκ της λύσεως όμως τούτων θα γείνη φανερόν και διά τί είναι περιορισμένα τα είδη των χρωμάτων, του χυμού, και των φθόγγων και των άλλων αισθητών. Διότι εις τα σώματα, τα οποία έχουσι πέρατα, πρέπει και αι εσωτερικαί ιδιότητες να έχωσι πέρατα, άκρα δε είναι τα εναντία• και παν ό,τι είναι αισθητόν έχει εναντίωσιν, λ.χ. εις το χρώμα εναντία είναι το λευκόν και το μέλαν, εις δε τους χυμούς το γλυκύ και το πικρόν• και εις τα άλλα πάντα τα αισθητά έσχατα πέρατα είναι τα εναντία.
6. Παν λοιπόν σώμα συνεχές δύναται να διαιρήται εις άπειρα μέρη άνισα, εις πεπερασμένα δε τον αριθμόν μέρη, αν ταύτα είναι ίσα{112}. Το δε σώμα, όπερ δεν είναι συνεχές καθ' εαυτό, διαιρείται εις είδη, τα οποία είναι περιωρισμένα. 7. Επειδή λοιπόν πρέπει τα πάθη (αι ιδιότητες) των σωμάτων να θεωρώνται ως είδη και επειδή η συνέχεια υπάρχει πάντοτε εν αυτοίς, πρέπει να διακρίνωμεν το δυνάμει από του εν ενεργεία. Και ούτω το μυριοστόν μέρος ενός κόκκου κέγχρου διαφεύγει την αντίληψιν ημών, καίτοι η όψις ημών το διήλθε• και προσέτι ο ήχος της διέσεως {113} μας λανθάνει, καίτοι ακούομεν όλον το μέρος, όπερ είναι συνεχές. Αλλά το μεταξύ διάστημα από του μέσου προς τα άκρα διαφεύγει την αντίληψιν ημών. Ομοίως δε και περί των απείρως σμικρών μεταξύ άλλων αισθητών, είναι δηλαδή και ταύτα δυνάμει ορατά, αλλά ουχί εν ενεργεία και όταν αποχωρισθώσιν• ούτως η γραμμή ενός ποδός δυνάμει υπάρχει εις την γραμμήν δύο ποδών, αλλ' εν ενεργεία υπάρχει μόνον όταν χωρισθή. Όταν δε χωρίζωνται μεγέθη υπερβολικώς μικρά, ευνόητον είναι ότι διαλύονται εις τα σώματα τα περιέχοντα αυτά {114}, καθώς ελάχιστος χυμός χάνεται όταν χυθή εις την θάλασσαν. Αλλ' όμως, επειδή το υπερβολικώς μικρόν ποσόν λανθάνει την αίσθησιν, δεν είναι αισθητόν καθ' εαυτό, ουδέ όταν είναι χωριστόν, διότι η λίαν μικρά ποσότης ενυπάρχει εις σώμα ακριβέστερον αυτής αισθητόν, ούτε τοιούτον τι αισθητόν δύναται να γείνη αισθητόν ενεργεία αν είναι χωριστόν, αλλ' όμως είναι αισθητόν αντικείμενον, διότι είναι ήδη δυνάμει αισθητόν, και θα γείνη και ενεργεία όταν προστεθή είς τι.
8. Είπομεν λοιπόν, ότι μεγέθη τινά και ιδιότητες σωμάτων διαφεύγουσι την αντίληψιν ημών, και εδείξαμεν διά τίνα αιτίαν και προσέτι κατά ποίαν σημασίαν είναι αισθητά και κατά ποίαν ουχί. Όταν όμως ήδη ταύτα υπάρχωσιν ούτω προς εαυτά, ώστε να είναι και ενεργεία αισθητά, ουχί μόνον εν τω όλω του σώματος, αλλά και όταν είναι χωριστά, αναγκαίως πρέπει να υπάρχωσι περιωρισμένα κατά τον αριθμόν και χρώματα και χυμοί και ήχοι.
9. Δύναταί τις να ερωτήση ακόμη, άρά γε τα αισθητά αντικείμενα {115} ή αι από των αισθητών προερχόμεναι κινήσεις, όπως δήποτε και αν γίνηται η αίσθησις {116}, όταν είναι εκείναι εν ενεργεία, φθάνουσιν (επιδρώσιν) εις το διάμεσον πρώτον, ως φαίνεται ότι συμβαίνει εις την οσμήν και τον ήχον διότι πρώτος αισθάνεται την οσμήν ο ευρισκόμενος πλησίον, και ο ήχος φθάνει εις το ούς τινος μετά τον κτύπον. Άρα λοιπόν το αυτό συμβαίνει εις το ορατόν αντικείμενον και το φως; Καθώς λέγει ο Εμπεδοκλής, το φως του ηλίου φθάνει πρώτον εις το μεταξύ στοιχείον πριν ή φθάση εις την όψιν ημών και επί της γης. Τούτο δε φαίνεται μετά λόγου ότι συμβαίνει. Διότι παν ό,τι κινείται, κινείται έκ τινος τόπου προς άλλον, ώστε πρέπει να παρέλθη εξ ανάγκης χρόνος, καθ' ον κινείται εκ του ενός εις τον άλλον. Αλλ' ο χρόνος είναι πάντοτε διαιρετός, ώστε υπάρχει χρόνος καθ' ον η ακτίς του ηλίου δεν βλέπεται από ημάς ακόμη, αλλά φέρεται έτι εις το μεταξύ {117}. 10. Αλλά και εάν παν πράγμα συγχρόνως ακούη και έχη ακούσει, και αν γενικώς το παρόν αίσθημα συνενούται με το πρότερον αυτού και δεν υπάρχη γένεσις αυτών διαδοχική {118}, αλλ' όμως δεν έχουσι την πορείαν ταύτην ούτως, όπως και ο ήχος όστις, αφού ήδη έγεινε ο κτύπος, δεν έφθασεν ακόμη εις την ακοήν. Δεικνύει δε τούτο και ο μετασχηματισμός των γραμμάτων εν τη γλώσση, διότι η κίνησις αυτών συμβαίνει εις το μεταξύ. Τω όντι, οι ακούοντες φαίνονται ότι δεν ήκουσαν καλώς τα λεχθέντα, διότι ο αήρ κινούμενος μεταβάλλεται.
11. Ούτω λοιπόν συμβαίνει και εις το χρώμα και το φως{119}; Βέβαια ουχί διά προσδιωρισμένην τινά θέσιν η μεν όψις ορά, το δε αντικείμενον οράται, ως να είναι ίσα πράγματα. Διότι τότε δεν ήθελεν είναι ανάγκη να είναι και το έν και το άλλο εις ωρισμένον μέρος• διότι εις τα πράγματα τα γενόμενα ίσα είναι αδιάφορον αν είναι πλησίον ή μακράν αλλήλων.
Ή ορθώς λέγεται ότι τούτο (η διαδοχική μετάδοσις) συμβαίνει ως προς τον ήχον και την οσμήν. Διότι όπως ο αήρ και το ύδωρ, είναι και εκείνα συνεχή, αλλ' όμως η κίνησις και των δύο είναι μεριστή. Διά τούτο και αφ' ενός μεν είναι δυνατόν το αυτό πράγμα να ακούη και να οσφραίνηται και ο εγγύτατος και ο απώτατος, και αφ' ετέρου δεν είναι δυνατόν {120}. Τινές δε νομίζουσιν ότι υπάρχει δυσκολία και περί τούτου, δηλαδή λέγουσιν ότι είναι αδύνατον άλλος τις να ακούη ή να ορά και να οσφραίνηται το αυτό πράγμα όπως είς άλλος• διότι δεν είναι δυνατόν πολλοί να ακούωσι και να οσφραίνωνται ομοίως, όταν είναι χωριστοί, διότι άλλως το πράγμα, όπερ είναι έν, θα ήτο αυτό χωριστόν εαυτού {121}. Ή δυνάμεθα να είπωμεν, ότι πάντες αισθάνονται το πρώτον κινήσαν την αίσθησιν λ. χ. τον κώδωνα ή τον λιβανωτόν ή το πυρ ως το αυτό και έν κατά τον αριθμόν, αλλά κατά τας ιδιότητας αυτού έκαστος, το αισθάνεται ως άλλο αριθμητικώς {122}, το αυτό δε κατ' είδος. Διά τούτο πολλοί συγχρόνως ορώσι το αυτό και ακούουσι και οσφραίνονται. Ταύτα όμως (ήχος, οσμή) δεν είναι σώματα, αλλά πάθος και κίνησίς της, διότι άλλως δεν θα παρήγετο το φαινόμενον τούτο, αλλά δεν είναι και χωρίς σώματος.
/12-13/14. Άλλως όμως συμβαίνει εις το φως• διότι το φως υπάρχει, επειδή είναι ουσία τις, αλλ' ουχί κίνησις {123}. Εν γένει δε ουδέ η μεταβολή είναι ομοία με την κατά τόπον κίνησιν, διότι αι τοπικαί κινήσεις ορθώς λέγεται ότι κατά πρώτον φθάνουσιν εις το μεσολαβούν σώμα• ο ήχος π.χ. φαίνεται ότι είναι κίνησις πράγματος, όπερ μετατοπίζεται. Αλλά δεν συμβαίνει ομοίως και εις όσα μεταβάλλονται• διότι δύνανται να μεταβάλλωνται έκαστον ολόκληρον {124} και ουχί πρώτον κατά το ήμισυ, ως το ύδωρ λ. χ. όπερ δύναται να πήγνυται συγχρόνως όλον. Αλλ' όμως, αν το θερμαινόμενον ή πηγνυόμενον είναι πολύ, δύναται να μεταβάλληται και να πάσχη έν μέρος υπό του μέρους του συνεχομένου με αυτό, το πρώτον δε μέρος μόνον να μεταβάλληται υπό αυτού του προξενούντος την αλλοίωσιν σώματος. Και ούτω δεν είναι ανάγκη το αλλοιούμενον να αλλοιούται συγχρόνως όλον. Θα ησθανόμεθα δε την γεύσιν χυμού{125} ως αισθανόμεθα οσμήν, εάν εζώμεν εντός υγρού στοιχείου και ησθανόμεθα οσμάς μακρότερον, πριν ή θίξωμεν αυτό το σώμα.
15. Ευλόγως λοιπόν αι αισθήσεις αι γινόμεναι διά μεσολαβούντος σώματος, δεν αισθάνονται συγχρόνως (τα αισθητά αντικείμενα), πλην του φωτός, ένεκα των ειρημένων λόγων. Διά την αυτήν αιτίαν εξαιρείται και η όρασις, διότι το φως είναι το ποιούν αυτήν αίτιον.
***
{108} Οσονδήποτε μικρόν και αν είναι.
{109} Εάν δεν δεχθώμεν ότι παν μέγεθος πρέπει να είναι αισθητόν.
{110} Ο νους νοεί τα εξωτερικά μόνον διά των εικόνων, ας η φαντασία σχηματίζει εκ της αισθήσεως.
{111} Οποίοι ήσαν οι ατομολόγοι Λεύκιππος και Δημόκριτος.
{112} Εάν σώματός τινος αφαιρεθή το δέκατον και του υπολοίπου πάλιν το δέκατον και ούτω καθεξής, ο αριθμός των μερών του εμπορεί να είναι άπειρος. Εάν όμως αφαιρεθώσιν ίσα πάντοτε μέρη, το σώμα ταχέως εξαντλείται εις δύο φοράς εάν λαμβάνωνται ημίση, εις τρεις φοράς αν λαμβάνωνται τρίτα κλπ. Και τα μεγέθη πάντα είναι απείρως διαιρετά πας δε αριθμός δύναται να αυξάνηται απειράκις. Αλλ' η απειρία αύτη των μεγεθών είναι μόνον δυνάμει. Το απείρως ελάχιστον μόριον μόνον νοερώς υπάρχει.
{113} Η δίεσις ήτο το 1)4 ενός τόνου.
{114} Τοπικώς.
{115} Κατά την Δημοκρίτειον θεωρίαν των απορροιών.
{116} Εξ οιουδήποτε αντικειμένου.
{117} Το φως πολλών αστέρων φθάνει εις ημάς μετά πολλά έτη.
{118} Και αν έτι εις την αίσθησιν δεν υπάρχη διαδοχή αντιληπτή, υπάρχει πάντοτε εν αυτώ τω φαινομένω, ως δεικνύει ο ήχος, όστις δεν φθάνει εις την ακοήν ειμή μετά χρόνον.
{119} Το φως δηλ. και το χρώμα μεταδίδονται διαδοχικώς ή μας έρχονται διά μιας;
{120} Αντίφασις, ήτις λύεται εν τέλει της παραγράφου ταύτης.
{121} Διά να είναι αισθητόν υπό πολλών αντί ενός μόνου.
{122} Αύτη είναι η λύσις της αντιφάσεως.
{123} Το φως, ώρισεν ο Αριστοτέλης: (Περί ψυχής II VII) ενέργεια του διαφανούς, διαφανές δε το ειδικόν διάμεσον του φωτός, όπερ δεν είναι κίνησις τοπική, αλλά πάντως κίνησις αλλοιώσεως.
{124} Αύτη είναι η γνώμη του Αριστοτέλους, όστις κατ' αρχήν δεν παραδέχεται ότι το φως του ηλίου απαιτεί χρόνον τινά ίνα φθάση εις την γην. Αλλά την γνώμην ταύτην περιορίζει είτα λέγων, ότι τα αλλοιούμενα δύνανται κατά μικρόν να αλλοιούνται και ουχί εν τω άμα, και το φως φθάνει βαθμηδόν από του ηλίου εις ημάς.
{125} Υγρόν τι δύναται να αλλοιούται υπό χυμού, και μάζα ύδατος αλλοιούται βαθμηδόν από μέρους εις μέρος υπό του πυρός ή του ψύχους.
***
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ζ'.
&Δύναται τις να αισθάνηται πολλά συγχρόνως; Μίξις κινήσεων. Μίξις πραγμάτων. Αδύνατος η σύγχρονος αίσθησις δύο πραγμάτων ομοειδών ή ετεροειδών. Περί συμφωνίας ήχων. Αισθανόμεθα τα πράγματα εν τη ολότητι αυτών και ουδέν λανθάνει τας αισθήσεις ημών. Η ψυχή, μία ούσα, αντιλαμβάνεται διαδοχικώς πάντα, αλλά ουχί το αδιαίρετον.&
1. Υπάρχει δε και άλλη απορία ως προς την αίσθησιν, η εξής : Άρά γε είναι δυνατόν δύο πράγματα να αισθανώμεθα ομού εις την αυτήν και αδιαίρετον στιγμήν χρόνου ή όχι, εάν είναι αληθές ότι πάντοτε η μεγαλειτέρα κίνησις αφανίζει την μικροτέραν{126}; Διά τούτο όταν τίθεταί τι υπό τα όμματα, δεν αισθάνονται αυτό οι άνθρωποι, αν τύχη να συλλογίζωνταί τι βαθέως ή να φοβώνται ή να ακούωσι μέγαν ήχον. Τούτο λοιπόν έστω ομολογούμενον, και ακόμη, ότι έκαστον πράγμα δυνάμεθα να αισθανώμεθα ευκολώτερον, όταν είναι απλούν, παρά όταν είναι μεμιγμένον με άλλα, λ. χ. τον οίνον, όταν είναι άκρατος παρά κεκραμένος, και το μέλι και το χρώμα, και την νήτην όταν είναι μόνη παρά όταν είναι μεμιγμένη με την διά πασών, διότι τα αισθήματα επισκοτίζουσιν άλληλα εν τω μίγματι. Και τούτο συμβαίνει εις τα πράγματα εκ των οποίων γίνεται έν τι{127}. Εάν λοιπόν η μεγαλειτέρα κίνησις αφανίζη την μικροτέραν, αναγκαίως, όταν είναι σύγχρονοι, και αυτή η μεγαλειτέρα θα είναι ολιγώτερον επαισθητή παρά εάν ήτο μόνη. Διότι η μικροτέρα αναμιγνυομένη αφαιρεί μέρος (της δυνάμεως) της μεγαλειτέρας, αν αληθεύη ότι όλα τα πράγματα, όταν είναι απλά, είναι περισσότερον αισθητά. Εάν δε αι κινήσεις είναι μεν ίσαι αλλά διάφοροι, δεν θα γείνη αισθητή ούτε η μία ούτε η άλλη, διότι η μία θα αφανίζη εξ ίσου την άλλην. Αλλά βεβαίως δεν δυνάμεθα να αισθανώμεθα αίσθησιν απλήν. Ώστε ή ουδεμία τότε θα υπάρχη αίσθησις, ή θα υπάρχη άλλη διάφορος αποτελουμένη εκ των δύο. Και τούτο φαίνεται ότι συμβαίνει εις τα αναμιγνυόμενα εφ' όσον είναι μεμιγμένα. 2. Επειδή λοιπόν έκ τινων μεν {128} ενουμένων γίνεται τι, εξ άλλων όμως δεν γίνεται, τα τελευταία είναι τα ανήκοντα εις αισθήσεις διαφόρους• (διότι μιγνύονται) μόνον τα πράγματα, των οποίων τα άκρα είναι εναντία {129}. Αδύνατον δε εκ λευκού (χρώματος) και οξέος (ήχου) να γείνη μία ενότης, ει μη κατά συμβεβηκός (εμμέσως)• αλλά τότε η τοιαύτη ενότης δεν θα είναι όπως η αρμονία η αποτελουμένη εκ του οξέος και του βαρέος. Άρα ούτε είναι δυνατόν να αισθανώμεθα συγχρόνως τας ποιότητας ταύτας. Διότι, αν αι κινήσεις αυτών είναι ίσαι, αφανίζουσιν η μία την άλλην, αφού εξ αυτών δεν αποτελείται μία μόνη. Εάν δε είναι άνισοι, μόνον η ισχυρότερα αυτών θα προξενήση αίσθησιν. 3. Διότι η ψυχή ήθελεν αισθανθή μάλλον δύο πράγματα συγχρόνως δι' ενός μόνου αισθήματος, όταν είναι αισθητά υπό μιας μόνης αισθήσεως, λ. χ. το βαρύ και το οξύ, διότι η κίνησις της μιας μόνης αισθήσεως θα εγίνετο συγχρόνως ευκολώτερον της των δύο διαφόρων, λ. χ. της όψεως και της ακοής {130}. να αισθανώμεθα δε δύο πράγματα συγχρόνως διά μιας αισθήσεως είναι αδύνατον, εκτός εάν ταύτα αναμιχθώσι {131}, διότι το μίγμα τείνει πάντοτε εις έν (την ενότητα), και του ενός πράγματος δεν υπάρχει παρά μία αίσθησις. Η δε μία αίσθησις είναι μία χρονολογική μονάς. Ώστε εξ ανάγκης η ψυχή αισθάνεται συγχρόνως{132} τα μεμιγμένα πράγματα, διότι αισθάνεται διά μιας κατ' ενέργειαν αισθήσεως. Τω όντι, το πράγμα όταν είναι αριθμητικώς έν, το αισθάνεται μία μόνη κατ' ενέργειαν αίσθησις, το δε κατ' είδος έν αισθάνεται η μία κατά δύναμιν αίσθησις {133}. Και λοιπόν αν η αίσθησις είναι ενεργεία μία μόνη, η ψυχή θα υπολάβη ότι το αισθητόν είναι έν. Κατ' ανάγκην άρα πρέπει να είναι μεμιγμένα τα αισθήματα. Όταν όμως δεν είναι μεμιγμένα, θα είναι δύο τα κατ' ενέργειαν αισθήματα. Αλλά σχετικώς προς την μίαν δύναμιν και την αδιαίρετον στιγμήν χρόνου, αναγκαίως η ενέργεια πρέπει να είναι μία. Διότι η χρήσις και η κίνησις μιας μόνης αισθήσεως εν μια στιγμή είναι μία, όπως μία μόνη υπάρχει δύναμις αυτής.
Δεν είναι άρα δυνατόν να αισθανώμεθα δύο τινά συγχρόνως διά μιας μόνης αισθήσεως. Αλλά προσέτι, εάν δύο πράγματα υποπίπτοντα υπό την αυτήν αίσθησιν είναι αδύνατον να αισθανώμεθα συγχρόνως, φανερόν είναι ότι πολύ ολιγώτερον δυνάμεθα να αισθανώμεθα δύο πράγματα ανήκοντα εις δύο διαφόρους αισθήσεις, λ. χ. Το λευκόν (χρώμα) και τον γλυκύν (χυμόν) {134}, Διότι φαίνεται ότι η ψυχή αντιλαμβάνεται το αριθμητικώς έν, διότι το αισθάνεται εις τον αυτόν χρόνον, αλλά το εν κατά το είδος {135} αντιλαμβάνεται διά της διακρινούσης αυτό αισθήσεως {136} και διά του τρόπου (της ενεργείας) τούτου• {137} λέγω π.χ. ότι η αυτή αίσθησις κρίνει το λευκόν και το μέλαν, καίτοι διάφορα όντα κατά το είδος {138}, η αυτή δε πάλιν και το γλυκύ και το πικρόν, αλλά διάφορος εις τας δύο περιπτώσεις {139}. Και άλλως μεν κρίνει έκαστον των εναντίων {140}, εκάστη δε των αισθήσεων, ενώ αντιλαμβάνεται ομοίως τα αντίστοιχα ζεύγη {141}, π.χ. όπως η γεύσις το γλυκύ, ούτως η όψις το λευκόν, και όπως αύτη το μέλαν, ούτως εκείνη το πικρόν αντιλαμβάνεται.
/3/4. Προσέτι εάν αι εν τη αισθήσει κινήσεις των εναντίων είναι εναντίαι προς αλλήλας και εάν τα εναντία δεν δύνανται να υπάρχωσι συγχρόνως εις έν και το αυτό άτομον, τότε όπου τα εναντία ανήκουσιν εις μίαν αίσθησιν, λ.χ. το γλυκύ και το πικρόν, αδύνατον είναι να αισθανώμεθα ταύτα συγχρόνως {142}. Ομοίως είναι φανερόν, ότι ουδέ τα μη εναντία {143} δυνάμεθα να αισθανώμεθα συγχρόνως, διότι εκ των χρωμάτων τα μεν μετέχουσι του λευκού τα δε του μέλανος {144}. Ομοίως δε και περί των άλλων αισθημάτων, λ.χ. εκ των χυμών, οι μεν ανήκουσιν εις το γλυκύ, οι δε εις το πικρόν. Ούτε πάλιν τα μεμιγμένα πράγματα δυνάμεθα συγχρόνως να αισθανώμεθα, διότι αι αναλογίαι αυτών έχουσι αναφοράν εναντίων, λ. χ. το διά πασών και το διά πέντε, εκτός εάν τις αισθάνηται αυτά ως έν {145}. Και ούτω μόνον {146}, ουχί δε άλλως, υπάρχει μία μόνη αναλογία άκρων. Διότι, θα υπάρχη συγχρόνως λόγος του πολλού προς το ολίγον ή του περιττού προς το άρτιον, και λόγος του ολίγου προς το πολύ ή του αρτίου προς το περιττόν. Εάν λοιπόν τα λεγόμενα σύστοιχα {147} αλλά όντα γένους διαφόρου απέχωσι και διαφέρωσι μεταξύ των πολύ περισσότερον παρά τα του αυτού γένους, λέγω π.χ. το γλυκύ και το λευκόν, τα οποία καλώ σύστοιχα, αλλά είναι διάφορα κατά το γένος, και το μεν γλυκύ διαφέρει από το μέλαν κατά το είδος πολύ περισσότερον παρά το λευκόν, πολύ ολιγώτερον είναι δυνατόν να αισθανώμεθα συγχρόνως ταύτα παρά τα του αυτού γένους. Ώστε εάν ταύτα (του αυτού γένους δεν είναι συγχρόνως αισθητά), άρα ουδέ εκείνα (τα ετερογενή).
5. Εκείνο δε όπερ λέγουσί τινες των γραψάντων περί συμφωνίας των ήχων, ότι οι ήχοι δεν φθάνουσι συγχρόνως εις το ους, αλλά μόνον φαίνονται ότι φθάνουσι, και ότι απατώμεθα διότι είναι ανεπαίσθητος ο χρόνος (ο χωρίζων έκαστον) ήχον, άρά γε λέγεται ορθώς ή όχι; Ίσως δύναται τις να είπη, ότι και ενταύθα νομίζομεν ότι βλέπομεν και ακούομεν συγχρόνως {148} διότι μας διαφεύγουσιν οι χρόνοι οι μεταξύ. Αλλά τούτο δεν είναι αληθές, ούτε είναι δυνατόν να υπάρχη χρόνος μη αισθητός ή όστις μας διαφεύγει, αλλά δυνάμεθα να αισθανώμεθα πάσαν στιγμήν. Τω όντι, ότε τις αισθάνεται αυτός εαυτόν, ή ότε αισθάνεται άλλο τι εις συνεχή χρόνον, αδύνατον είναι να μη έχη ούτος συνείδησιν, ότι υπάρχει (αυτός ή το άλλο), αλλ' αν εις συνεχή χρόνον υπάρχη διάστημα τόσον μικρόν, ώστε να είναι όλως ανεπαίσθητον, φανερόν είναι ότι τότε δεν θα είχεν ούτος συνείδησιν, ότι αυτός υπάρχει και ότι βλέπει και αντιλαμβάνεται αντικείμενόν τι ή ουχί {149}. Προσέτι δεν θα υπήρχεν ούτε χρόνος ούτε πράγμά τι ούτε στιγμή χρόνου αισθητά, εκτός εάν εννοώμεν ούτω ότι δεν αισθανόμεθα παρά έν τινι μέρει του χρόνου τούτου, ή ότι δεν βλέπομεν παρά μέρος του αντικειμένου• αν υποτεθή ότι υπάρχει μέτρον χρόνου ή των αντικειμένων, όπερ γίνεται εντελώς ανεπαίσθητον διά την μικρότητα αυτών {150}. Διότι εάν βλέπη τις το όλον, την γην, τότε αντιλαμβάνεται και όλον τον χρόνον εν τη συνεχεία αυτού και ουχί έν τινι των μεμονωμένων στιγμών του. Έστω ότι β γ παριστά το μη αισθητόν μέρος χρόνου {151}. Αισθάνεται τις άρα εν μέρει τινί του όλου ή ιδιαίτερον μέρος, καθώς π.χ. βλέπει την γην όλην, διότι βλέπει τούτο το ωρισμένον μέρος αυτής και πόσον μακράν βαδίζει καθ' όλον το έτος, διότι βλέπει πόσον βαδίζει καθ' ωρισμένον μέρος αυτού {152}. Αλλ' όμως ουδέν αισθάνεται εν τω β γ. Άρα λοιπόν, επειδή αισθάνεται έν τινι μέρει το όλον α β {153}, λέγεται ότι αισθάνεται και το όλον, την γην όλην. O αυτός δε συλλογισμός εφαρμόζει και εις το α γ, διότι πάντοτε εις τι μέρος του χρόνου και μέρος τι του αντικειμένου αντιλαμβάνεταί τις, το όλον όμως είναι αδύνατον να αντιλαμβάνηται {154} Λοιπόν ολόκληρα αισθανόμεθα τα αισθητά{155}, αλλά ταύτα δεν φαίνονται όσον είναι έκαστον. Ούτω βλέπει τις μακρόθεν το μέγεθος του ηλίου και αντικείμενον τι τεσσάρων πήχεων. Ταύτα όμως δεν φαίνονται όσον είναι πράγματι μεγάλα. Αλλ' ενίοτε φαίνονται αδιαίρετα και ημείς δεν βλέπομεν το αδιαίρετον. Η αιτία δε τούτου εξηγήθη εν τοις έμπροσθεν. Είναι λοιπόν φανερόν, ότι δεν υπάρχει χρόνος μη ων αντιληπτός υφ' ημών {156}.
/6/7. Περί δε της ειρημένης απορίας, αν δηλ. δυνάμεθα πολλά συγχρόνως αντικείμενα να αντιλαμβανώμεθα, ας εξετάσωμεν νυν. Λέγων «συγχρόνως» εννοώ ότι τα αισθήματα συμβαίνουσι προς άλληλα εις το αυτό μέρος της ψυχής και εις στιγμήν χρόνου αδιαίρετον. Πρώτον λοιπόν δυνάμεθα να αισθανώμεθα πολλά συγχρόνως, κατά ταύτην την σημασίαν, ότι αισθανόμεθα διά διαφόρων της ψυχής μερών και ουχί δι' ενός αδιαιρέτου μέρους, διά μερών όμως, άπερ είναι αδιαίρετα ως αποτελούντα συνεχές όλον; Ή, ίνα πρώτον ομιλήσωμεν περί των ανηκόντων εις μίαν μόνην αίσθησιν, ως λ.χ. την όψιν, θα είπωμεν ότι, αν διάφορα χρώματα αντιλαμβάνηται διά διαφόρων μερών αυτής, θα έχη άραγε πολλά μέρη, ταύτα όμως κατά το είδος; {157} Διότι τα επανειλημμένα αισθήματα αυτών είναι του αυτού γένους{158}. Αλλ' εάν τις λέγη ότι, όπως τα δύο όμματα δεν εμποδίζουσι να βλέπωμεν το αντικείμενον έν, ούτω και εν τη ψυχή παράγεται εκ τούτων μία ενότης και μία ενέργεια, ουδέν εμποδίζει να θεωρώμεν την ψυχήν ομοίως. Εάν όμως εκ των δύο γίνεται μία μόνη αντίληψις, τότε εκείνο, όπερ αντιλαμβανόμεθα, θα είναι έν, εάν δε μένωσι κεχωρισμένα, τότε και το αποτέλεσμα θα είναι ομοίως διηρημένον. Προσέτι {159} αι αυταί αισθήσεις θα είναι πολλαί, όπως λέγομεν ότι αι επιστήμαι είναι διάφοροι {160}. Διότι ούτε ενέργεια (αισθήσεως) υπάρχει χωριστά άνευ της αντιστοίχου δυνάμεως, ούτε υπάρχει αίσθησις χωριστά άνευ της δυνάμεως. 8. Εάν δε τις δεν αισθάνηται συγχρόνως τα αισθήματα τα γινόμενα εις έν αδιαίρετον μέρος της ψυχής, φανερόν είναι ότι δεν θα αισθάνηται και τα άλλα συγχρόνως. Διότι είναι ευκολώτερον να αισθάνηται τις πολλά ομογενή ή ετερογενή. Εάν όμως αισθάνηται δι' άλλου μέρους της ψυχής το γλυκύ (χυμόν) και δι' άλλου το λευκόν (χρώμα), το εκ των αισθημάτων τούτων προκύπτον θα είναι έν ή όχι έν. Αλλ' είναι αναγκαίως έν, διότι έν είναι και το αισθητικόν όργανον της ψυχής. Ποία λοιπόν είναι η ενότης η αντιστοιχούσα προς το όργανον τούτο; διότι ουδεμία ενότης προκύπτει εκ τούτων, ήτοι γλυκέος και λευκού. Αναγκαίως λοιπόν έν είναι το μέρος της ψυχής {161}, δι' ου αισθάνεται τα πράγματα ως ολότητας, καθά προείπομεν, αλλά δι' άλλου οργάνου αισθάνεται άλλο γένος αισθητών. 9. Άρα έν μόνον όργανον είναι το μέρος, δι' ου αισθανόμεθα το γλυκύ και το λευκόν, όταν αι ποιότητες αυταί είναι ηνωμέναι, όταν δε αυταί ενεργεία χωρισθώσι{162}, τότε είναι διάφορον όργανον, όπερ αισθάνεται εκάστην αυτών. Ό,τι δε συμβαίνει εις ταύτα, συμβαίνει και εις την ψυχήν. Διότι έν και το αυτό αριθμητικώς είναι λευκόν και γλυκύ και κατέχει πολλάς άλλας ιδιότητας, εκτός εάν αι ιδιότητες θεωρηθώσιν ως χωρισταί απ' αλλήλων {163}. Αλλ' όμως η ουσιώδης φύσις εκάστης είναι διάφορος. Ομοίως λοιπόν πρέπει να υποθέσωμεν και περί ψυχής, ότι το μέρος αυτής το αισθανόμενον πάντα είναι έν και το αυτό αριθμητικώς{164}, αλλ' έχει διαφόρους τρόπους εκδηλώσεως, άλλον όταν αισθάνηται τα ετερογενή {165} και άλλον όταν αισθάνηται τα {166} ομοειδή. Ώστε αισθήσεις σύγχρονοι γίνονται εν μια και τη αυτή δυνάμει της ψυχής, ουχί όμως εν μια και τη αύτη σχέσει προς την δύναμιν ταύτην {167}.
10. Ότι παν πράγμα αισθητόν έχει μέγεθος και ότι είναι αδύνατον να αισθανώμεθα το αδιαίρετον είναι ήδη φανερόν. Διότι η απόστασις, αφ' ης πράγμα τι δεν δύναται να είναι ορατόν, είναι άπειρος, αλλ' εκείνη εξ ης γίνεται ορατόν είναι πεπερασμένη. Ομοίως δε και περί εκείνων, άτινα οσφραινόμεθα και ακούομεν, και περί εκείνων, άτινα αισθανόμεθα χωρίς να απτώμεθα αυτών. Υπάρχει έσχατόν τι σημείον αποστάσεως, εξ ου πράγμα τι δεν είναι ορατόν, και σημείον τι προσεγγίσεως, εξ ου είναι ορατόν. Αναγκαίως δε είναι αδιαίρετον το σημείον τούτο, και ό,τι είναι πέραν αυτού είναι αδύνατον να αντιληφθώμεν, ό,τι δε είναι εντεύθεν είναι αναγκαίως αντιληπτόν. Τω όντι, εάν αδιαίρετον τι είναι αισθητόν, όταν τούτο τεθή εις το έσχατον εκείνο σημείον, εξ ου δεν είναι αντιληπτόν, και πάλιν εις το σημείον, εξ ου άρχεται να είναι αντιληπτόν, τότε θα συμβή το αυτό πράγμα να είναι συγχρόνως ορατόν και αόρατον {168} Αλλά τούτο είναι αδύνατον.
11. Περί των αισθητηρίων λοιπόν οργάνων και περί των αισθητών αντικειμένων, κατά ποίον τρόπον υπάρχουσι πάντα ταύτα και γενικώς και μερικώς έκαστον πραγματεύθημεν. Εκ των λοιπών πρέπει πρώτον να εξετάσωμεν περί μνήμης και αναμνήσεως.
***
{126} Η αισθανομένη ψυχή, ή η αίσθησις, όταν ισχυρώς συγκινήται υπό τινος πράγματος, δεν αισθάνεται άλλο, όπερ συγκινεί αυτήν ολιγώτερον ζωηρώς.
{127} Όταν λ. χ. δύο χυμοί ή δύο χρώματα κλπ. ενούνται εις έν.
{128} Αισθημάτων.
{129} Ως το χρώμα, ου τα άκρα, το λευκόν και το μέλαν, είναι εναντία, ή ο ήχος, ου τα άκρα είναι το οξύ και βαρύ.
{130} Δύο σύγχρονοι αντιλήψεις είναι αδύνατον να γείνωσιν υπό μιας και της αυτής αισθήσεως, αλλά μάλλον αδύνατος είναι ο συγχρονισμός αισθημάτων αναγομένων εις διαφόρους αισθήσεις.
{131} Και τότε θα γείνωσιν έν.
{132} Και τότε δεν υπάρχει πλέον ειμή έν πράγμα και ουχί δύο.
{133} Η δυνάμει και ουχί ενεργεία μία αίσθησις αισθάνεται το λευκόν και το μέλαν, τα οποία κατ' είδος είναι έν, ως ανήκοντα εις το χρώμα και την όψιν, αλλά απαιτούνται δύο αισθήσεις ενεργεία, ίνα αντιληφθώσι πρώτον το λευκόν και είτα το μέλαν. Η ενεργεία αίσθησις έχει αντικείμενον μίαν ποιότητα, το λευκόν λ. χ., αλλ' η δυνάμει έχει έν γένος ποιότητος λ. χ. το χρώμα.
{134} Κατά τον Αριστοτέλη τα διάφορα αισθήματα δύναται συγχρόνως να αισθάνηται η ψυχή μόνον διά της συγχωνεύσεως αυτών. Διά της συγχωνεύσεως όμως ταύτα ανάγονται εις ενότητα και η αισθητική εμπειρία είναι ενοποιητική.
{135} Π. χ. το λευκόν, όπερ είναι εν τω αυτώ γένει με το μέλαν, εν τω χρώματι.
{136} Π. χ. διά της όψεως, εάν πρόκηται περί διαφόρων χρωμάτων.
{137} Δηλ. διά της αισθήσεως, ην διεγείρει εις το όργανον. Η όψις λ. χ. δεν συγχέει το μέλαν με το λευκόν, αν και είναι αμφότερα χρώματα, διότι το μεν ενεργεί διαφοροτρόπως παρά το άλλο.
{138} Είναι διάφορα είδη του χρώματος (γένους).
{139} Όταν κρίνη το έν των δύο χρωμάτων ή τον ένα των δύο χυμών.
{140} Διότι τα διακρίνει απ' αλλήλων.
{141} Τα κατέχοντα εις έκαστον γένος θέσιν ανάλογον, π.χ. γλυκύ, λευκόν.
{142} Διότι τα πλείστα των αισθημάτων είναι εναντία.
{143} Τα οποία χωρίς να είναι• εναντία μετέχουσιν όμως της φύσεως των εναντίων.
{144} Τα οποία είναι εναντία, ων μετέχουσι τα διάμεσα χρώματα.
{145} Και τότε δεν υπάρχει διπλή αίσθησις.
{146} Ότε τα δύο ενούνται εις έν μόνον.
{147} Ή ανάλογα.
{148} Εκ της μιας μόνης αισθήσεως, εις την οποίαν αρνείται τις τον συγχρονισμόν, δύναται να μεταβή εις δύο διαφόρους, εις τας οποίας έτι μάλλον θα αρνηθή αυτόν.
{149} Η αντίφασις πηγάζει εκ της τεθείσης αρχής και δεικνύει το ψεύδος αυτής.
{150} Εάν δεχθώμεν ότι μέρος του χρόνου ή της εκτάσεως δεν είναι αντιληπτόν, αναιρούμεν ούτω πάσαν έννοιαν χρόνου και εκτάσεως• διότι εφαρμόζοντες τον αυτόν συλλογισμόν εις πάντα τα μέρη του χρόνου ή της εκτάσεως, θα καταστρέψωμεν πάντα διαδοχικώς.
β
{151} Πρέπει να έχωμεν υπ' όψιν την γραμμήν α__________γ.
{152} Άτοπον συμπέρασμα ως προς την έκτασιν. Τα επόμενα αναφέρονται εις τον χρόνον.
{153} α β είναι μέρος χρόνου ή εκτάσεως, όπερ υποτίθεται ως αντιληπτόν.
{154} Ούτως ο συλλογισμός ούτος καταστρέφει το μέρος το υποτεθέν ως αντιληπτόν, άμα δε και το υποτεθέν ως μη αντιληπτόν, και ούτως αίρεται πάσ' έννοια χρόνου ή εκτάσεως.
{155} Χωρίς να υπάρχη μέρος αυτών διαφεύγον τας αισθήσεις ημών.
{156} Κατά τον Αριστοτέλη ο χρόνος είναι μέτρον ή αριθμός κινήσεως• αλλά ούτε ο χρόνος ούτε ο αριθμός δύναται να υπάρχη άνευ του νου, όστις μόνος αριθμεί.
{157} Ούτω θα υπάρχωσιν εις την όψιν πολλά μέρη. Τα οποία θα δύνανται να βλέπωσιν επίσης, και ουχί εν μόνον. όπερ δύναται να ορά πάντα τα ορατά.
{158} Δηλ. πάντα ορατά. Ούτως, επειδή τα αντικείμενα είναι του αυτού γένους, τα μέρη της ψυχής τα αισθανόμενα αυτά πρέπει να είναι μεταξύ των ομοειδή.
{159} Εάν υποτεθή ότι δυνάμεθα να ορώμεν πολλά συγχρόνως διά διαφόρων μερών της ψυχής.
{160} Και επομένως δεν θα αισθάνηται τις τα πράγματα συγχρόνως.
{161} Είναι η κοινή αίσθησις, ένθα τα επί μέρους αισθήματα συγχωνεύονται εις μίαν αντίληψιν. (Περί ψυχής III II).
{162} Η κοινή αίσθησις, ήτις συνενοί και συγκρίνει τας αντιλήψεις των άλλων, δύναται να είναι ως το σημείον• αδιαίρετος μεν ως το κέντρον εν ω συνενούνται αι διάφοροι γραμμαί, διαιρετή δε καθ' όσον είναι η αρχή των μεν και το τέλος των άλλων.
{163} Ενώ τουναντίον είναι εν μια και τη αυτή υποστάσει.
{164} Είναι η κοινή αίσθησις.
{165} Λ. χ. χρώματα και χυμούς.
{166} Λ. χ. το λευκόν και το μέλαν εκ των χρωμάτων, ή τον γλυκύν και τον πικρόν εκ των χυμών.
{167} Πράγματι μία μόνη δύναμις υπάρχει, αλλά διά του νου διακρίνομεν πολλούς τρόπους εμφανίσεως.
{168} Συμπέρασμα άτοπον, εξ ου αποδεικνύεται, ότι αι αισθήσεις δεν αντιλαμβάνονται ει μη το έχον διάστασίν τινα, το διαιρετόν.
***



Α Ρ Ι Σ Τ Ο Τ Ε Λ Ο Υ Σ




ΠΕΡΙ ΜΝΗΜΗΣ ΚΑΙ ΑΝΑΜΝΗΣΕΩΣ




ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α'.

&Φύσις της Μνήμης. Εξαρτάται εκ της αισθήσεως• διαφέρει κατά τους οργανισμούς• αναφέρεται μόνον εις το παρελθόν. Μνήμη και φαντασία. Η παρούσα αντίληψις αναπλάττει παρελθούσαν εμπειρίαν. Η μνήμη είναι ως εικών, ήτις είναι πραγματικόν τι καθ' εαυτό και συνάμα αντίτυπον άλλου. Νόησις και εικών. Αμαρτήματα μνήμης.&
Περί της δυνάμεως της μνήμης και περί της ενεργείας αυτής (μνημονεύειν) πρέπει να προσδιορίσωμεν τι είναι, και διά ποίαν αιτίαν γίνεται και εις ποίον μέρος της ψυχής συμβαίνει το φαινόμενον τούτο (πάθος) και το της αναμνήσεως. (Διαφέρουσι δε αύται) διότι οι αυτοί άνθρωποι δεν έχουσι καλήν μνήμην και καλήν ανάμνησιν. Αλλ' ως επί το πλείστον μεγαλειτέραν μνήμην έχουσιν οι βραδέως αντιλαμβανόμενοι, μεγαλειτέραν δε αναμνηστικήν δύναμιν οι ταχείς και ευκόλως μανθάνοντες {169}.&
/1/2. Ας εξετάσωμεν λοιπόν πρώτον ποία είναι τα αντικείμενα της μνήμης. Διότι πολλάκις περί τούτου πλανάται τις. Τω όντι, το μέλλον δεν είναι δυνατόν να ενθυμώμεθα, αλλά μόνον δυνάμεθα να εικάζωμεν και να ελπίζωμεν αυτό• και δύναται να υπάρχη και επιστήμη τις της ελπίδος, η ελπιστική καθώς τινες ονομάζουσι την μαντικήν. Αλλ' ούτε το παρόν δύναται να είναι αντικείμενον της μνήμης, αλλά μόνης της αισθήσεως. Διότι διά της αισθήσεως ούτε τα μέλλοντα ούτε τα παρελθόντα γινώσκομεν, αλλά μόνα τα παρόντα. Η δε μνήμη θεωρεί τα παρελθόντα, και ουδείς θα είπη ότι ενθυμείται το παρόν, ενώ είναι παρόν, ότι π.χ. ενθυμείται τούτο το λευκόν πράγμα τότε, ότε βλέπει αυτό, ή τούτο το θεωρούμενον (ή νοούμενον) αντικείμενον, καθ' ον χρόνον θεωρεί και νοεί αυτό, αλλά εκείνο μεν λέγει ότι μόνον αισθάνεται, τούτο δε ότι γνωρίζει. Όταν δε έχη τις την επιστήμην και την αίσθησιν, ήτις δεν είναι εν ενεργεία {170}, τότε ενθυμείται π, χ. ότι αι τρεις γωνίαι του τριγώνου είναι ίσαι προς δύο ορθάς, είτε διότι έμαθεν ή συνέλαβε τούτο, είτε διότι ήκουσεν ή είδεν αυτό, ή διότι εύρεν αυτό διά τοιούτου τινός τρόπου. Διότι οσάκις ενεργή τις διά της μνήμης {171}, πρέπει να λέγη ούτως εν τη ψυχή αυτού ότι πρότερον ήκουσε τούτο, ή ησθάνθη ή ενόησεν αυτό.
3. Η μνήμη λοιπόν δεν είναι αίσθησις ούτε (συλληπτική) νόησις, αλλά έξις (κατοχή) ή πάθος τι των δυνάμεων τούτων, όταν παρέλθη χρόνος {172}. Μνήμη όμως του παρόντος πράγματος εν τω παρόντι χρόνω δεν υπάρχει, ως είπομεν, αλλ' υπάρχει αίσθησις του παρόντος, ελπίς του μέλλοντος, και μνήμη του παρελθόντος. Διότι πάσα μνήμη συνοδεύεται υπό (της αντιλήψεως) του χρόνου. Ώστε όσα ζώα έχουσι την αντίληψιν του χρόνου, ταύτα μόνα έχουσι μνήμην, ενθυμούνται δε διά της δυνάμεως, δι' ης αντιλαμβάνονται τον χρόνον {173}.
4. Περί φαντασίας είπομεν ήδη εν τη περί Ψυχής πραγματεία και ότι άνευ εικόνος της φαντασίας δεν είναι δυνατόν να νοώμεν. Συμβαίνει δηλ. εις την νόησιν το αυτό φαινόμενον, όπερ και εις την διαγραφήν γεωμετρικού σχήματος. Διότι και ενταύθα, καίτοι ουδόλως έχομεν χρείαν τριγώνου μετ' ακριβούς μεγέθους, όμως το καταγράφομεν με ακριβές μέγεθος {174}. Ούτω και ο νοών, αν και δεν νοεί το μέγεθος, θέτει όμως προ οφθαλμών μέγεθος (ποσοτικόν σώμα), καίτοι δεν νοεί αυτό ως μέγεθος {175}. Αν δε πρόκειται περί της φύσεως των ποσών {176}, άτινα είναι απροσδιόριστα, ο νους θέτει μεν ποσόν ωρισμένον, νοεί δε αυτό απλώς ως ποσόν. Αλλαχού θα είπωμεν διά ποίαν αιτίαν δεν είναι δυνατόν να νοώμεν άνευ (της παραστάσεως) του συνεχούς, ούτε άνευ του χρόνου τα πράγματα, τα οποία {177} δεν είναι εν χρόνω. Αναγκαίως δε την παράστασιν του μεγέθους και της κινήσεως γνωρίζομεν διά της δυνάμεως, δι' ης γνωρίζομεν και την του χρόνου. Και η εικών (η φαντασία) είναι πάθος της κοινής αισθήσεως. Ώστε είναι φανερόν, ότι η γνώσις τούτων γίνεται διά της αρχικής αισθητικής δυνάμεως {178}. 5. Η δε μνήμη και αυτή η των νοητών πραγμάτων {179} δεν δύναται να γείνη, άνευ εικόνος, επομένως κατά συμβεβηκός (εμμέσως) μόνον είναι μνήμη των νοητών, καθ' αυτό δε (ουσιωδώς) ανήκει εις την αισθητικήν αρχήν. Διά τούτο υπάρχει η μνήμη και εις άλλα τινά των ζώων και ουχί μόνον εις τους ανθρώπους και εν γένει εις τα όντα, τα οποία έχουσι γνώμην και νόησιν. Εάν όμως η μνήμη ήτο ιδιότης των νοητικών δυνάμεων της ψυχής, δεν θα υπήρχεν εις πολλά των άλλων ζώων, και ίσως εις ουδέν εκ των αλόγων. Διότι και πράγματι δεν υπάρχει εις όλα, διότι δεν έχουσι πάντα αίσθησιν του χρόνου. Τω όντι, καθώς και πρότερον είπομεν, όταν τις ενεργή διά της μνήμης, αισθάνεται (έχει συνείδησιν) προσέτι, ότι πρότερον είδε τούτο, ή ήκουσεν ή έμαθεν αυτό. Το δε πρότερον και το ύστερον είναι χρόνου διορισμοί. Τίνος λοιπόν μέρους της ψυχής είναι φαινόμενον ή μνήμη; Φανερόν ότι είναι εκείνου, του οποίου πάθος είναι και η φαντασία. Και εκείνα τα πράγματα είναι καθ' εαυτά αντικείμενα μνήμης, τα οποία είναι αντικείμενα και της φαντασίας, κατά συμβεβηκός δε (εμμέσως) εκείνα, όσα δεν δύνανται να υπάρξωσιν άνευ της φαντασίας {180}.
6. Δύναται τις να ερωτήση : πώς άρά γε, ενώ το πάθος{181} μόνον είναι παρόν (εν τη ψυχή), το δε πράγμα είναι απόν, όμως ανακαλείται εις την μνήμην το μη παρόν (πράγμα); Αλλ' είναι φανερόν ότι πρέπει να νοήσωμεν, ότι το διά της αισθήσεως γινόμενον εις την ψυχήν πάθος (η εντύπωσις) και εις το μέρος του σώματος όπερ έχει (αντιλαμβάνεται) αυτήν{182}, ης την κατοχήν καλούμεν μνήμην, είναι όμοιον με ζωγράφημα. Διότι η γινομένη κίνησις εγχαράττει (εις την ψυχήν) ως τύπον του αισθήματος, όμοιον με τον τύπον τον οποίον χαράττουσιν επί του κηρού δια του δακτυλίου (ως σφραγίδος). Διά τούτο και εκείνοι, οι οποίοι ευρίσκονται εις μεγάλην συγκίνησιν ή ένεκα πάθους ή ένεκα της νεανικής ηλικίας, δεν έχουσι μνήμην (των συμβάντων), ως εάν η κίνησις και η σφραγίς έπιπτον εις ρέον ύδωρ. Εις άλλους πάλιν, επειδή είναι καθώς τα παλαιά κτίρια{183} εφθαρμένοι και έχουσι σκληρόν το μέρος, όπερ δέχεται την εντύπωσιν, εις τούτους (τους γέροντας) δεν εγχαράττεται τύπος. Διά τούτο οι παρά πολύ νέοι και οι γέροντες δεν έχουσι μνήμην, εκείνοι μεν διότι ρέουσιν (ως το ύδωρ), επειδή αυξάνονται, ούτοι δε ρέουσι, διότι φθίνουσιν. Ομοίως δε και οι λίαν ζωηροί και οι λίαν βραδείς φαίνονται ότι δεν έχουσι μνημονικόν, διότι εκείνοι μεν είναι υγρότεροι παρ' όσον πρέπει, ούτοι δε είναι σκληρότεροι. Και λοιπόν εις εκείνους δεν μένει η εικών εν τη ψυχή, των άλλων δε δεν εντυπούται εις την ψυχήν η εικών. Αλλ' εάν τοιούτον είναι το συμβαίνον εις την μνήμην, ποίον εκ των δύο, το πάθος τούτο (την εντύπωσιν) ενθυμείται η ψυχή ή το αντικείμενον, εκ του οποίου έγεινεν; Εάν την εντύπωσιν ενθυμώμεθα, τότε δεν ενθυμούμεθα ουδέν εκ των απόντων. Εάν ενθυμώμεθα το αντικείμενον, πώς, ενώ αισθανόμεθα την εντύπωσιν, όμως δυνάμεθα να μνημονεύωμεν εκείνο, το οποίον δεν αισθανόμεθα, το απόν αντικείμενον {184}; και αν η μνήμη είναι εντός ημών ομοία με τύπον ή με ζωγράφημα {185}, πώς ενώ αισθανόμεθα μόνον τούτο, όμως ενθυμούμεθα άλλο και όχι αυτόν τούτον τον τύπον; Διότι ο ενεργών διά της μνήμης θεωρεί και αισθάνεται μόνον την εντύπωσιν ταύτην. Πώς λοιπόν ενθυμείται πράγμα, όπερ δεν είναι παρόν; Τούτο θα ήτο το αυτό ως να βλέπη και να ακούη το μη παρόν. Ή υπάρχει τρόπος καθ' ον τούτο είναι δυνατόν και πράγματι συμβαίνει; Π. χ. το εζωγραφημένον ζώον είναι και ζώον και εικών, το αυτό δηλ. πράγμα είναι αμφότερα ταύτα συνάμα• αλλά ο τρόπος της υπάρξεως αυτών (του ζώου και της εικόνος) δεν είναι ο αυτός, και δυνάμεθα να θεωρήσωμεν το ζωγράφημα και ως ζώον και ως εικόνα. Και την εν ημίν λοιπόν εικόνα της φαντασίας δυνάμεθα ομοίως να υπολάβωμεν και πρέπει να θεωρήσωμεν αυτήν ως τι καθ' εαυτό (μίαν παράστασιν) και συνάμα ως εικόνα άλλου τινός. Και καθ' όσον μεν θεωρούμεν αυτήν καθ' εαυτήν, αύτη είναι μία ιδέα ή παράστασις της φαντασίας (φάντασμα), καθ' όσον δε θεωρούμεν αυτήν ως αναφερομένην εις άλλο είναι ως εικών ή μνημόνευμα. /7/8. Ώστε και όταν ενεργεία διεγείρηται η εικών αύτη, αν μεν η ψυχή αντιλαμβάνηται αυτήν καθ' όσον είναι καθ' εαυτήν, αύτη φαίνεται ότι εμφανίζεται ως τι νόημα ή φάντασμα• αν όμως η ψυχή θεωρή αυτήν ως αναφερομένην εις τι άλλο, τότε, όπως εν τω ζωγραφήματι, η ψυχή θεωρεί αυτήν ως αντίτυπον και ως εικόνα λ. χ. του Κορίσκου, καίτοι δεν έχει ποτέ ίδει τον Κορίσκον. Η έποψις όμως αύτη διαφέρει της άλλης, καθ' ην το εζωγραφημένον ζώον θεωρείται απλώς ως ζώον. Εν ταύτη εκείνο, όπερ γεννάται εν τη ψυχή, είναι μόνον εννόημά τι, ενώ εν τη πρώτη, επειδή το αντικείμενον θεωρείται ως εικών, φαίνεται ως ενθύμημα {186}. Και διά τούτο ενίοτε δεν γνωρίζομεν, όταν συμβαίνωσιν εις την ψυχήν ημών τοιαύται κινήσεις προερχόμεναι εκ προηγουμένου αισθήματος, αν παράγωνται υπό του αισθήματος, και αμφιβάλλομεν αν είναι μνημόνευμα ή όχι {187}. Ενίοτε όμως συμβαίνει να νοώμεν και να αναμιμνησκώμεθα, ότι ηκούσαμεν ή είδομεν το πράγμα πρότερον. Και τούτο συμβαίνει όταν, αφού θεωρήση τις πράγμά τι καθ' εαυτό {188}, μεταβάλλη στάσιν και το θεωρή ως εικόνα άλλου πράγματος. Γίνεται όμως και το εναντίον {189} ενίοτε, όπως συνέβη εις τον Αντιφέροντα τον Ωρείτην, και εις άλλους οίτινες είχον εκστάσεις {190}, διότι τας εικόνας της φαντασίας των εξελάμβανον ως γεγονότα και έλεγον, ότι τα ανεκάλουν εις την μνήμην των. Και τούτο γίνεται, όταν τις εκείνο, όπερ δεν είναι εικών άλλου, το θεωρή ως εικόνα άλλου. Αι ασκήσεις εν τούτοις συντελούσιν εις την διατήρησιν της μνήμης, διά της επανειλημμένης αναμνήσεως• και τούτο ουδέν άλλο είναι παρά το να θεωρή τις πολλάκις πράγμα τι ως εικόνα και όχι ως καθ' εαυτό ον (άσχετον). Τι είναι λοιπόν η μνήμη και η ενέργεια αυτής είπομεν. Είναι δηλαδή η κατοχή (και ανάπλασις) παραστάσεως, ως εικόνος του πράγματος, του οποίου είναι εικών, εξηγήσαμεν δε και εις ποίαν των δυνάμεων της ψυχής ανήκει η μνήμη, δηλαδή εις την πρώτην, (την κοινήν) αίσθησιν, δι' ης έχομεν και την αντίληψιν του χρόνου {191}.
***
{169} Κατά τον Αριστοτέλη η μνήμη είναι ανάπλασις παρελθούσης εμπειρίας συνοδευομένη υπό της συνειδήσεως, ότι η εμπειρία εκείνη πρότερον υπήρξεν. Η ανάμνησις είναι η βεβουλευμένη ανάπλασις της αυτής εμπειρίας και στηρίζεται επί της σκέψεως. Την πρώτην έχουσι και τα ζώα τα κατώτερα, την δευτέραν μόνος ο άνθρωπος. Εκ των ανθρώπων οι μεν είναι μνημονικοί, ήτοι έχουσι μνημονικόν φυλάττον πιστώς τας παραστάσεις, οι δε αναμνηστικοί, ήτοι ευκόλως αναπλάττουσι τας παρελθούσας παραστάσεις, όταν θέλωσι. Της μνήμης αρετή είναι το πιστόν, ενώ η ευκολία είναι ίδιον της αναμνήσεως, εις την γένεσιν της οποίας συντελεί η βούλησης. Και ο Πλάτων παθητικήν ανάπλασιν των εικόνων εθεώρει την μνήμην, ενεργητικήν δε την ανάμνησιν, εις ην επί τέλους ανήγαγε την όλην γνώσιν.
{170} Το κείμενον λέγει «άνευ των ενεργειών». O Θεμίστιος παραφράζει: «άνευ των έργων, έργα δε λέγω λ. χ. τούτο το ζώον ή τούτο το λευκόν ή το εν τούτω τω βιβλίω τρίγωνον».
{171} Οσάκις δηλαδή θεωρεί τας εν αυτώ εικόνας των πραγμάτων, ουχί καθ' εαυτάς, αλλά ως εικόνας άλλων.
{172} O Θεμίστιος παραφράζει: «όταν προσλαμβάνηται ο χρόνος, καθ' ον το εγκατάλειμμα [η εικών] έχει εγκαταλειφθή».
{173} O Θεμίστιος επεξηγεί διά των εξής: Όνος πεσών πέρυσιν εις τούτον τον βόθρον, σήμερον ιδών αυτόν και αναγνωρίσας ενθυμείται ότι εις τούτον τον βόθρον έπεσεν. Ο άνθρωπος όμως όχι μόνον ενθυμείται πότε είδεν ή ήκουσέ τι, αλλά σύνοιδε και την διαφοράν του μέλλοντος προς το παρελθόν, τα δε άλογα τούτο μόνον συναισθάνονται, ότι τώρα πίπτουσιν ή ότι άλλοτε έπεσον, και ο μεν σύνοιδεν ότι ενθυμείται, τα ζώα όμως ου. —Είναι δε όργανον της μνήμης και της αντιλήψεως του χρόνου το κεντρικόν όργανον, η καρδία.
{174} Ίνα λ. χ. αποδειχθή το θεώρημα, ότι αι γωνίαι του τριγώνου είναι ίσαι με δύο ορθάς, λαμβάνεται έν τρίγωνον, όπερ βέβαια είναι ωρισμένον κατά το ποσόν, αλλά το ποσόν τούτο είναι όλως αδιάφορον προς την απόδειξιν. Είναι αδιάφορον αν εκάστη πλευρά του είναι μιας σπιθαμής ή ενός δακτύλου, ή αν αυτό είναι ισόπλευρον ή σκαληνόν.
{175} Πάντα λοιπόν νοεί μετά ποσού, και αυτά έτι τα νοητά, αλλ' ουχί ως ποσά, διότι ποιείται αφαίρεσιν του ποσού.
{176} Και ουχί περί των μερικών διαστάσεων αυτών.
{177} Ταύτα είναι ίσως τα ουράνια σώματα και οι αίσιοι νόμοι αυτών• κατ' άλλους είναι τα νοητά.
{178} Διά της κοινής αισθήσεως γνωρίζομεν τας παραστάσεις του μεγέθους, της κινήσεως και του χρόνου.
{179} Ούτω λοιπόν υπάρχει μνήμη της αισθητικής ψυχής και μνήμη της λογικής ψυχής, ήτοι των νοητών και των καθόλου. Αλλ' η λογική μνήμη είναι έμμεσος. Διότι ο νους εκ των εικόνων και των παραστάσεων του φανταστικού εξάγει τα καθόλου και η μνήμη ενεργούσα επί των πρώτων συμβαίνει να ενεργή, ήτοι να μνημονεύη τα καθόλου. Ώστε η μνήμη είναι δύναμις καθ' αυτό της αισθητικής ψυχής, κατά συμβεβηκός δε και του νοητικού.
{180} Τα νοητά. Η φαντασία πάντοτε συμπλέκεται με την νόησιν συνεργούσα ή εμποδίζουσα αυτήν. Συνεργεί μεν εις τα μαθηματικά, εμποδίζει δε την θεωρίαν των νοητών και των θείων, διότι παρεισάγει σχήματα και μεγέθη και χρώματα, και αύτη είναι η αίτια δι' ην δεν δυνάμεθα να νοώμεν τα αΐδια άνευ συνεχούς, μήτε άνευ χρόνου τα άχρονα. Όταν λοιπόν τα αντικείμενα της φαντασίας αναγνωρίζωνται ως παρελθούσαι εμπειρίαι ή αντίτυπα παρελθόντων αισθημάτων, καλούνται μνήμαι. Είναι άρα αυταί κατ' ουσίαν τα αυτά ως τα αντικείμενα της φαντασίας. Αντικείμενα μνήμης κατά συμβεβηκός είναι ίσως στοιχεία μη ανήκοντα εις την εικόνα ως τοιαύτην, αλλά δεν είναι δυνατά άνευ της εικόνος, π.χ. το ότι ο Κορίσκος (η κυρία εικών) κατήγετο εκ της πόλεως δείνα.
{181} Η εντύπωσις, ήτοι η εικών.
{182} Εις την κοινήν αίσθησιν, της οποίας αρχικόν όργανον εθεωρείτο η καρδία.
{183} Των παλαιών οικοδομημάτων η τίτανος εκτρίβεται και τα εν αυτοίς εικονισμένα ζώα εξαλείφονται.
{184} O Αριστοτέλης εξηγεί κατωτέρω ότι η εικών είναι ου μόνον τι καθ' εαυτό, ο έχομεν εν τη συνειδήσει, αλλά είναι και αντίτυπον εξωτερικού και απόντος, όπερ, καίτοι δεν είναι εν τη συνειδήσει, ενθυμούμεθα εμμέσως.
{185} O Αριστοτέλης δεν εκλαμβάνει κατά λέξιν τον όρον &εντύπωσις&. Η αντίληψις των αισθητών δεν γίνεται εν τη ψυχή κατά σχήμα τι, διότι ποίον σχήμα θα λάβωσιν εν αυτή ο ήχος, η οσμή, το χρώμα; «Καταχρηστικώτερον ουν τον τύπον φέρομεν ενταύθα απορία του κυριωτέρου». λέγει ο παραφραστής Θεμίστιος.
{186} Όταν η ψυχή παριστάνη εαυτή μόνον εικόνας, &φαντάζεται&. Όταν όμως έχη και την συνείδησιν, ότι η παριστανομένη εικών είναι εικών τούτου ή εκείνου, ην άλλοτε εκτήσατο, τότε μνημονεύει. Αύτη είναι η διαφορά μνήμης και φαντασίας.
{187} Αμφιβάλλομεν αν είναι μνήμη ή φαντασία• λ.χ. Ήκουσα λόγον παρά του Α. Έπειτα αναπολώ τον λόγον, αλλά δεν ενθυμούμαι από ποίον ήκουσα αυτόν και ερωτώ, αν εγώ τον έπλασα ή παρ' άλλου ήκουσα. Όταν δε ενθυμηθώ ότι παρ' άλλου έλαβον, τότε γίνεται μνήμη, ενώ πρότερον ήτο απλούν έν νόημα. Δύσκολον είναι λοιπόν να ορίσωμεν αν μνήμαί τινες είναι απλώς πλάσματα φαντασίας ή πραγματικαί παρελθούσαι εμπειρίαι, διότι η φαντασία είναι ανακλαστική (αισθητική) και πλαστική (λογιστική). Αλλ' είναι αδύνατον να έχωμεν ασυνείδητον μνήμην. Εφ' όσον δεν έχει τις την συνείδησιν, ότι εικών τις ή εμπειρία υπήρξε πρότερον, αύτη είναι φάντασμα και ουχί μνημόνευμα.
{188} Το οποίον νοεί και δεν ενθυμείται.
{189} Πρότερον είπεν, ότι ενίοτε την μνήμην άλλου πράγματος υπολαμβάνει τις ως ιδικήν του επινόησιν. Άλλοτε συμβαίνει το αντίστροφον, τα πλάσματα της φαντασίας του εκλαμβάνει τις ως αντικειμενικά, ως μνήμας άλλων πραγμάτων.
{190} Αλλοιώσεις καταστάσεως, ανατροπάς.
{191} Η κοινή αίσθησις, ήτις αντιλαμβάνεται την κίνησιν, αντιλαμβάνεται και τον χρόνον, όστις είναι το μέτρον της κινήσεως
***
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β'.
&Περί αναμνήσεως• κατά τι διαφέρει από της μνήμης και της αισθήσεως. Συνειρμοί παραστάσεων. Στάδια α διέρχεται η ψυχή, ίνα αναμνησθή τινος. Αποτελέσματα του εθισμού. Σπουδαιότης του χρόνου εν τη αναμνήσει. Η ανάμνησις προνόμιον του ανθρώπου. Σχέσεις αυτής προς τα όργανα του σώματος. Κάματος και ταραχή ψυχής.&
1. Υπολείπεται να ομιλήσωμεν περί της αναμνήσεως{192}. 2. Και πρώτον πρέπει να λάβωμεν ως βάσεις όσας αληθείας είπομεν εις τους &επιχειρηματικούς& λόγους {193}. Τω όντι, η ανάμνησις δεν είναι ούτε επανάληψις ούτε λήψις (πρώτη απόκτησις) μνήμης. Διότι όταν τις πρώτην φοράν μάθη τι ή πάθη (εντύπωσίν τινα) ούτε μνήμην καμμίαν επαναλαμβάνει{194}, διότι δεν υπήρξε πρότερον μνήμη, ούτε τότε πρώτην μνήμην λαμβάνει. Αλλά μόνον αφού γίνη η απόκτησις της γνώσεως ή του πάθους, τότε μόνον δύναται να υπάρξη μνήμη. Ώστε η μνήμη δεν συμβαίνει εις την ψυχήν ομού με την παραγωγήν της εντυπώσεως. 3. Προσέτι δε ότε κατά πρώτον γίνεται η εντύπωσις εις την ψυχήν εν μια αδιαιρέτω στιγμή, το μεν πάθος τούτο υπάρχει έκτοτε εις τον παθόντα, όπως και η γνώσις, εάν πρέπη να είπωμεν γνώσιν την πρώτην εκείνην απόκτησιν ή την εντύπωσιν, (δεν υπάρχει δε κανέν κώλυμα) και κατά συμβεβηκός (εμμέσως) να ενθυμώμεθά{195} τινα, εξ εκείνων τα οποία γινώσκομεν{196}. Αλλ' όμως η ενέργεια της μνήμης καθ' εαυτήν δεν υπάρχει, εάν μη πρότερον παρέλθη χρόνος τις• διότι ενθυμείταί τις τώρα εκείνο, το οποίον είδεν ή έπαθεν πρότερον• δεν ενθυμείται όμως τώρα εκείνο, όπερ έπαθε τώρα (πάσχει). 4. Είναι φανερόν ακόμη ότι δύναται να ενθυμήταί τις ό,τι δεν αναμιμνήσκεται τώρα, αλλ' ό,τι κατ' αρχάς ησθάνθη ή έπαθέ ποτε {197}. Αλλ' όταν επαναλαμβάνη τις το αίσθημα ή την γνώσιν ην είχε πρότερον, ή εν γένει εκείνο, του οποίου την κατοχήν (έξιν) εκαλέσαμεν μνήμην, τούτο είναι η ανάμνησις, τούτο είναι το αναμιμνήσκεσθαι μίαν των ειρημένων ψυχικών κτήσεων{198}. Μετά δε το μνημονεύειν η μνήμη επακολουθεί. Βεβαίως ούτε τα φαινόμενα ταύτα, εάν πρότερον υπήρξαν και πάλιν αναπλάττωνται εις την ψυχήν, ακολουθούσι την αυτήν τάξιν, αλλά μέρος μεν αναπλάττεται ούτω, μέρος δε άλλως• διότι ο αυτός άνθρωπος {199} δύναται δις να μάθη και να εύρη το αυτό πράγμα. Πρέπει λοιπόν να διακρίνωμεν την ανάμνησιν από ταύτης {200}, και εν τη αναμνήσει υπάρχουσιν εν τη ψυχή αρχαί (αναπλάσεως) περισσότεραι παρά όταν αρχίζη τις να μανθάνη {201}.
5. Γίνονται δε αι αναμνήσεις, ότε φυσικώς ωρισμένη τις κίνησις γίνεται έπειτα από άλλην ωρισμένην {202}. Εάν λοιπόν εξ ανάγκης γίνεται αύτη η διαδοχή των κινήσεων, φανερόν είναι ότι, όταν εκείνη η κίνησις γίνη, θα γίνη και αύτη. Εάν όμως η διαδοχή δεν γίνεται αναγκαίως, αλλά συνήθως, τότε ως επί το πλείστον θα επακολουθήση η δευτέρα την πρώτην. Συμβαίνει δέ τινες δια μιας μόνης εντυπώσεως να αποκτήσωσι (συνήθειαν) έθος περισσότερον ή άλλοι, οίτινες έλαβον πολλάς εντυπώσεις. Διά τούτο πράγματά τινα, αφού τα ίδωμεν άπαξ, τα ενθυμούμεθα περισσότερον παρά άλλους, οίτινες τα είδον πολλάκις. Όταν λοιπόν αναμιμνησκώμεθα τι (ξαναθυμώμεθα), τότε επαναλαμβάνομεν τινάς των προτέρων κινήσεων, έως ου επαναλάβωμεν την κίνησιν μετά την οποίαν ακολουθεί συνήθως η ζητουμένη. Διά τούτο και ζητούμεν σειράν εν τω νω αρχίζοντες από του παρόντος αντικειμένου ή άλλου και από ομοίου ή εναντίου ή συνεχούς (πλησίον κειμένου) {203}. Διά της ενεργείας δε ταύτης γίνεται η ανάμνησις. Διότι αι εκ ταύτης ψυχικαί κινήσεις, άλλοτε μεν είναι αι αυταί, άλλαι δε σύγχρονοι {204}, άλλαι δε περιέχουσιν έν μέρος του ζητουμένου, ώστε το υπόλοιπον, το οποίον θα τεθή εις κίνησιν ύστερον από εκείνο, είναι μικρόν. Ζητούσι λοιπόν ούτω (τοιαύτας παραστάσεις) ίνα αναμνησθώσί τι.
6. Και χωρίς συνειδητής ζητήσεως ούτω {205} αναμιμνήσκονται, όταν η κίνησις εκείνη (η ζητουμένη) γίνεται ως επακολούθημα μιας άλλης. Ως επί το πλείστον όμως η κίνησις εκείνη γίνεται, αφού γίνωσι άλλαι πολλαί κινήσεις εξ εκείνων, τας οποίας είπομεν {206} 7. Ουδεμία δε υπάρχει ανάγκη να εξετάζωμεν πως ενθυμούμεθα πράγματα ή μακράν κείμενα ή από πολλού παρελθόντα, αλλά μόνον τα εγγύς ημών. Διότι είναι φανερόν ότι είναι ο αυτός τρόπος — εννοώ δηλαδή την μέθοδον της διαδοχής και ακολουθίας των κινήσεων άνευ προηγηθείσης ζητήσεως{207} αυτής και άνευ αναμνήσεως αυτής. Διότι αι ψυχικαί κινήσεις ακολουθούσιν η μία μετά την άλλην διά τινος συνηθείας, αύτη π.χ. μετά ταύτην{208}. Και όταν λοιπόν θέλη τις να αναμνησθή τι, τούτο θα πράξη: θα ζητήση να εύρη αρχικόν σημείον κινήσεως (παράστασιν), μετά την οποίαν θα έλθη η ζητουμένη. 8. Διά τούτο κάλλιστα και τάχιστα γίνονται αι αναμνήσεις, όταν η ψυχή ορμάται εκ της αρχής αυτών• διότι οίας τα πράγματα σχέσεις έχουσι μεταξύ των εν τη τάξει του συνειρμού των, τοιαύτας έχουσι και αι κινήσεις της ψυχής {209}. Και εκείνα ευκόλως απομνημονεύονται, τα οποία έχουσι τάξιν τινά, καθώς είναι αι μαθηματικαί γνώσεις, τα δε (μη έχοντα τάξιν) κακώς και δυσκόλως απομνημονεύονται. Και κατά τούτο διαφέρει η ανάμνησις από δευτέρας μαθήσεώς τινος {210}, καθ' ότι ο αναμιμνησκόμενος δύναται τρόπον τινά αφ' εαυτού να κινήται προς τα επακολουθούντα μετά την αρχικήν κίνησιν όταν όμως δεν δύναται να κινήται αφ' εαυτού, αλλά διά της βοηθείας άλλου (του διδασκάλου), τότε πλέον δεν ενθυμείται (αλλά μανθάνει). Πολλάκις συμβαίνει να μη δύναται να ενθυμηθή τι {211} δύναται όμως να ζητήση και να το εύρη{212}. Και επιτυγχάνει τούτο ποιών πολλάς κινήσεις, έως ου κάμη τοιαύτην κίνησιν, μετά την οποίαν θα ακολουθήση το ζητούμενον πράγμα. Διότι η μνήμη είναι ακριβώς η εν τη ψυχή ύπαρξις κινητικής δυνάμεως {213} τοιαύτης, ώστε τις εξ εαυτού και εκ των κινήσεων, ας δύναται να ποιή, να έρχηται εις την κίνησιν (την ζητουμένην) ως είπομεν. Πρέπει δε να λαμβάνη τις τα πράγματα εκ της αρχής των. Διά τούτο ενίοτε η ανάμνησις φαίνεται ότι γίνεται εξ αφορμής τοπικών σχέσεων {214}. Αίτιον δε τούτου είναι, ότι η ψυχή ταχέως μεταβαίνει απ' άλλου εις άλλο πράγμα, π.χ. από (της παραστάσεως) του γάλακτος μεταβαίνει εις την του λευκού, από της του λευκού εις την του αέρος, και από ταύτης εις την του υγρού, εκ δε ταύτης ενθυμείται το φθινόπωρον, ήτοι την εποχήν την οποίαν ακριβώς εζήτει.
9. Φαίνεται δε ότι γενικώς η αρχή (η αφετηρία) είναι το μέσον της όλης σειράς, διότι αν δεν ενθυμήταί τις πρότερον, θα ενθυμηθή όταν φθάση εις το μέσον, άλλως ούτε πλέον ούτε άλλοθεν θα δυνηθή να αναμνησθή. Ούτως έστω ότι διέρχεται εν τω νω {215} την σειράν α, β, γ, δ, ε, ζ, η, θ. Εάν δεν ενθυμήται όταν είναι εις το θ {216}, θα ενθυμηθή όταν θα είναι εις το ε, αν ζητή ή το ζ ή το η, διότι εκ του ε δύναται να κινήται προς τα δύο μέρη και προς το δ και προς το ζ {217}. Εάν δε δεν ζητή κανέν εκ τούτων, όταν έλθη εις το γ, θα ενθυμηθή [αν ζητή το η ή το ζ], Εάν δεν ενθυμήται ακόμη εις το γ, θα ενθυμηθή ερχόμενος μέχρι του α και πάντοτε ούτω {218}. 10. Αίτιον δε του ότι ωρμώμενοι εκ του αυτού πράγματος ενίοτε συμβαίνει να ενθυμώμεθα, ενίοτε όμως όχι, είναι ότι η ψυχή δύναται να κινήται προς πολλάς παραστάσεις ορμωμένη από μιας μόνης αρχής, π.χ. από του γ δύναται να μεταβή εις το β ή το δ. Εάν λοιπόν η κίνησις δεν είναι από πολλού χρόνου οικεία, ή ψυχή κινείται προς το συνηθέστερον εις αυτήν, διότι η συνήθεια είναι μία (δευτέρα) φύσις. Διά τούτο τα πράγματα (παραστάσεις), τα οποία έχομεν πολλάκις και εις τον νουν ημών, ταύτα ταχέως αναμιμνησκόμεθα. Διότι καθώς το πράγμα τούτο ακολουθεί φυσικώς μετά τούτο, ούτω και εις την ενέργειαν της ψυχής (υπάρχει ακολουθία). Το δε πολλάκις {219} επαναλαμβανόμενον αποτελεί (άλλην) φύσιν. Όπως δε εις τα κατά φύσιν πράγματα υπάρχουσι πράγματα παρά φύσιν, και άλλα εκ τύχης, ακόμη περισσότερον (η αταξία αύτη) συμβαίνει εις τα εκ συνήθειας πράγματα, εις τα οποία ο όρος φύσις δεν εφαρμόζεται ομοίως. Ώστε η ψυχή δύναται ενίοτε να κινήται κατά μίαν ή άλλην διεύθυνσιν, και μάλιστα όταν αποσπάται από πρώτου σημείου και εκ τούτου μεταβαίνει εις άλλο. Και διά τούτο όταν είναι ανάγκη να ενθυμηθώμεν όνομα τι και ενθυμούμεθα άλλο παρόμοιον, τότε ως προς το ζητούμενον σολοικίζομεν {220}.
11. Η ανάμνησις λοιπόν συμβαίνει κατά τον τοιούτον τρόπον{221}. 12. Αλλά το σπουδαιότατον πάντων{222} είναι ότι πρέπει να γνωρίζωμεν τον χρόνον είτε μετά (διορισμού) μέτρου είτε απροσδιορίστως. Έχει δέ τι {223} η ψυχή δι' ου διακρίνει τον περισσότερον και τον ολιγώτερον χρόνον. Και εύλογον είναι ότι κρίνει τον χρόνον καθώς και τα μεγέθη. Διότι νοώμεν τα μεγάλα και τα μεμακρυσμένα πράγματα, ουχί διότι η διάνοια {224} εκτείνεται εκεί, καθώς λέγουσί τίνες ότι εκτείνεται η όψις, (διότι δύναται να νοή ομοίως και τα μη υπάρχοντα {225}, αλλά διά κινήσεως αναλόγου. Διότι υπάρχουσιν εν τη ψυχή τα όμοια σχήματα και αι κινήσεις αι όμοιαι (με τα πράγματα ταύτα). 13. Κατά τι λοιπόν διαφέρει αν νοή η ψυχή τα μεγαλείτερα πράγματα {226} ή τα μικρότερα; Τω όντι πάντα τα εντός είναι μικρότερα, αλλ' έχουσιν αναλογίας προς τα εκτός. Είναι δυνατόν ίσως, όπως δυνάμεθα να εύρωμεν αναλογίας εις τα σχήματα εντός της ψυχής, ούτω και εις τα χρονικά διαστήματα. Εις το έναντι σχήμα {227},
/Θα πρέπει να σημειωθεί ότι κανένα σημείο δεν έχει ονομαστεί θ στο
σχέδιο, αν και το κάτωθι λεκτικό αναφέρεται στις γραμμές κθ, θε.  Αν
δε κανείς διορθώσει το σημείο ξ σε σημείο θ, τότε η νοητή γραμμή θε
δεν είναι ζωγραφισμένη στο σχήμα/
εάν τις κάμη την κίνησιν αβ βε, θα κάμη και την αγ γδ, διότι είναι ανάλογοι αι αγ γδ προς τας αβ βε. Διατί λοιπόν θα κινηθή μάλλον κατά την γδ παρά κατά την ζη; Άρά γε διότι η αγ τοιούτον λόγον έχει προς την αβ, οίον η κθ προς την κρ; Διότι η ψυχή κάμνει τας κινήσεις (γραμμάς) ταύτας συγχρόνως. Αλλ' εάν θέλη να νοήση την ζη, νοεί ομοίως την βε, αντί δε της θε νοεί την κλ, διότι αι γραμμαί αυταί (ζη και βε) είναι μεταξύ των όπως η ζα είναι προς την βα.
14. Όταν λοιπόν η κίνησις του πράγματος και η κίνησις του χρόνου γίνωνται συγχρόνως εν τη ψυχή, τότε αύτη ενεργεί διά της μνήμης {228}. Εάν δε υπολαμβάνη τις ότι κάμνει τον συγχρονισμόν τούτον χωρίς πραγματικώς να τον κάμνη, ούτος υπολαμβάνει μόνον ότι ενθυμείται. Διότι δύναται τις να απατάται {229} και να νομίζη, ότι ενθυμείται χωρίς να ενθυμήται. Όταν δε τις ενεργή διά της μνήμης δεν είναι δυνατόν να μη το πιστεύη, αλλά να αγνοή ότι ενθυμείται, διότι τούτο είναι αυτή η μνήμη. Αλλ' εάν η κίνησις του πράγματος γίνηται άνευ της του χρόνου, ή η κίνησις του χρόνου άνευ της του πράγματος, τότε δεν μνημονεύομεν. Η κίνησις δε του χρόνου είναι δύο ειδών. Άλλοτε μεν δεν ενθυμείται τις το πράγμα μετά χρονικού μέτρου (διορισμού), ότι λ. χ. εποίησέ τι προ τριών ημερών, (αλλά μόνον ότι εποίησεν αυτό ένα καιρόν). Άλλοτε δε ενθυμείται και μετά μέτρου χρονικού. Αλλ' όμως ενθυμείται και εάν δεν κατέχη τον διορισμόν τούτον και συνήθως λέγουσιν οι άνθρωποι, ότι ενθυμούνται μεν (το πράγμα), αλλά πότε συνέβη ακριβώς δεν γνωρίζουσιν, όταν δεν γνωρίζωσι του πότε το ακριβές μέτρον.
15. Εν τοις προηγουμένοις είπομεν, ότι δεν είναι οι αυτοί άνθρωποι μνημονικοί και αναμνηστικοί. 16. Διαφέρει όμως η μνήμη από την ανάμνησιν όχι μόνον κατά τον χρόνον {230}, αλλά καθ' ότι μνήμην έχουσι και άλλα ζώα εκτός του ανθρώπου, ανάμνησιν όμως ουδέν, ούτως ειπείν, εκ των γνωστών ζώων έχει, αλλά μόνον ο άνθρωπος. Αίτιον δε τούτου είναι το ότι η ανάμνησις είναι ως συλλογισμός τις {231}, διότι, όταν αναμιμνήσκηται τις, κάμνει τον συλλογισμόν, ότι πρότερον είδεν ή ήκουσεν ή έπαθε τοιαύτην εμπειρίαν του πράγματος και τότε γίνεται εν είδος ζητήσεως {232}. Αλλά τούτο συμβαίνει φυσικώς εις μόνα τα ζώα, τα οποία έχουσι την δύναμιν της (διασκεπτικής) βουλήσεως, το δε βουλεύεσθαι είναι συλλογισμός τις
17. Ότι δε το πάθος τούτο (η μνήμη και η ανάμνησις) είναι εν μέρει σωματικόν και ότι η ανάμνησις είναι ζήτησις εικόνος εν οργάνω σωματικώ {233} αποδεικνύει η ταραχή τίνων, όταν δεν δύνανται να ενθυμηθώσί τι και όταν, ενώ εμποδίζουσι την διάνοιάν των και ενώ έτι προσπαθούσι να μη ενθυμηθώσι πλέον, ουχ ήττον ενθυμούνται, όπως τούτο πάσχουσι προ πάντων οι μελαγχολικοί, διότι τούτους κινούσι προ πάντων αι εικόνες της φαντασίας. Αίτιον δε του να μη έχωσιν εις την εξουσίαν των την ανάμνησίν των είναι ότι, καθώς οι ρίπτοντες λίθους δεν δύνανται να σταματήσωσιν αυτούς, ούτω και ο θέλων να αναμνησθή και επιζητών τι, θέτει εις κίνησιν σωματικόν τι όργανον, εις το οποίον συμβαίνει το πάθος τούτο{234}. Περισσότερον δε πάντων ενοχλούνται εκείνοι, εις τους οποίους τύχη να υπάρχη υγρότης πέριξ του αισθητικού τόπου (της καρδίας). Διότι η υγρότης {235} άπαξ κινηθείσα δεν παύεται ευκόλως, εάν μη φθάση εις το ζητούμενον ή αν μη η κίνησις λάβη την προσήκουσαν πορείαν της. 18. Διά τούτο και θυμοί και φόβοι, όταν άπαξ κινήσωσί τι, καίτοι πάλιν ταύτα αντενεργούσι κατ' εκείνων, δεν ησυχάζουσιν, αλλ' επιμένουσιν εις τους σκοπούς των. Και ομοιάζει το πάθος {236} με το των ονομάτων και ασμάτων και λέξεων, όταν εις τι εκ τούτων δίδομεν βιαίαν εκφοράν διά του στόματος, διότι μας έρχεται να το άδωμεν ή να το λέγωμεν, και αφού ήδη παύσωμεν και δεν θέλωμεν να το επαναλάβωμεν.
19. Οι δε έχοντες το άνω μέρος του σώματος λίαν μέγα και οι ομοιάζοντες προς τους νάνους έχουσιν ολιγωτέραν μνήμην παρά τους εναντίους (κατά την σωματικήν μορφήν), διότι έχουσι πολύ βάρος επί του αισθητικού κέντρου (της καρδίας), και διότι αι αρχικαί κινήσεις δεν δύνανται να εμμένωσιν εις αυτό, αλλά διαλύονται και δεν δύνανται πλέον κατά την ανάμνησιν να επανέρχωνται ευκόλως και ευθέως.
20. Οι δε παρά πολύ νέοι και οι λίαν γέροντες δεν έχουσι καλήν μνήμην εξ αιτίας της κινήσεως των, διότι ούτοι μεν ευρίσκονται εις πολλήν φθοράν, εκείνοι δε εις πολλήν αύξησιν. Προσέτι τα παιδία είναι ως οι νάνοι μέχρις ότου προχωρήσωσιν εις ηλικίαν {237}.
Περί της δυνάμεως λοιπόν της μνήμης και της ενεργείας αυτής είπομεν ποία είναι η φύσις αυτών, και διά τίνος μέρους της ψυχής ενθυμούνται τα ζώα. Και περί της αναμνήσεως είπομεν τι είναι, και πώς γίνεται και διά ποίαν αιτίαν.
***
{192} Η ανάμνησις είναι η ενέργεια, δι' ης συμπληρούμεν μνήμην ατελή• είναι λοιπόν προσπάθεια του νου ίνα συνενώση τα μέρη μνήμης, α κατέχομεν ήδη, και ανασυστήση ολόκληρον την μνήμην.
{193} Ούτοι είναι τα «&Προβλήματα&», κατ' άλλους δε αι απορίαι αι εκτιθέμεναι εν τω Κεφ. Α' της παρούσης πραγματείας.
{194} Τούτο θα ήτο η ανάμνησις, ανανέωσις μνήμης.
{195} Ανατρέχοντες εις το παρελθόν.
{196} Νυν νοούντες ή αισθανόμενοι αυτά. Αδύνατον λοιπόν να συγχύσωμεν μάθησιν και μνήμην, αλλά καταχρηστικώς δυνάμεθα να είπωμεν ότι ενθυμούμεθα τι όπερ μανθάνομεν, λ. χ., δευτέραν φοράν.
{197} Διότι τούτο θα ήτο απλή πράξις μνήμης.
{198} Ούτως η ανάμνησις συνίσταται εις το αναπλάττειν, διά της βοηθείας μιας μόνης παραστάσεως, πάσας τας μετ' αυτής συνδεδεμένας.
{199} Αν η ανάμνησις ήτο μόνον τελεία ανάπλασις, θα ήτο η αυτή και η επιστήμη ήτις μας διδάσκει εκ δευτέρου ό,τι ήδη εμάθομεν.
{200} Από της μαθήσεως και ανακαλύψεως, εν αις δι' ωρισμένης και ακριβούς πορείας δύναται να επιτευχθή δις εξαγόμενόν τι. Εν τη αναμνήσει δεν υπάρχει η αυτή σταθερότης εις την πορείαν• διότι ου μόνον πολλαί υπάρχουσι μορφαί διεγέρσεως και συνειρμών, αλλά και ερεθισμός τις δύναται να μη φέρη το αυτό αποτέλεσμα εις δύο διαφόρους περιπτώσεις.
{201} Όταν το πρώτον μανθάνη τις τι, ορμάται εξ ατελούς καταστάσεως. Όταν όμως θέλη να αναμνησθή τι, δέον να έχη ήδη τα στοιχεία της μνήμης.
{202} Μετά το πυρ η θερμότης, μετά τον ήλιον το φως.
{203} Από της παρούσης (νυν) εικόνος λύρας ενθυμούμαι προτέραν λύραν, είτα μουσικόν —ωδήν—. Από της εικόνος, (όμοιον) το πρωτότυπον, από του ψυχρού (εναντίον) το θερμόν. Εκ της κατοικίας μου τας παρακειμένας οικίας.
{204} Με την ζητουμένην.
{205} Αρκεί μέρος της μνήμης, όπερ έρχεται εις την ψυχήν άνευ παρεμβάσεως της βουλήσεως, ίνα εξεγείρη την όλην μνήμην.
{206} Ήτοι αι κινήσεις ή αι παραστάσεις ας ανέπλασαν τα όμοια, ή τα εναντία ή τα εγγύς.
{207} Ήτοι δι' απλής ενεργείας μνήμης.
{208} Ούτω και όταν αναμιμνήσκεται πράγματα τα οποία προ πολλού εγνώρισε.
{209} Τας οποίας τα πράγματα προξενούσιν εις την ψυχήν
{210} Η νέα μάθησίς τινος γίνεται βεβαίως, όταν μαθόντες άλλοτε αυτό ελησμονήσαμεν έπειτα.
{211} Ή μάλλον να αναμνησθή.
{212} Χωρίς να έχη δεδομένον τι προηγουμένως, ου η κατοχή θα απετέλει την ανάμνησιν.
{213} Αύτη η δυνάμει ενυπάρχουσα διεγερτική εμπειρία ανακινεί τας διαφόρους μνήμας, εξ ων θα πορισθή τις την ζητουμένην τελείαν μνήμην.
{214} Το κείμενον λέγει «από τόπων», κατά δε τον Θεμίστιον «τόπους λέγομεν ή τας αρχάς, αίτινες πρέπει να υπάρχωσιν εν τη ψυχή, ή τους κατά τα σύστοιχα και τα όμοια και τα εναντία, ή τους σωματικούς και τας εν τούτω ή εκείνω τω μέρει θέσεις».
{215} Ίνα εύρη το ζητούμενον.
{216} Όταν βαίνη προς τα δεξιά.
{217} Προς το δ, όπερ προηγείται του ε αριστερόθεν, και προς το ε ήτοι προς τα επόμενα μετά το ε δεξιόθεν.
{218} Εάν η σειρά ήτο ακόμη μακροτέρα.
{219} Η συχνή επανάληψις.
{220} O θέλων να αναμνησθή τον Λεωφάνην, εάν αναμνησθή τον Λεωσθένην, εσολοίκισεν (έσφαλεν) ως προς τον Λεωφάνην (Θεμίστιος).
{221} Εν τοις επομένοις συγκρίνονται η μνήμη και η ανάμνησις.
{222} Εν τη μνήμη και εν τη αναμνήσει.
{223} Την κοινήν αίσθησιν.
{224} Διάνοια είναι ενέργεια νου μετά φαντασίας.
{225} Δεν είναι ανάγκη να αισθάνηται η ψυχή τα παρόντα, ίνα τα εννοή. Αρκεί άπαξ να τα αισθανθή, ίνα δύνηται να τα παριστάνη εν τη απουσία των.
{226} Μη έχοντα διαστάσεις ίσας προς τας της πραγματικότητος.
{227} Διά γεωμετρικών σχημάτων αναλόγων θα δειχθή πώς εισάγεται αναλογία εν τη ψυχή μεταξύ των παραστάσεων των αντικειμένων και αυτών των αντικειμένων, και ότι είτε τα πράγματα είτε τας εικόνας των θεωρήσωμεν, αι αναφοραί μένουσιν αι αυταί, και η ψυχή δύναται να κρίνη περί των μεν όσον και περί των δε. Εκ των δύο τριγώνων το μικρότερον και εσωτερικόν αβε παριστά τα πράγματα, α νοεί η ψυχή, το δε μεγαλείτερον και εκτός είναι ο χρόνος, ον αντιλαμβάνεται ομού με τα νοήματα. Αποδεικνύεται δε ότι «μνημονεύοντες ή αναμιμνησκόμενοι εξ ανάγκης και τον πληρούντα χρόνον συνεννοούμεθα» - Θεμίστιος. O Freudenthal εν τω Rhein. Museum vol 24 p. 416 εξηγεί το δυσχερές τούτο χωρίον του Αριστοτέλους διά του εξής σχήματος:
αβ και βε παριστώσιν αντιλήψεις διά των αισθήσεων• αζ και ζη εξωτερικά αντικείμενα, αγ και γδ εννοίας ή συλλήψεις, μθ και θι χρόνον αντικειμενικώς θεωρούμενον, μκ. κλ. χρόνον υποκειμενικώς θεωρούμενον. Επομένως η ισότης των λόγων αβ/βε=αγ/γδ=αζ/ζη δηλοί ότι αισθητικαί παραστάσεις ή εικόνες της φαντασίας τοιαύτην έχουσι σχέσιν προς αλλήλας οίαν αι αντίστοιχοι έννοιαι. αβ/βε=αζ/ζη δηλοί, ότι αι αισθητικαί παραστάσεις έχουσι τοιαύτην σχέσιν προς αλλήλας οίαν και τα εξωτερικά αντικείμενα προς άλληλα. ζη/βε=θι/κλ δηλοί, ότι εξωτερικά αντικείμενα τοιαύτην σχέσιν έχουσι προς τας αισθητικάς αντιλήψεις, οίαν ο αντικειμενικός χρόνος προς τον υποκειμενικόν χρόνον.
{228} Και της αναμνήσεως. Άνευ της συνειδήσεως του χρόνου, θα νομίζωμεν ουχί ότι ενθυμούμεθα προηγούμενα, αλλ' ότι τώρα πρώτον τα παριστάνομεν.
{229} Διττώς απατάται η μνήμη. 1ον. Όταν εναλλάσσωνται τα μνημονευόμενα πράγματα και αι εικόνες• π.χ. βλέπω την εικόνα του Α και υπολαμβάνω ότι είναι η του Β. Νομίζω λοιπόν ότι ενθυμούμαι τον Β ενώ πραγματικώς ενθυμούμαι τον Α. 2ον. Όταν ενθυμώμεθά τι, αλλά δεν έχομεν συνείδησιν τούτου και ομοιάζομεν προς τον ονειρώττοντα, όστις δεν συναισθάνεται, ότι ονειρώττει.
{230} Διότι η μνήμη είναι προτέρα της αναμνήσεως.
{231} Όπως ο συλλογιζόμενος συνδέει πρότασιν με πρότασιν, ούτω και ο αναμιμνησκόμενος συνδέει τα μικρότερα με τα μεγαλείτερα
{232} Εις την εκουσίαν ανάμνησιν μεταχειριζόμεθα τους νόμους του συνειρμού βεβουλευμένως και εσκεμμένως• εις την αυθόρμητον ανάμνησιν οι αυτοί νόμοι εφαρμόζουσιν, αλλά δεν τους μεταχειριζόμεθα εσκεμμένως.
{233} Εν μεν τη αναμνήσει η οργανική πορεία γίνεται εκ των έσω προς τα όργανα της αισθήσεως, τουναντίον δε εν τη αισθήσει η πορεία γίνεται εκ της περιφερείας προς τα κέντρον. (Περί Ψυχής Α, 4).
{234} Η ζητουμένη εμπειρία.
{235} Ή άλλως: αυτοί ούτο δεν υσυχάζουσιν ευκόλως άπαξ κινηθέντες, έως ου τύχωσι του ποθουμένου ή η κίνησις λάβη τον οικείον δρόμον.
{236} Κατά το οποίον η ψυχή δεν είναι κυρία εαυτής και των αναμνήσεων αυτής.
{237} Διότι π.χ. επί μακρόν χρόνον έχουσι κεφαλήν δυσανάλογον.
***



Α Ρ Ι Σ Τ Ο Τ Ε Λ Ο Υ Σ




ΠΕΡΙ ΥΠΝΟΥ ΚΑΙ ΕΓΡΗΓΟΡΣΕΩΣ




ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α'.

&Ζητήματα περί ύπνου και εγρηγόρσεως και ονείρων και μαντικής. O ύπνος και η εγρήγορσις ανήκουσιν εις το αισθητικόν — είναι κοινά του σώματος και της ψυχής —διαδέχονται άλληλα—υπάρχουοιν εις πάντα τα ζώα και εις ουδέν φυτόν&
1. Περί δε του ύπνου και της εγρηγόρσεως πρέπει να εξετάσωμεν τι είναι ταύτα και αν είναι φαινόμενα ίδια μόνης της ψυχής, ή μόνου του σώματος, ή είναι κοινά και εις τα δύο. Και αν είναι κοινά και εις τα δύο, εις ποίον μέρος της ψυχής ή του σώματος ανήκουσι; και διά ποίαν αιτίαν υπάρχουσιν εις τα ζώα; Και πάντα τα ζώα έχουσι και τα δύο ταύτα, ή άλλα μεν έχουσι τον ύπνον μόνον, άλλα δε την εγρήγορσιν; Ή άλλα μεν ουδέν εξ αυτών έχουσιν, άλλα δε έχουσι και τα δύο συγχρόνως; 2. Προς τούτοις πρέπει να εξετάσωμεν τι είναι το ενύπνιον, και διά ποίαν αιτίαν οι άνθρωποι όταν κοιμώνται, άλλοτε μεν ονειρεύονται, άλλοτε δε όχι; Ή συμβαίνει πάντοτε να ενυπνιάζωσιν, όταν κοιμώνται, αλλά δεν ενθυμούνται τα ενύπνια; Και αν τούτο γίνηται, διά ποίαν αιτίαν γίνεται; 3. Και είναι δυνατόν να προβλέπη τις (με τα ενύπνια) τα μέλλοντα ή όχι; και αν είναι δυνατόν, κατά ποίαν σημασίαν είναι δυνατόν τούτο; και μόνον τας πράξεις, αι οποίαι μέλλουσι να γίνωσιν υπό ανθρώπου προβλέπει ή και εκείνα, των οποίων αιτία είναι η θεία δύναμις και όσα γίνονται φυσικώς ή αυτομάτως {238};
4. Και πρώτον τούτο βέβαια είναι φανερόν, ότι ο ύπνος και η εγρήγορσις συμβαίνουσιν εις το αυτό μέρος του ζώου• διότι είναι εναντία προς άλληλα, και ο ύπνος φαίνεται ότι είναι μία στέρησις της εγρηγόρσεως• πάντοτε δε τα εναντία, και εις τα πράγματα τα οποία δεν κάμνει η φύσις (τα τεχνητά), και εις εκείνα τα οποία η φύσις κάμνει, τα εναντία φαίνονται ότι συμβαίνουσιν εις έν και το αυτό όργανον, όπερ δύναται να τα δέχηται, και είναι πάθη του αυτού πράγματος. Τοιαύτα είναι λ. χ. υγιεία και νόσος {239}, κάλλος και ασχημία{240}, δύναμις και αδυναμία, όρασις και τυφλότης {241}, ακοή και κωφότης. 5. Προσέτι και εκ των ακολούθων είναι φανερόν (ότι είναι εναντία ο ύπνος και η εγρήγορσις)• δήλα δή διά του αυτού μέσου διά του οποίου αναγνωρίζομεν τον γρηγορούντα (έξυπνον), διά του αυτού αναγνωρίζομεν και τον κοιμώμενον διότι εκείνον όστις αισθάνεται, νομίζομεν ότι γρηγορεί, και νομίζομεν ότι πας γρηγορών αισθάνεται ή τι εκ των συμβαινόντων έξω {242}, ή τινάς εκ των κινήσεων, αι οποίαι γίνονται εντός αυτού{243}. Αν λοιπόν η εγρήγορσις συνίσταται εις ουδέν άλλο παρά εις την αίσθησιν, φανερόν είναι, ότι δι' εκείνου δι' ου αισθάνονται τα ζώα, γρηγορούσι τα γρηγορούντα και κοιμώνται τα κοιμώμενα.
6. Επειδή δε η αίσθησις δεν ανήκει εις την ψυχήν μόνον, ούτε εις το σώμα μόνον, διότι η ενέργεια ανήκει εις τούτο, εις το οποίον ανήκει η δύναμις, η δε λεγομένη αίσθησις, ως ενέργεια, είναι μία κίνησις της ψυχής διά του σώματος (διδομένη εις αυτήν), είναι φανερόν ότι το πάθος τούτο (η αίσθησις) δεν είναι ίδιον της ψυχής μόνης, και ότι άψυχον σώμα δεν είναι δυνατόν να αισθάνηται. Επειδή δε προσδιωρίσαμεν πρότερον εις άλλα συγγράμματα, περί των λεγομένων μερών της ψυχής, και ότι το θρεπτικόν δύναται να υπάρχη χωριστά από τα άλλα μέρη εις τα έχοντα ζωήν, κανέν όμως από τα άλλα δεν δύναται να υπάρχη άνευ τούτου, είναι φανερόν, ότι όσα εκ των ζώντων έχουσιν αύξησιν μόνον και φθίσιν, ταύτα ούτε ύπνον ούτε εγρήγορσιν έχουσιν. Τοιαύτα δ' είναι τα φυτά• διότι τα φυτά δεν έχουσι το αισθητικόν όργανον {244}, είτε χωριστόν από του θρεπτικού είτε μη χωριστόν• διότι κατά την δύναμιν και κατά τον τρόπον του είναι τα όργανα ταύτα είναι χωριστά {245}. 7. Ομοίως {246} δε είναι φανερόν και ότι ουδέν ζώον υπάρχει, όπερ πάντοτε γρηγορεί ή πάντοτε κοιμάται, αλλά και τα δύο ταύτα πάθη υπάρχουσιν εις τα αυτά ζώα ομού {247}. Διότι αν υπάρχη ζώον έχον αίσθησιν, τούτο δεν είναι δυνατόν να μη κοιμάται και να μη γρηγορή, διότι και τα δύο ταύτα πάθη ανήκουσιν εις την αίσθησιν του πρώτου αισθητικού {248}. Δεν είναι δε δυνατόν ούτε το έν μόνον εκ τούτων να υπάρχη πάντοτε εις το αυτό ζώον, ήτοι γένος τι ζώων να κοιμάται πάντοτε ή πάντοτε να γρηγορή. 8. Διότι όσα όργανα εκτελούσι λειτουργίαν φυσικώς, όταν υπερβώσι τον χρόνον καθ' ον δύνανται να επιτελώσι αυτήν, αναγκαίως αδυνατούσιν, όπως τα όμματα βλέποντα ούτω παύουσι πλέον να βλέπωσι. Το αυτό πάσχει και η χειρ και παν άλλο όργανον, όπερ εκτελεί έργον τι. Εάν λοιπόν όργανον τι έχον έργον το αισθάνεσθαι υπερβή τον χρόνον καθ' ον δύναται να αισθάνηται συνεχώς {249}, θα αδυνατήση και δεν θα αισθάνηται πλέον. Ώστε, αν η εγρήγορσις ορίζεται διά τούτου, διά της απαλλαγής {250} της αισθήσεως από καταστάσεως αδυναμίας, και αν πρέπη πάντοτε το έν μόνον εκ των εναντίων να είναι παρόν, το δε έτερον απόν, και αν η εγρήγορσις είναι το εναντίον του ύπνου και αν το έν ή το άλλο αυτών πρέπη να ευρίσκηται εις παν ζώον, τότε είναι αναγκαίος ο ύπνος. 9. Λοιπόν, αν ο ύπνος είναι τοιούτον πάθος, τουτέστιν αδυναμία δι' υπερβολήν εγρηγόρσεως, η υπερβολή δε της εγρηγόρσεως είναι άλλοτε μεν νοσηρά, άλλοτε δε συμβαίνει άνευ νόσου (ούτως ώστε και η αδυναμία και η παύσις αυτής θα γίνεται καθ' όμοιον τρόπον), αναγκαίον είναι να δύναται να κοιμάται παν το εγρηγορός. Διότι είναι αδύνατον να ενεργή πάντοτε. Ομοίως δε ουδέν δύναται να κοιμάται πάντοτε, διότι ο ύπνος είναι πάθος της αισθητικής δυνάμεως, όπερ είναι τρόπον τινά δέσμευσις αυτής και ακινησία. Επομένως παν ον, το οποίον κοιμάται, ανάγκη να έχη το αισθητικόν μέρος (όργανον), αισθητικόν δε είναι το δυνάμενον να αισθάνηται ενεργώς. Να ενεργή τις όμως διά της αισθήσεως εν κυριολεκτική και στενή σημασία και συγχρόνως να κοιμάται είναι αδύνατον, και διά τούτο πας ύπνος είναι κατάστασις εξ ης αναγκαίως είναι δυνατή έγερσις (εγρήγορσις) {251}.
10. Πάντα λοιπόν τα άλλα {252} ζώα είναι φανερόν ότι έχουσι το πάθος τούτο (τον ύπνον), και τα ζώντα εις το ύδωρ, και τα πτηνά και τα χερσαία. Διότι και πάντα τα γένη των ιχθύων και τα μαλάκια παρετηρήθησαν ότι κοιμώνται και πάντα τα άλλα, όσα έχουσιν οφθαλμούς• διότι είναι φανερόν ότι και τα σκληρόφθαλμα και τα έντομα κοιμώνται. Πάντα όμως τα τοιαύτα έχουσιν ολίγον ύπνον. Διό και μερικά δύνανται πολλάκις να μας διαφύγωσι την αντίληψιν αν κοιμώνται ή όχι. Τα δε οστρακόδερμα κατά τας γενομένας παρατηρήσεις δεν απεδείχθη ακόμη αν κοιμώνται. Εάν όμως είναι πειστική η δοθείσα υφ' ημών εξήγησις, τότε θα πεισθή τις, ότι ο ύπνος είναι και εις την τάξιν ταύτην. Ότι λοιπόν πάντα τα ζώα έχουσι την δύναμιν του ύπνου, είναι φανερόν εκ των ειρημένων. Διότι το ζώον έχει κύριον χαρακτηριστικόν το να έχη αίσθησιν, ωρίσαμεν δε ότι ο ύπνος είναι τρόπον τινά η ακινησία, και η δέσμευσις της αισθήσεως, η δε εγρήγορσις είναι η απαλλαγή και ελευθέρωσις αυτής. Αλλ' ουδέν των φυτών δύναται να έχη τι των παθών τούτων διότι άνευ αισθήσεως δεν υπάρχει ούτε ύπνος ούτε εγρήγορσις, όσα δε έχουσιν αίσθησιν, ταύτα και λυπούνται και χαίρουσι, όσα δε έχουσι χαράν και λύπην, έχουσι και επιθυμίαν. Αλλά τα φυτά δεν έχουσι κανέν εκ τούτων. Απόδειξις δε τούτου είναι ότι και η θρεπτική δύναμις εκτελεί την λειτουργίαν της καλύτερα κατά τον ύπνον παρά κατά την εγρήγορσιν {253}. Διότι τότε, ήτοι όταν κοιμώνται τα ζώα, τρέφονται περισσότερον και αυξάνονται, όπερ δεικνύει ότι ουδεμίαν έχουσι χρείαν της αισθήσεως διά τα δύο ταύτα.
***
{238} Αυτόματα λέγονται όσα δεν είναι δυνατόν να αναφέρωνται εις αιτίαν καλώς γνωστήν
{239} Εις το σώμα.
{240} Εις τα οργανικά.
{241} Εις την όψιν.
{242} Λ. χ. βλέπει, ακούει.
{243} Λ. χ. συλλογίζεται, φαντάζεται.
{244} Και όμως δεν είναι όλως άμοιρα ύπνου και εγρηγόρσεως, αλλ' έχουσιν ανάλογους λειτουργίας.
{245} Υπό του λόγου, ή της νοήσεως γίνεται ο χωρισμός.
{246} Επειδή ο ύπνος και η εγρήγορσις είναι εναντία.
{247} Αλλ' ουχί συγχρόνως εν ενεργεία και τα δύο.
{248} Της καρδίας. Τα φυτά δεν έχουσι κεντρικόν τι όργανον, όπερ είναι αναγκαίον εις την αίσθησιν, άνευ δε ταύτης δεν δύνανται να λέγωνται ότι κοιμώνται ή γρηγορούσι, διότι ο ύπνος και η εγρήγορσις είναι η αργία και η ενέργεια της αισθήσεως.
{249} Αδιακόπως.
{250} O ύπνος είναι δέσμευσις της αισθήσεως, η δε εγρήγορσις λύσις των δεσμών και ελευθερία της αισθήσεως.
{251} Διότι ζώον πάντοτε κοιμώμενον δεν θα ησθάνετο, ενώ η αίσθησις αποτελεί ουσιωδώς το ζώον.
{252} Εκτός του ανθρώπου.
{253} Τα κατώτερα ζώα συνήθως κοιμώνται μετά το φαγητόν.
***
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β'.
&Διατί τα ζώα κοιμώνται και γρηγορούσι. Η αφή είναι κοινή και αχώριστος αίσθησις εις πάντα τα ζώα. Η κοινή αίσθησις, ήτις συγκεντροί τα αισθήματα, πασών των άλλων αισθήσεων, πάσχει το πάθος τούτο, τον ύπνον, και ταύτης ακινητούσης, πάσαι αι άλλαι ακινητούσι και δεσμεύονται. Αιτία του ύπνου είναι η χρεία της αναπαύσεως και ανορθώσεως των οργάνων. O ύπνος έχει σχέσιν προς τον τόπον ένθα εδρεύει η αρχή της αισθητικότητος και της κινήσεως, ήτοι προς την καρδίαν. Ζώα έναιμα και άναιμα.&
1. Διατί δε κοιμώνται και γρηγορούσι τα ζώα, και εις ποίαν αίσθησιν ή εις ποίας αισθήσεις, αν εις πολλάς {254} (ανήκει ο ύπνος και η εγρήγορσις) δέον να εξετάσωμεν. 2. Επειδή τινά μεν των ζώων έχουσιν όλας τας αισθήσεις, άλλα δε δεν έχουσι τινάς λ. χ. την όψιν, την ακοήν, άπαντα όμως έχουσι την αφήν και την γεύσιν, εκτός των ατελών ζώων (περί δε τούτων ωμιλήσαμεν εν τη πραγματεία περί Ψυχής), και επειδή είναι απολύτως αδύνατον {255} να έχη οιανδήποτε αίσθησιν το κοιμώμενον ζώον, είναι φανερόν ότι αναγκαίως υπάρχει εις πάσας τας αισθήσεις το πάθημα τούτο (η αναισθησία) κατά τον λεγόμενον ύπνον. Διότι, εάν ζώον τι ησθάνετο μεν διά ταύτης της αισθήσεως ουχί δε δι' εκείνης, θα ησθάνετο διά της πρώτης τούτων, όταν κοιμάται, και τούτο είναι αδύνατον. 3. Τω όντι εις εκάστην αίσθησιν υπάρχει αφ' ενός η ιδία αυτής δύναμις και αφ' ετέρου η κοινή εις πάσας, ίδιον π.χ. της όψεως είναι το να βλέπη, της δε ακοής το να ακούη, και περί των άλλων αισθήσεων ομοίως• υπάρχει όμως και κοινή τις δύναμις ακολουθούσα και συνοδεύουσα πάσας τας αισθήσεις, διά της οποίας έχει τις την συνείδησιν, ότι και βλέπει και ακούει. Διότι βεβαίως δεν βλέπομεν διά της όψεως ότι βλέπομεν. Και διακρίνομεν και δυνάμεθα να διακρίνωμεν ότι τα γλυκέα είναι διάφορα των λευκών ούτε διά της γεύσεως, ούτε διά της όψεως, ούτε διά των δύο ομού, αλλά διά τίνος δυνάμεως της ψυχής κοινής εις όλα τα αισθητήρια. Διότι η αίσθησις είναι μία και έν είναι το κύριον αισθητήριον όργανον• αλλ' όμως το είναι (το χαρακτηριστικόν) εκάστου είδους αισθήσεως μένει διάφορον? άλλο είναι π.χ. το του ήχου και άλλο το του χρώματος. 4. Αύτη δε η κοινή δύναμις είναι συνδεδεμένη προ πάντων με την αίσθησιν της αφής, διότι η αίσθησις αύτη δύναται να υπάρχη χωριστή από των άλλων αισθήσεων, αι άλλαι όμως δεν είναι χωρισταί απ' αυτής. Περί τούτων δε είπομεν εις την περί Ψυχής θεωρίαν. Φανερόν είναι λοιπόν ότι της κοινής ταύτης αισθήσεως πάθη είναι η εγρήγορσις και ο ύπνος, και διά τούτο υπάρχουσιν εις όλα τα ζώα, διότι και μόνη η αφή είναι κοινή εις πάντα τα ζώα. Τω όντι, εάν ο ύπνος συνίστατο εις το ότι πάσαι αι αισθήσεις πάσχουσί τι, θα ήτο άτοπον αν αισθήσεις, αίτινες ούτε αναγκαίον είναι ούτε δυνατόν κατ' ουδένα τρόπον να ενεργώσι {256} συγχρόνως, όμως μένωσιν εν αργία και ακινησία συγχρόνως. Το εναντίον θα συνέβαινεν εις αυτά ευλογώτερον, να μη ηρεμώσι συγχρόνως{257}. 5. Η εξήγησις, την οποίαν ημείς λέγομεν, είναι ορθή ως προς ταύτα τα φαινόμενα• διότι, όταν το αισθητήριον το δεσπόζον πάντων των άλλων και εις το οποίον τα άλλα αναφέρονται, πάθη τι, αναγκαίως συμπάσχουσι και πάντα τα άλλα, όταν όμως έν τούτων ασθενήση, δεν πρέπει κατ' ανάγκην να ασθενήση και εκείνο. Είναι δε φανερόν εκ πολλών παρατηρήσεων, ότι ο ύπνος δεν συνίσταται εις το ότι αι αισθήσεις αργούσι και δεν γίνεται χρήσις αυτών, ούτε εις το ότι δεν δύνανται {258} να αισθάνωνται, διότι και εις τας λιποθυμίας συμβαίνει η αναισθησία αύτη, επειδή η λιποθυμία είναι αδυναμία των αισθήσεων {259}. Συμβαίνουσι δε και παραφροσύναι όμοια έχουσαι φαινόμενα. Προσέτι δε διά της συμπιέσεως των φλεβών του αυχένος γίνεται τις αναίσθητος {260}. Όταν όμως η αδυναμία της χρήσεως του αισθάνεσθαι δεν εξηγήται διά τινος των αισθητηρίων ούτε διά την τυχούσαν αιτίαν, η εξήγησις ευρίσκεται, ως ήδη είπομεν, εν τω πρώτω αισθητηρίω (τη καρδία), δι' ου η ψυχή αισθάνεται πάντα. Διότι, όταν τούτο αδυνατήση, αναγκαίως και τα αισθητήρια πάντα αδυνατούσι να αισθάνωνται, όταν δε τι εκ τούτων αδυνατήση, δεν αδυνατεί αναγκαίως και εκείνο.
6. Πρέπει δε να εξηγήσωμεν διά ποίαν αιτίαν συμβαίνει ο ύπνος και οποία είναι η φύσις του παθήματος τούτου. 7. Επειδή δε πολλά είναι τα είδη της αιτίας {261}, διότι αίτιον καλούμεν και το ένεκα τίνος (γίνεται τι), και την αρχήν (οπόθεν προέρχεται η κίνησις), και την ύλην και τον λόγον (το είδος), λέγομεν λοιπόν πρώτον ότι η φύσις ενεργεί πάντοτε χάριν σκοπού τίνος, ούτος δε είναι αγαθόν τι. Εις παν δε ον, το οποίον φυσικώς κινείται, αλλά δεν δύναται πάντοτε και συνεχώς να κινήται ευαρέστως, η ανάπαυσις είναι αναγκαία και ωφέλιμος• και μετά πάσης αληθείας εφαρμόζεται η μεταφορά αύτη εις τον ύπνον, διότι είναι ανάπαυσις. Ώστε ο ύπνος υπάρχει χάριν της συντηρήσεως των ζώων. Το τέλος δε, δι' ο υπάρχει ο ύπνος, είναι η εγρήγορσις, διότι η αίσθησις και η νόησις είναι ο σκοπός πάντων, όσα έχουσι την μίαν ή την άλλην αυτών {262}, αύται δε είναι αι ύψισται ενέργειαι εκείνων, το δε τέλος εκάστου όντος είναι το ύψιστον. Επομένως πρέπει αναγκαίως να έχη τον ύπνον έκαστον ζώον. 8. Λέγω δε αναγκαίως εκ της υποθέσεως, ότι δηλ. εάν ζώον τι μέλλη να συντηρήση την ιδίαν εαυτού φύσιν, αναγκαίως πρέπει να έχη δυνάμεις τινάς {263} και, όταν ταύτας έχη, πρέπει να έχη και άλλας {264} τινάς.
9. Θα εξηγήσωμεν μετά ταύτα ποία σωματική κίνησις και ποία πράξις γίνεται εις τα ζώα, ίνα επέρχηται εγρήγορσις και ύπνος. Εις μεν τα άλλα ζώα πρέπει να παραδεχθώμεν, ότι αίτια των παθών τούτων είναι τα αυτά ή ανάλογα προς τα των εναίμων ζώων. Εις δε τα άναιμα {265} τα αίτια είναι τα αυτά τα οποία είναι εις τους ανθρώπους. Ώστε διά των επί των ανθρώπων παρατηρήσεων δέον να εξηγήσωμεν πάντα. 10. Πρότερον ήδη ωρίσαμεν αλλαχού ότι η αρχή της αισθήσεως εις τα ζώα υπάρχει εις το αυτό μέρος όπου και η αρχή της κινήσεως {266}. Εκ των τριών δε τόπων εις τους οποίους διαιρείται το σώμα, η αρχή αύτη είναι ο μέσος τόπος μεταξύ της κεφαλής και της κοιλίας. Και εις μεν τα έναιμα ζώα το μέρος τούτο είναι το περί την καρδίαν, διότι όλα τα έναιμα έχουσι καρδίαν και αύτη είναι η αρχή της κινήσεως και της κυρίας αισθήσεως (της κοινής). Είναι δε φανερόν ότι ενταύθα είναι η αρχή της κινήσεως, και η της αναπνοής, και γενικώς η της ψύξεως, και ότι η φύσις τα όργανα, τα οποία αναπνέουσι{267} και εκείνα τα οποία ψύχονται διά μέσου του υγρού {268}, τα έπλασεν ίνα διατηρώσι την θερμότητα εις το μέρος τούτο. Περί της αρχής ταύτης θεωρουμένης καθ' εαυτήν θα είπωμεν ύστερα. Εις δε τα ζώα τα οποία δεν έχουσιν αίμα, τα έντομα και όσα δεν δέχονται αέρα, φαίνεται ότι αήρ έμφυτος εις αυτά αναφυσάται και καταβαίνει εις μέρος του σώματος ανάλογον (με τους πνεύμονας των εναίμων). Φανερόν δε είναι τούτο εις τα ολόπτερα {269} έντομα, ως εις τας σφήκας, τας μέλισσας, τας μυίας και τα όμοια.
11. Αλλ' επειδή είναι αδύνατον χωρίς ισχύος να κινήση τις ή να ενεργήση τι, ισχύν εμποιεί η κατάσχεσις (κράτησις) της πνοής, είτε αύτη έρχεται έξωθεν, ως εις τα εισπνέοντα, είτε είναι σύμφυτος, ως εις τα μη αναπνέοντα, διά τούτο δε και τα πτερωτά έντομα φαίνεται ότι βομβούσιν, όταν κινώνται, διότι διασπάται ο αήρ πίπτων εις το διάφραγμα των ολοπτέρων. 12. Κινείται δε παν ζώον, όταν εις το πρώτον αισθητήριον διεγείρηται αίσθημα είτε οικείον {270}είτε έξωθεν {271}. Εάν δε ο ύπνος και η εγρήγορσις είναι πάθη του μέρους τούτου του σώματος, είναι φανερόν εις ποίον τόπον και εις ποίον έσχατον μέρος του σώματος έχουσι την πηγήν των ο ύπνος και η εγρήγορσις. 13. Τινές δε κινούνται εν ω κοιμώνται και κάμνουσι πολλά ανήκοντα εις την εγρήγορσιν και ουχί βεβαίως άνευ φαντασίας καί τινος αισθήματος. Διότι το ενύπνιον είναι τρόπον τινά έν αίσθημα. Αλλά περί τούτου θα πραγματευθώμεν ύστερον. 14. Διατί δε τα μεν όνειρα ενθυμούμεθα, όταν εγερθώμεν, αλλά τας κατά την εγρήγορσιν πράξεις δεν ενθυμούμεθα πάντοτε, περί τούτου είπομεν εις τα Προβλήματα.
***
{254} Κατά τον Αριστοτέλη ο ύπνος προσβάλλει κυρίως την κοινήν ή πρώτην αίσθησιν, ήτις είναι η αίσθησις η συλλέγουσα πάντα τα αισθήματα, και άνευ της οποίας ταύτα δεν θα εγίνοντο.
{255} Εάν εν τοις ονείροις αισθάνεται το ζώον, τα αισθήματα ταύτα είναι όλως διάφορα των συνήθων αισθημάτων.
{256} Αι διάφοροι αισθήσεις δεν ενεργούσι συγχρόνως, ή τουλάχιστον η ψυχή δεν δύναται να αντιληφθή συγχρόνως δύο διάφορα αισθήματα.
{257} Διότι ενεργούσι συγχρόνως.
{258} Ουχί διότι ο ύπνος προσβάλλει αυτούς, αλλά διότι προσβάλλει την αρχικήν αίσθησιν άνευ της οποίας αι άλλαι δεν είναι.
{259} Και όμως τότε δεν υπάρχει ύπνος.
{260} Η πίεσις των καρωτίδων φλεβών φέρει λιποθυμίαν. O Αριστοτέλης δεν διακρίνει τας φλέβας από των αρτηριών.
{261} Η τελική, η ποιητική, η υλική και η ειδική.
{262} Διότι ουχί πάντα έχουσι και τας δύο.
{263} Λ.χ. Την νόησιν και την αίσθησιν.
{264} Λ.χ. Τον ύπνον και την εγρήγορσιν.
{265} Τα έντομα, τα μαλάκια.
{266} Η &κίνησις& έχει πολλάς σημασίας. O Αριστοτέλης ομιλεί περί διανοητικών και περί τοπικών κινήσεων. Είναι δε: 1) η κατά ποσόν ή μέγεθος κίνησις, ήτοι αύξησις και φθίσις 2) η κατά ποιόν κίνησις ή αλλοίωσις• 3) η κατά το πού η φορά• 4) η κατ' ουσίαν μεταβολή, ήτοι γένεσις και φθορά.
{267} Εν τω αέρι.
{268} Εν τω ύδατι, εξ ου λαμβάνουσι την ψύξιν την αναγκαίαν προς συντήρησιν της ζωής.
{269} Ολόπτερα είναι εκείνα, ων αι πτέρυγες είναι εκ μιας μόνης μεμβράνης και δεν διαιρούνται εις πτερά καθώς εις τα πτηνά.
{270} Βούλημα ή σωματαίσθημα.
{271} Διεγειρόμενον υπό των εξωτερικών πραγμάτων.
***
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Γ'
&Φυσιολογική εξέτασις του ύπνου. Ο ύπνος εξαρτάται εκ της θρέψεως, και είναι αποτέλεσμα της εκ των τροφών αναθυμιάσεως. Νυσταγμός μετά το γεύμα. Ναρκωτικά, κόποι και ασθένειαι. Υπνηλότης των βρεφών. Μελαγχολικοί. Εν τω ύπνω η φυσική θερμότης συγκεντρούται εν τω εσωτερικώ.&
1. Πρέπει νυν ως συνέχειαν των ειρημένων να εξετάσωμεν ποία (φυσιολογικά περιστατικά) συντρέχουσιν εις την εγρήγορσιν και τον ύπνον και ποία είναι η αρχή του πάθους τούτου. 2. Είναι φανερόν ότι το ζώον άμα έχη αίσθησιν, τότε πρώτον πρέπει αναγκαίως και να λαμβάνη τροφήν και (διά ταύτης) αύξησιν {272}. Τροφή δε εν τελευταία καταστάσει {273} εις πάντα τα ζώα, εις μεν τα έναιμα είναι το αίμα, εις δε τα άναιμα είναι το ανάλογον (υγρόν). Τόπος δε (περιεκτικός) του αίματος είναι αι φλέβες, των οποίων αρχή είναι εν τη καρδία {274}. Φανερόν δε είναι τούτο, όπερ λέγομεν, εκ των ανατομών {275}. Όταν λοιπόν η τροφή έξωθεν εισέρχηται εις τα μέρη του σώματος, τα ικανά να δέχωνται αυτήν (εις τον πεπτικόν σωλήνα), γίνεται αναθυμίασις και μεταβίβασις αυτής εις τας φλέβας{276}. Ενταύθα η τροφή αλλοιούται μεταβαλλομένη εις αίμα και διευθύνεται προς την καρδίαν. Περί τούτων έγινε λόγος εις τα περί Τροφής. Τώρα όμως θα επαναλάβωμεν ταύτα μόνον, όπως θεωρήσωμεν τας αρχάς της κινήσεως {277} και τα πάθη του αισθητικού μέρους, εκ των οποίων προέρχεται η εγρήγορσις και ο ύπνος. 3. Βεβαίως ο ύπνος δεν είναι οιαδήποτε αδυναμία του αισθητικού, διότι, ως προείπομεν, αναισθησίαν προξενούσι και η παραφροσύνη και ο πνιγμός και η λιποψυχία• ενίοτε δε και δύναμις φανταστική ισχυρά ευρέθη εις λιποθυμήσαντας. Τούτο{278} όμως έχει δυσκολίαν τινά• διότι, αν ο λιποθυμήσας δύναται να κοιμηθή, δύναται {279} και η φαντασία αύτη να είναι όνειρον. Πολλάκις δε ομιλούσιν εκείνοι, οίτινες σφοδρώς λιποθυμούσι και φαίνονται ως νεκροί {280}. Περί τούτων δε πάντων πρέπει να ωθή η αυτή εξήγησις. 4. Αλλά ως είπομεν, ο ύπνος δεν είναι πάσα αδυναμία οιαδήποτε του αισθητικού, αλλά εκ της αναθυμιάσεως των τροφών γίνεται το πάθος τούτο• διότι αναγκαίως το αναθυμιώμενον ωθείται προς τα άνω μέχρι σημείου τινός, έπειτα δε στρέφεται εις τα οπίσω και μεταβάλλεται όπως τα κύματα του Ευρίπου {281}. Η θερμότης λοιπόν εκάστου των ζώων φυσικώς αναβαίνει εις τα άνω, όταν δε φθάση εις τα άνω μέρη {282}, όλη ομού πάλιν στρέφεται οπίσω και καταβαίνει. Διά τούτο μάλιστα οι ύπνοι παράγονται μετά τα γεύματα, διότι τότε εν τω άμα πολύ και πυκνόν υγρόν φέρεται εις τα άνω, όπου ίσταται και προξενεί{283} νυσταγμόν, έπειτα δε, όταν καταβή και στραφέν οπίσω απωθήση την θερμότητα, τότε έρχεται ύπνος και το ζώον κοιμάται. 5. Απόδειξις τούτων είναι και τα υπνωτικά, διότι πάντα προξενούσι βάρος της κεφαλής, και τα ποτά και τα φαγητά, η μήκων, ο μανδραγόρας, ο οίνος και αι αίραι. Και οι τας κεφαλάς αυτών φέροντες κάτω και νυστάζοντες {284} φαίνονται ότι πάσχουσι ταύτα και αδυνατούσι να υψώσωσι την κεφαλήν και (να ανοίξωσι) τα βλέφαρα. Και ο τοιούτος βαρύς ύπνος έρχεται μετά τα φαγητά προ πάντων, διότι πολλή είναι τότε η εκ των τροφών αναθυμίασις. 6. Προσέτι δε έρχεται ο ύπνος και έκ τινων κόπων, διότι ο μεν κόπος διαλύει (υγροποιεί) το σώμα, η δε διάλυσις αύτη γίνεται ως μία τροφή αχώνευτος, εκτός εάν γείνη ψυχρά {285}. Και νόσοι τινές φέρουσι το αυτό αποτέλεσμα ύπνου, όσαι προέρχονται εξ υπερβολής του υγρού και του θερμού, όπως συμβαίνει εις πάσχοντας πυρετόν και ληθαργίαν. 7. Προσέτι η πρώτη ηλικία (υπόκειται εις τοιούτον ύπνον). Τα παιδία τω όντι κοιμώνται πολύ, διότι όλη η τροφή φέρεται προς τα άνω. Απόδειξις δε τούτου είναι η κατά την πρώτην ηλικίαν υπερβολική αύξησις των άνω μερών του σώματος αναλόγως προς τα κάτω, διότι η αύξησις γίνεται προς τα άνω. 8. Διά ταύτην την αιτίαν τα παιδία γίνονται και επιληπτικά• ο ύπνος τω όντι ομοιάζει με την επιληψίαν και είναι τρόπον τινά επιληψία {286} Διά τούτο και η αρχή του πάθους τούτου συμβαίνει εις πολλούς, όταν κοιμώνται• και η προσβολή γίνεται, όταν κοιμώνται μόνον, όταν δε εξυπνήσωσι, παύει. Διότι, όταν ο αήρ φέρηται προς τα άνω κατά μεγάλην ποσότητα, έπειτα καταβαίνων εξογκώνει τας φλέβας και πιέζει τον πόρον, διά του οποίου γίνεται η αναπνοή {287}.
9. Διά ταύτα δεν είναι ωφέλιμοι οι οίνοι εις τους παίδας ούτε εις τας τροφούς αυτών, διότι ουδόλως ίσως διαφέρει να πίνωσιν αυτά ή αι τροφοί των• αλλά πρέπει να πίνωσιν οίνον υδαρή και ολίγον, διότι ο οίνος και μάλιστα ο μέλας είναι πνευματώδης. Τόσον δε πλήρη τροφής είναι τα ανώτερα μέρη των παιδίων, ώστε πέντε μηνών ήδη όντα δεν δύνανται να στρέφωσι τον αυχένα, διότι, όπως και εις τους πολύ μεθυσμένους, ούτω και εις αυτά πολύ υγρόν φέρεται εις τα άνω μέρη. 10. Ευλόγως λοιπόν τούτο το πάθος είναι αιτία να μένωσι κατ' αρχάς ακίνητα τα έμβρυα εις τας μήτρας{288}. Και γενικώς τον ύπνον αγαπώσι και οι έχοντες βαθέως κειμένας τας φλέβας και οι έχοντες μορφήν νάνων και οι μεγαλοκέφαλοι, διότι εκείνων μεν αι φλέβες είναι τόσον στεναί, ώστε το υγρόν κατερχόμενον δεν κυκλοφορεί ευκόλως, εις δε τους νανώδεις και τους μεγαλοκεφάλους είναι πολλή η προς τα άνω ορμή του υγρού και η αναθυμίασις. Απ' εναντίας δε οι έχοντες μεγάλας φλέβας δεν αγαπώσι τον ύπνον, διότι η κυκλοφορία {289} είναι εύκολος εις τας φλέβας των, εκτός εάν έχωσιν άλλο τι πάθος εναντίον.
11. Ούτε πάλιν οι μελαγχολικοί είναι φίλυπνοι, διότι το εσωτερικόν αυτών είναι ψυχρόν, ώστε δεν γίνεται εν αυτοίς άφθονος αναθυμίασις• διά τούτο δε και τρώγουσι πολύ και έχουσι σκληράν σάρκα, και τα σώματα αυτών φαίνονται ως να μη έχωσι φάγει τίποτε. Διότι η μαύρη χολή, ούσα ψυχρά εκ φύσεως, κάμνει ψυχρόν και το μέρος όπου γίνεται η θρέψις (κοιλίαν και ήπαρ), και τα άλλα μέρη, όπου δύναται να υπάρχη η δύναμις της τοιαύτης εκκρίσεως.
12. Ώστε είναι φανερόν εκ των ειρημένων, ότι ο ύπνος είναι συγκέντρωσις της θερμότητος εντός (της καρδίας) και αντίδρασις φυσική ένεκα της ειρημένης αιτίας {290}. Εκ τούτου δε και αι πολλαί κινήσεις του κοιμωμένου. Όπου όμως εκλείπει η θερμότης, εκεί γίνεται ψύξις, και ένεκα της ψύξεως καταπίπτουσι τα βλέφαρα και ψυχρά μεν γίνονται τα ανώτερα και τα εξωτερικά μέρη, αλλά τα κατώτερα και τα εσωτερικά είναι θερμά, λ. χ, οι πόδες και τα σπλάγχνα του σώματος.
13. Δυνατόν όμως να ερωτήση τις: διατί ο ύπνος είναι ισχυρότατος μετά τα γεύματα, και διατί προκαλούσιν ύπνον ο οίνος και άλλα τοιαύτα έχοντα πολλήν θερμότητα. Δεν είναι βέβαια λογικόν ο ύπνος να θεωρήται κατάψυξις• το αίτιον του ύπνου μάλλον είναι η θερμότης. Άρά γε συμβαίνει τούτο, διότι, καθώς ο στόμαχος, όταν είναι κενός, είναι θερμός, όταν δε πληρωθή (τροφών), γίνεται ψυχρός εκ της γενομένης κινήσεως, ούτω και οι πόροι και τόποι της κεφαλής γίνονται ψυχροί, όταν φέρηται εκεί η αναθυμίασις; Ή διότι, καθώς εις τους χύνοντας εφ' εαυτών θερμόν υγρόν εξαίφνης γίνεται φρίκη, ούτω και εδώ, όταν ανέλθη το θερμόν, τότε το ψυχρόν συγκεντρούται και ψύχει το σώμα και κάμνει την φυσικήν θερμότητα να είναι αδύνατος και να υποχωρή; 14. Πάλιν, όταν λαμβάνηται πολλή τροφή, ην ανυψοί η θερμότης, όπως το πυρ σβύννεται όταν επιτεθώσι πολλά ξύλα, ούτως ο στόμαχος ψύχεται έως συχωνευθή η τροφή; Διότι, ως είπομεν, γίνεται ο ύπνος, όταν πυκνόν υγρόν φέρηται εις τα άνω υπό της θερμότητος διά των φλεβών εις την κεφαλήν. Αλλ' όταν το υψωθέν υγρόν δεν δύναται πλέον να αναβή, διότι είναι υπερβολικώς πολύ, τότε το εξατμισθέν υλικόν απωθείται οπίσω και ρέει κάτω. 15. Διά τούτο οι άνθρωποι κατακλίνονται, όταν το υγρόν, όπερ ωθεί προς τα άνω, αφαιρήται. Διότι μόνος ο άνθρωπος εξ όλων των ζώων έχει την ορθοστασίαν, και όταν μεν καταπέση το θερμόν, προξενείται άνοια (αναισθησία), ύστερον δε λειτουργεί η φαντασία. Ή αι λύσεις, τας οποίας τώρα εκθέτομεν, ενδέχεται να εξηγώσι πώς γίνεται η κατάψυξις {291};
16. Αλλ' όμως η κυρία έδρα του ύπνου είναι ο περί τον εγκέφαλον τόπος, ως και αλλαχού είπομεν. Πάντων των μερών του σώματος το ψυχρότατον είναι ο εγκέφαλος και το ανάλογον με το αυτό μέρος εις όσα ζώα δεν έχουσιν εγκέφαλον. Καθώς λοιπόν το υγρόν, όπερ εξατμίζεται υπό της ηλιακής θερμότητος, όταν φθάση εις τας υψηλά μέρη (της ατμοσφαίρας), ψύχεται υπό της ψυχρότητος αυτών και συμπυκνωθέν πίπτει κάτω γινόμενον πάλιν ύδωρ, ούτω κατά την εις τον εγκέφαλον ανάβασιν της θερμότητος η υπερβολική εξάτμισις μεταβάλλεται εις γλοιώδη ύλην, διό και οι κατάρροι φαίνονται ότι προέρχονται εκ της κεφαλής, ενώ η αναθυμίασις, ήτις είναι ικανή να τρέφη και δεν έχει τίποτε το νοσηρόν, φέρεται προς τα κάτω συμπεπυκνωμένη και ψύχει (μετριάζει) την θερμότητα. 17. Συντελεί δε εις την κατάψυξιν, και εις το να μη γίνεται δεκτή ευκόλως η αναθυμίασις, η λεπτότης και η στενότης των πέριξ του εγκεφάλου φλεβών. Τούτο λοιπόν είναι το αίτιον της καταψύξεως, και αν ακόμη είναι υπερβολική η αναθυμίασις ένεκα της θερμότητος. Εγείρεται δε ο άνθρωπος, όταν γείνη η χώνευσις και επικρατήση {292} η θερμότης, ήτις πολλή εξερχόμενη εκ των πέριξ μερών συμπυκνούται εις μικρόν χώρον, και όταν διαχωρισθή το ουσιωδέστατον και καθαρώτατον αίμα. Είναι δε το αίμα της κεφαλής το λεπτότατον άμα και καθαρώτατον, ενώ το εις τα κάτω μέρη αίμα είναι πυκνότατον και θολερώτατον. Όπως δε και ενταύθα και αλλαχού είπομεν, η καρδία είναι η αρχή όλου του αίματος. 18. Εκ δε των μερών της καρδίας {293} η μέση κοιλία είναι ηνωμένη με τας δύο κοιλίας, εκάστη δε τούτων δέχεται το αίμα εξ εκάστης αρτηρίας ήτοι εκ της λεγομένης μεγάλης αρτηρίας και εκ της αορτής. Εις την μέσην κοιλίαν γίνεται ο χωρισμός του αίματος. Αλλά να είπωμεν ακριβέστερον περί τούτων ανήκει εις άλλας ειδικάς πραγματείας. 19. Επειδή όμως είναι περισσότερον αδιάκριτον το αίμα μετά την εισαγωγήν των τροφών, γίνεται ο ύπνος και διαρκεί έως ου το μεν καθαρώτατον μέρος του αίματος αποχωρισθή εις τα άνω, το δε θολερώτατον εις τα κάτω. Όταν δε τούτο γείνη, εγείρονται (τα ζώα) ελεύθερα από το βάρος της τροφής.
20. Εξηγήσαμεν λοιπόν ποίον είναι το αίτιον του ύπνου• και είπομεν ότι είναι η αντίδρασις πυκνού υγρού, όπερ υψούται υπό την επίδρασιν της εμφύτου αυτώ θερμότητος επί το πρώτον αισθητήριον όργανον (την καρδίαν). Είπομεν προσέτι, ότι ο ύπνος είναι η κατάληψις του πρώτου αισθητηρίου, ώστε να μη δύναται να λειτουργή, και ότι είναι φαινόμενον αναγκαίον (διότι ουδέν ζώον δύναται να υπάρξη άνευ των όρων οίτινες συντελούσιν εις την ύπαρξιν και ανάπτυξιν αυτών), ο δε ύπνος υπάρχει χάριν συντηρήσεως, διότι η ανάπαυσις συντηρεί.
***
{272} Το ζώον τρέφεται και ότε είναι ακόμη έμβρυον (εν τη μήτρα), ουχί όμως ως ζώον, αλλ' ως φυτόν? όταν δε γεννηθή, τότε λαμβάνει αίσθησιν και τότε πρώτον τρέφεται ως ζώον.
{273} Μετά τας διαδοχικάς αλλοιώσεις, ας υφίστανται αι τροφαί κατά την πέψιν.
{274} Ο Αριστοτέλης την καρδίαν εθεώρει ορθώς αρχήν του αίματος, σφαλερώς δε και ως αρχήν των νεύρων.
{275} Ίσως εννοεί την ανατομικήν γενικώς, ίσως και ίδια αυτού συγγράμματα, άτινα δεν σώζονται.
{276} Αι φλέβες την τροφήν φέρουσιν εις το ήπαρ, όπου γίνεται η πρώτη μεταβολή αυτής εις αίμα. Τούτο το ακατέργαστον και άπεπτον αίμα φέρουσιν είτα αι φλέβες εις την καρδίαν, ήτις το κατεργάζεται εις τέλειον αίμα. Μετά την πέψιν ταύτην διανέμουσι το αίμα εις άπαν το σώμα άλλαι φλέβες (αι αρτηρίαι, ας όμως δεν διέκρινε σαφώς από των φλεβών ο Αριστοτέλης).
{277} Ήτις φέρει εις τον ύπνον.
{278} Το ότι ο ύπνος είναι αναισθησία οιαδήποτε.
{279} Αλλά τούτο είναι αδύνατον• άρα ο ύπνος δεν είναι απλή αδυναμία του αισθάνεσθαι.
{280} Όνειρα πολλά ενθυμούμεθα όταν εγερθώμεν, ουδεμίαν όμως φαντασίαν μετά την απαλλαγήν της λιποθυμίας. «Πολλά δε έστιν ά λέγουσιν εν τω καιρώ (του πάθους) οι σφόδρα λειποψυχήσαντες και δόξαντες τεθνάναι, ων ουδενός μνημονεύουσιν εγερθέντες». (Θεμιστ.)
{281} Όπως η πλήμμυρα και άμπωτις στενού τινος.
{282} Το θερμόν, όταν φθάση εις τον εγκέφαλον, όστις είναι ψυχρός, ψύχεται και αυτό και καταβαίνει πάλιν εις την καρδίαν και κάμνει ψυχρόν το θερμόν αυτής, ούτω δε εκ της ψύξεως κοιμάται το ζώον.
{283} Το υγρόν προξενεί βάρος εις την κεφαλήν• διά τούτο και κινούμεν αυτήν νυστάζοντες. Όταν όμως το θερμόν, όπερ ανύψωσε τα υγρά, στραφή οπίσω ψυχρανθέν, συρρέουσι μετ' αυτού και τα υγρά και γίνεται ο ύπνος.
{284} Οι λαβόντες τα ναρκωτικά.
{285} Τας εν τω πεπτικώ σωλήνι εκκρίσεις η εκ του κόπου αναπτυχθείσα θερμότης διαλύει και ωθεί εις τα άνω του σώματος και επιφέρει τον ύπνον. {Θεμίστιος).
{286} Και ο ύπνος και η επιληψία είναι αργία αισθήσεων.
{287} Όταν ούτος μεν ο αήρ καταβαίνη, άλλος δε αναβαίνη, επειδή συγχρόνως γίνεται η εξάτμισις κάτω και συγκέντρωσις άνω, αναγκαίως εξογκούνται. Αι φλέβες, αίτινες τότε πιέζουσι και συστέλλουσι τον πόρον της αναπνοής, τούτου δε στενωθέντος, παύει η εισπνοή, και ούτω γεννάται η επιληψία.
{288} Ως νεναρκωμένα εξ εγκεφαλικής πλησμονής.
{289} Ο Αριστοτέλης, ως είπομεν, ηγνόει την κυκλοφορίαν του αίματος, εγίνωσκε δε μόνον την άμεσον μετάβασίν του εις τα άκρα εκ της καρδίας και την εις τον εγκέφαλον κίνησίν του και επιστροφήν. O εγκέφαλος, ως το ψυχρότατον όργανον, ελαττώνει και κανονίζει την θερμότητα του αίματος.
{290} Της επί του εγκεφάλου επιδράσεως της πέψεως.
{291} Αι ειρημέναι λύσεις είναι ενδεχόμεναι και πιθαναί. Η κυρία εξήγησις και το αληθέστερον αίτιον του ύπνου είναι τούτο, όπερ θα είπη εν τοις εξής.
{292} Όταν η θερμότης υπερισχύση του ψυχρού, όπερ παράγει η εξάτμισις των υγρών.
{293} Ο Αριστοτέλης, καίτοι ανακριβώς περιγράφει τα μέρη της καρδίας, ουχ ήττον φαίνεται ότι ανέταμε πτώματα ανθρώπων. Εν γένει δε η μελέτη αύτη είναι πλήρης ακριβεστάτων παρατηρήσεων, καίτοι δυνατόν είναι να αμφισβητήση τις τινάς αυτών, λ. χ. την μετά του ύπνου στενήν και αχώριστον σχέσιν της θρέψεως.
***
ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΤΟΜΟΣ

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ

ΜΙΚΡΑ ΦΥΣΙΚΑ
ΤΟΜΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΣ

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ Π. ΓΡΑΤΣΙΑΤΟΥ

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΦΕΞΗ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΦΕΞΗ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ
ΜΙΚΡΑ ΦΥΣΙΚΑ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΙΣ ΠΑΥΛΟΥ ΓΡΑΤΣΙΑΤΟΥ
ΤΟΜΟΣ Β'
ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΦΕΞΗ1912

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ
ΠΕΡΙ ΕΝΥΠΝΙΩΝ
Κεφάλαιον Α
{ 1}
-
{ 15}
Κεφάλαιον Β
{ 16}
-
{ 26}
Κεφάλαιον Γ
{ 27}
-
{ 41}
ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΚΑΘ' ΥΠΝΟΝ ΜΑΝΤΙΚΗΣ
Κεφάλαιον Α
{ 42}
-
{ 48}
Κεφάλαιον Β
{ 49}
-
{ 54}
ΠΕΡΙ ΜΑΚΡΟΒΙΟΤΗΤΟΣ ΚΑΙ ΒΡΑΧΥΒΙΟΤΗΤΟΣ
Κεφάλαιον Α
{ 55}
-
{ 56}
Κεφάλαιον Β
{ 57}
-
{ 60}
Κεφάλαιον Γ
{ 61}
-
{ 71}
Κεφάλαιον Δ
Κεφάλαιον Ε
{ 72}
-
{ 80}
Κεφάλαιον ς
{ 81}
-
{ 82}
ΠΕΡΙ ΝΕΟΤΗΤΟΣ ΚΑΙ ΓΗΡΩΣ ΚΑΙ ΖΩΗΣ ΚΑΙ ΘΑΝΑΤΟΥ
Κεφάλαιον Α
{ 83}
-
{ 91}
Κεφάλαιον Β
{ 92}
-
{ 94}
Κεφάλαιον Γ
{ 95}
-
{107}
Κεφάλαιον Δ
Κεφάλαιον Ε
{108}
-
{114}
Κεφάλαιον ς
{115}
-
{116}
ΠΕΡΙ ΑΝΑΠΝΟΗΣ
Κεφάλαιον Α
{117}
-
{120}
Κεφάλαιον Β
{121}
-
{122}
Κεφάλαιον Γ
{123}
-
{128}
Κεφάλαιον Δ
{129}
-
{135}
Κεφάλαιον Ε
{136}
-
{137}
Κεφάλαιον ς
{138}
-
{138}
Κεφάλαιον Ζ
{139}
-
{140}
Κεφάλαιον Η
{141}
-
{145}
Κεφάλαιον Θ
{146}
-
{148}
Κεφάλαιον Ι
{149}
-
{154}
Κεφάλαιον ΙΑ
{155}
-
{156}
Κεφάλαιον ΙΒ
{157}
-
{159}
Κεφάλαιον ΙΓ
{160}
-
{161}
Κεφάλαιον ΙΔ
{162}
-
{163}
Κεφάλαιον ΙΕ
{164}
-
{164}
Κεφάλαιον ΙΣΤ
{165}
-
{170}
Κεφάλαιον ΙΖ
{171}
-
{176}
Κεφάλαιον ΙΗ
{177}
-
{177}
Κεφάλαιον ΙΘ
{178}
-
{179}
Κεφάλαιον Κ
{180}
-
{185}
Κεφάλαιον ΚΑ
Α Ρ Ι Σ Τ Ο Τ Ε Λ Ο Υ Σ

ΠΕΡΙ ΕΝΥΠΝΙΩΝ

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α'.

Τα ενύπτια ούτε πάθος τον αισθητικού απλώς, ούτε του νοητικού, αλλά του αισθητικού, καθό φανταστικού, ήτοι είναι πάθος της φαντασίας, ήτις είναι πάθος του αισθητικού.
1. Μετά τον ύπνον και την εγρήγορσιν πρέπει να εξετάσωμεν περί των ενυπνίων και να ζητήσωμεν εις ποίον μέρος της ψυχής συμβαίνουσι, και αν είναι ταύτα πάθος του νοητικού ή του αισθητικού· διότι διά τούτων των δύο δυνάμεων μόνων γνωρίζομεν τα πράγματα. 2. Η χρήσις της μεν όψεως είναι η όρασις, της δε ακοής το ακούειν και της αισθήσεως εν γένει είναι το αισθάνεσθαι {1}, και κοινά μεν αντικείμενα εις πάσας τας αισθήσεις είναι το σχήμα, η κίνησις, το μέγεθος και άλλαι τοιαύται ιδιότητες, ίδια δε αντικείμενα είναι το χρώμα, ο ήχος, ο χυμός. Όταν δε κλείη τις τους οφθαλμούς και κοιμάται, είναι αδύνατον να βλέπη, το αυτό δε εφαρμόζεται και επί των άλλων αισθήσεων. Ώστε είναι φανερόν ότι ουδόλως αισθανόμεθα, όταν υπνώττωμεν {2}. Άρα το ενύπνιον δεν συλλαμβάνομεν δια της αισθήσεως. 3. Αλλά προσέτι ούτε διά της γνώμης(δόξης) {3} αισθανόμεθα αυτό. Διότι ου μόνον λέγομεν ότι προσερχόμενόν τι αντικείμενον είναι άνθρωπος ή ίππος {4}, αλλά και ότι είναι λευκόν ή καλόν, και ουδέν εκ τούτων, ούτε αληθές ούτε ψεύδος δύναται να αποφανθή η γνώμη άνευ της αισθήσεως {5}. Αλλ' όμως κατά τον ύπνον η ψυχή συμβαίνει να κάμνη τούτο ακριβώς, διότι και κοιμώμενοι νομίζομεν ότι διακρίνομεν, όπως και εν τη εγρηγόρσει, ότι το πλησιάζον είναι άνθρωπος και ότι είναι λευκόν. Κατά το ενύπνιον προσέτι έχομεν την παράστασιν και άλλου τινός εκτός του αντικειμένου {6}, όπως κατά την εγρήγορσιν όταν αντιλαμβανώμεθα. Δηλαδή όπως, όταν αντικείμενόν τι αισθανώμεθα γρηγορούντες, πολλάκις διανοούμεθα περί αυτού έτερόν τι,ούτω και κατά τον ύπνον εκτός των παραστάσεων ενίοτε εννοούμεν άλλα{7}. 4. Δύναται δε να γείνη φανερόν τούτο, εάν, αφού εγερθή τις εκ του ύπνου, επιστήση τον νουν και προσπαθήση να ενθυμηθή (τα όνειρα τα οποία είδεν). Ούτω τινές έχουσι παρατηρήση, ότι ενθυμούνται τα όνειρά των, εκείνοι λ.χ. οίτινες κατά τα παραγγέλματα της μνημονικής τέχνης δοκιμάζουσι να παραστήσωσιν εις εαυτούς {8} τα όνειρά των. Συμβαίνει δηλαδή εις αυτούς πολλάκις παρεκτός του ενυπνίου να παριστάνωσιν εις εαυτούς άλλο τι, μίαν εικόνα εις τον τόπον (τον δεχόμενον τας εικόνας). 5. Ώστε είναι φανερόν ότι, ουχί πάσα παράστασις, την οποίαν έχομεν κατά τον ύπνον, είναι όνειρον, και ότι εκείνο το οποίον εννοούμεν τότε, το εννοούμεν {9} διά της δόξης. 6. Τόσον πολύ είναι φανερόν περί όλων τοιούτων, ότι εκείνο το οποίον μας κάμνει είς τινας νόσους να απατώμεθα, καίπερ γρηγορούντες, το αυτό τούτο και κατά τον ύπνον προξενεί την απάτην. Ούτω, μολονότι υγιαίνομεν και μολονότι γνωρίζομεν το αληθές, όμως ο ήλιος μας φαίνεται πάντοτε ότι έχει διάμετρον ενός ποδός {10}. Αλλ' είτε είναι η φανταστική και η αισθητική δύναμις της ψυχής έν και το αυτό, είτε είναι διάφοροι, ουχ ήττον το ενύπνιον δεν γίνεται χωρίς να βλέπωμεν και να αισθανώμεθά τι. Διότι απάται οράσεως και ακοής συμβαίνουσιν όταν τις δρα και ακούη αληθώς τι, πλην τούτο δεν είναι εκείνο όπερ αυτός νομίζει ότι ορά. Αλλά κατά την υπόθεσιν {11} ταύτην εν τω ύπνω ούτε βλέπει τις ούτε ακούει τι,ούτε εν γένει αισθάνεταί τι. Άρα δεν είναι αληθές, ότι δεν βλέπει τις τίποτε (εν τω ονείρω), όπως δεν είναι αληθές ότι η αίσθησις ουδέν πάσχει. Αλλά δύναται και η όψις και αι άλλαι αισθήσεις να πάσχωσί τι.Εκάστη των εικόνων (καθ' ύπνους) προσβάλλει κατά τινα τρόπον την αίσθησιν ως εάν τις ήτο γρηγορών, ουχί όμως ούτως, όπως κατά την αληθή εγρήγορσιν. Και άλλοτε μεν η δόξα μας λέγει ότι είναι ψεύδος εκείνο{12} όπερ βλέπομεν, όπως όταν γρηγορώμεν, άλλοτε δε νικάται υπό της εικόνος η δόξα και ακολουθεί αυτήν (ως αληθή) {13}.
7. Είναι λοιπόν φανερόν, ότι το πάθος τούτο, το οποίον καλούμεν ενύπνιον, δεν είναι πάθος της δόξης {14} ούτε της διανοίας (της δόξης και του νου)· αλλ' ούτε και της αισθήσεως απλώς, διότι θα εβλέπομεν απλώς και θα ηκούομεν (καθ' ύπνους).
8. Αλλά πρέπει να εξετάσωμεν κατά ποίαν σημασίαν και κατά τίνα τρόπον συμβαίνει το πάθος τούτο εις αυτήν. Ας τεθή λοιπόν βάσις τούτο, όπερ και φανερόν είναι, ότι το πάθος τούτο (το όνειρον) ανήκει εις την αισθητικήν δύναμιν, διότι και ο ύπνος είναι πάθημα του αισθητικού μέρους. Και αληθώς δεν συμβαίνει εις άλλο μέρος ζώων ο ύπνος και εις άλλο το ενύπνιον, αλλά και τα δύο υπάρχουσιν εις το αυτό μέρος. Περί φαντασίας ήδη έγινε λόγος εις τα περί Ψυχής, και είπομεν ότι η φανταστική δύναμις είναι η αυτή με την αισθητικήν αλλ' ο τρόπος της εκδηλώσεως της φαντασίας και ο της αισθήσεως είναι διάφοροι· είναι δηλ. φαντασία η κίνησις ήτις γίνεται υπό του εν ενεργεία αισθήματος{15}, το δε ενύπνιον φαίνεται ότι είναι εικών της φαντασίας, διότι ενύπνιον λέγομεν την εικόνα ήτις εμφανίζεται κατά τον ύπνον είτε απολύτως είτε κατά τινα τρόπον {16}. Είναι λοιπόν φανερόν, ότι το ονειρεύεσθαι ανήκει εις την αισθητικήν δύναμιν, και ανήκει εις ταύτην καθό φανταστικήν.
{1} Αι δυνάμεις υπάρχουσιν ένεκα των ενεργειών.
{2} Και επομένως δεν ονειρώττομεν διά μέσου των αισθήσεων.
{3} Δόξα είναι η ενέργεια του πνεύματος, δι' ης κρίνομεν το ποιόν και τας ιδιότητας των όντων, και ούτω σχηματίζομεν γνώμην περί αυτών,ίδιον όμως έχει ότι αναφέρεται εις το ενδεχόμενον, το δυνάμενον και άλλως έχειν.
{4} Και εν γένει ουσία.
{5} Διότι η αίσθησις γνωρίζει ημίν πρώτη την ύπαρξιν των πραγμάτων.
{6} Κρίνομεν δηλαδή και μορφούμεν γνώμην περί αυτού. «Αλλά κατά την δόξαν, οτιδήποτε δοξάζομεν, πάντοτε έχομεν συνείδησιν ότι δοξάζομεν.Δεν είναι λοιπόν έργον της δόξης τα ενύπνια. Συνάμα δε είναι φανερόν ότι ουχί παν ό,τι φανταζόμεθα εν τω ύπνω είναι όνειρον. Αλλά, όταν μεν τις βλέπων τι δεν νοή ότι τούτο όπερ βλέπει είναι όνειρον, τούτο είναι ενύπνιον. Όταν όμως βλέπων δύνηται να εννοή ότι το ορώμενον είναι ενύπνιον, τούτο είναι παράστασις (ή φάντασμα) και όχι ενύπνιον». (Θεμίστιος)
{7} Γίνονται δηλ. και πράξεις του νου.
{8} Ούτοι διά των προσπαθειών των μνημονεύουσι τα απαγγελθέντα καλύτερον των αποστοματιζόντων αυτά. Ούτω και οι ησκημένοι να ενθυμώνται τα όνειρα, ενθυμούνται καλύτερον των άλλων.
{9} Θεωρούμεν αυτό ψευδές ή αληθές διά της δόξης.
{10} Πόσω μάλλον λοιπόν πρέπει να συμβαίνη η απάτη όταν νοσώμεν ή κοιμώμεθα;
{11} Ήτις κακώς υποτίθεται κατά τον Αριστοτέλην.
{12} Και όνειρον.
{13} Θεωρούσα τους τύπους των πραγμάτων ως αυτά τα πράγματα.
{14} Διότι εν μέρει ανήκει αυτοίς.
{15} Και μη παρόντων των αισθητών.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β'.

Τα ενύπνια γίνονται εξ οιασδήποτε τάξεως αισθητών. Η εντύπωσις διαμένει εις τα όργανα, όταν αφανισθή το αισθητόν. Νόμος της μεταδόσεως της κινήσεως, είτε της κατά τόπον, είτε της κατ' αλλοίωσιν.Άμεσα αποτελέσματα αισθημάτων λίαν παρατεινομένων. Η όψις πάσχει, αλλά και ενεργεί. Αποτέλεσμα των ομμάτων των γυναικών επί των κατόπτρων κατά την έμμηνον ροήν. Ευκόλως απατώμεθα υπό των αισθήσεων, όταν έχωμεν πάθη ψυχικά ή σωματικά.
1. Τι είναι το ενύπνιον και πώς γίνεται δυνάμεθα να μάθωμεν, αν προ πάντων εξετάσωμεν τα συμβαίνοντα κατά τον ύπνον {17}. 2. Τα αισθητά πράγματα προξενούσιν εις ημάς αίσθησιν κατά τα διάφορα αισθητήρια, και η εξ αυτών γινομένη εντύπωσις υπάρχει εις τα αισθητήρια όχι μόνον όταν αι αισθήσεις είναι εν ενεργεία, αλλ' επιμένει και όταν παύση η ενέργεια αύτη {18}. 3. Το πάθος τούτο φαίνεται, ότι είναι όμοιον με το φαινόμενον το συμβαίνον εις τα ριπτόμενα πράγματα. Διότι και τα ριπτόμενα κινούνται ακόμη, και εν ώ ο κινήσας αυτά δεν τα εγγίζει πλέον· διότι ο κινήσας κατ' αρχάς εκίνησε μέρος αέρος, και πάλιν ούτος κινηθείς μετέδωκε την κίνησιν εις άλλο μέρος· και κατά τον τρόπον τούτον το ριπτόμενον, έως ου σταματήση, κάμνει την κίνησιν του και εις τον αέρα και εις τα υγρά. Ομοίως δε πρέπει να δεχθώμεν, ότι τούτο συμβαίνει και εις τας κινήσεις της αλλοιώσεως πράγματός τίνος, λ. χ,το υπό του θερμού θερμανθέν θερμαίνει το πλησίον μέρος, και τούτο μεταδίδει την θερμότητα εις άλλο μέχρι τέλους. Ώστε εξ ανάγκης συμβαίνει τούτο και εις το όργανον, όπερ είναι η έδρα της αισθήσεως,αφού η εν ενεργεία αίσθησις είναι είδος αλλοιώσεως. Διό τούτο το πάθος(η εντύπωσις) υπάρχει εις τα αισθητήρια ουχί μόνον καθ' ον χρόνον αισθάνονται, αλλά και όταν παύσωσι να αισθάνωνται, και υπάρχει εις το εσωτερικόν βάθος και εις την επιφάνειαν.
4. Είναι δε τούτο φανερόν, όταν επί τινα χρόνον κατά συνέχειαν αισθανώμεθα τι. Διότι, όταν στρέφωμεν την αίσθησιν ημών είς τι άλλο,επιμένει η (πρώτη) εντύπωσις, ως λ.χ. όταν εκ του ηλίου μεταβαίνωμεν εις την σκιάν. Διότι συμβαίνει να μη βλέπωμεν τίποτε, επειδή εξακολουθεί ακόμη η κίνησις, την οποίαν το φως έδωκεν εις τους οφθαλμούς. Και αν επί πολύν χρόνον ατενίσωμεν έν μόνον χρώμα, ή λευκόν ή πράσινον, τοιούτον φαίνεται και το πράγμα, εις το οποίον έπειτα ηθέλομεν στρέψει τα βλέμματα. Και αν κυττάζοντες τον ήλιον ή άλλο λαμπρόν αντικείμενον κλείσωμεν τα όμματα, το αντικείμενον, όπερ αμέσως παρατηρούμεν κατά την ευθείαν γραμμήν καθ' ην συμβαίνει να ορώμεν, θα μας φανή ότι το βλέπομεν κατά πρώτον με το αυτό παρόν χρώμα, όπερ έπειτα μεταβάλλεται εις ερυθρόν, έπειτα εις πορφυρούν, έως ου φθάση εις το μέλαν χρώμα και αφανισθή. 5. Και αι αισθήσεις ακόμη πάσχουσι τοιαύτα, όταν στρέφωνται ταχέως εξ' αντικειμένων ευρισκομένων εις κίνησιν, ως εκ των ποταμών και των ρευμάτων των ρεόντων ταχύτατα,διότι τότε τα άλλα πράγματα, τα οποία ηρεμούσι, μας φαίνονται ότι κινούνται. Γίνονται δε οι άνθρωποι και από τους μεγάλους κρότους κωφοί, και από τας δυνατάς οσμάς ασθενίζει η όσφρησις. Ομοίως και περί των άλλων. 6. Ταύτα δε φανερώς συμβαίνουσι κατά τούτον τον τρόπον. 7.Ότι δε τα αισθητήρια ταχέως αισθάνονται τας ελαχίστας διαφοράς αποδεικνύει το συμβαίνον εις τα κάτοπτρα, περί του οποίου, εάν επιστήση τις την προσοχήν, δύναται να σκεφθή και να λύση την απορίαν.Συγχρόνως δε εκ τούτου γίνεται φανερόν, ότι η όψις, καθώς πάσχει τι,ούτω και ενεργεί τι. Τω όντι, εις τα λίαν καθαρά κάτοπτρα {19}, όταν εμβλέψωσιν εις αυτά γυναίκες ευρισκόμεναι εις τα καταμήνια των,γίνεται εις την επιφάνειαν του κατόπτρου ως μία νεφέλη αιματώδης· και αν μεν το κάτοπτρον είναι καινουργές, δυσκόλως εξαλείφεται η τοιαύτη κηλίς, εάν όμως είναι παλαιόν, είναι ευκολωτέρα η εξάλειψις αυτής.Αίτιον δε τούτου είναι, ως είπομεν, το ότι η όψις ου μόνον πάσχει υπό του αέρος, αλλά και ενεργεί αύτη επ' αυτού και κινεί αυτόν {20}, όπως και τα λαμπρά αντικείμενα κινούσι. Διότι και τα όμματα είναι εκ των πραγμάτων, τα οποία λάμπουσι και έχουσι χρώμα. Είναι λοιπόν εύλογον ότι τα όμματα είναι εις την αυτήν κατάστασιν καθώς και οιονδήποτε άλλο μέρος του σώματος. Διότι και φυσικώς οι οφθαλμοί είναι πλήρεις φλεβών.Διά τούτο, όταν γίνωνται τα καταμήνια, η μεταβολή, η οποία γίνεται εις τα όμματα ένεκα ταραχής και ροής του αίματος, διαφεύγει μεν την αντίληψιν ημών, αλλ' όμως υπάρχει· (είναι δε η αυτή η φύσις του σπέρματος και η των καταμηνίων)· και κινείται ο αήρ, ούτος δε μεταδίδει εις τον αέρα, όστις είναι επί των κατόπτρων και συνέχεται με αυτόν, την ποιότητα την οποίαν αυτός ούτος δέχεται, ούτος δε ο αήρ (ο δεύτερος) ενεργεί το αυτό εις την επιφάνειαν του κατόπτρου.
/8/9. Όπως δε και εκ των ιματίων τα λίαν καθαρά τάχιστα κηλιδούνται,ούτω και ενταύθα διότι το καθαρόν πράγμα φανερώνει ακριβώς ό,τι αν δεχθή και το καθαρώτερον δηλοί τας μικροτάτας μεταβολάς.
O χαλκός ιδία, επειδή είναι λείος, παθαίνεται υπό οιασδήποτε μικράς επαφής. Πρέπει δε να θεωρώμεν την επαφήν ταύτην του αέρος, ότι είναι ως μία τρίψις, ως μία απόμαξις και απόπλυσις (υγρού). Επειδή δε το χαλκούν κάτοπτρον είναι καθαρόν, γίνεται καθαρά επαφή οσονδήποτε ελαφρά και αν είναι. Αίτιον δε του να μη εξαλείφηται ταχέως από τα καινουργή κάτοπτρα η κηλίς είναι η καθαριότης και η λειότης αυτών·διότι η κηλίς εισδύει εις τα κάτοπτρα ταύτα βαθέως και πανταχού, και ένεκα μεν της καθαρότητας εισχωρεί βαθέως, ένεκα δε της λειότητος εξαπλούται πανταχού. Εις δε τα παλαιά κάτοπτρα δεν μένει η κηλίς,διότι δεν εισχωρεί επίσης, αλλά μένει περισσότερον εις την επιφάνειαν.
10. Εκ τούτων λοιπόν είναι φανερόν ότι η κίνησις διεγείρεται και υπό μικρών διαφορών και ότι η αίσθησις είναι ταχεία, και ότι το όργανον το αισθητικόν των χρωμάτων ου μόνον πάσχει {21}, αλλά και αντενεργεί.Μαρτυρούσι δε υπέρ τούτων τα συμβαίνοντα εις τους οίνους και εις την κατασκευήν μύρων (αρωμάτων). Τω όντι το ήδη ετοιμασθέν έλαιον λαμβάνει ταχέως την οσμήν των πλησίον αυτού κειμένων μύρων. Και ο οίνος πάσχει το αυτό. Διότι προσλαμβάνουσι τας οσμάς όχι μόνον των σωμάτων τα οποία ρίπτονται εις αυτά ή αναμιγνύονται μετ' αυτών, αλλά και εκείνων τα οποία τίθενται πλησίον των αγγείων (του οίνου), ή των πλησίον βλαστανόντων (ανθέων).
11. Ως προς το εν αρχή τεθέν ζήτημα, έστω ως ομολογούμενον αφ' ενός μεν τούτο, το οποίον είναι φανερόν εκ των ειρημένων, ότι δηλαδή, και όταν αφανισθή το έξωθεν αισθητόν, μενουσι τα αισθήματα και είναι αισθητά, αφ' ετέρου δε ότι ευκόλως απατώμεθα ως προς τας αισθήσεις,όταν κυριευώμεθα υπό τινος πάθους, άλλος υπό άλλου, ως ο δειλός λ.χ.υπό φόβου, ο ερωτικός υπό έρωτος, πλανώνται δ' ούτως, ώστε διά μικράς ομοιότητας εκείνος μεν νομίζει ότι βλέπει παντού εχθρούς, ούτος δε το ερώμενον πρόσωπον. Και όσω περισσότερον δεσπόζεταί τις από το πάθος,τόσω μάλλον μικρά δύναται να είναι η ομοιότης (η φαινομενική). Ομοίως δε οι άνθρωποι ευκόλως απατώνται πάντες, όταν διατελώσιν υπό το κράτος οργής και οιασδήποτε επιθυμίας, και τόσω μάλλον απατώνται, όσω ισχυρότερον είναι το πάθος των. Διά τούτο και εις τους πάσχοντας πυρετόν φαίνονται ζώα εις τους τοίχους (του δωματίου) ένεκα μικράς με ζώα ομοιότητος των σχημάτων, άτινα ευρίσκονται τυχόν εκεί γεγραμμένα,και ταύτα (αι παραισθήσεις) ενίοτε ακολουθούσι κατά την έντασιν τα πάθη ούτως, ώστε όσοι δεν είναι λίαν ασθενείς αναγνωρίζουσιν ότι είναι απάτη, αν όμως το πάθος γίνεται ισχυρότερον, ούτοι και ορμώσι προς τα πράγματα (τα οποία φαντάζονται ότι βλέπουσι).
/12/13. Αίτιον δε του να γίνωνται ταύτα είναι ότι δεν κρίνουσι με την αυτήν δύναμιν, ο νους όστις κυρίως κρίνει, και εκείνη η δύναμις εις την οποίαν γίνονται τα φαντάσματα {22}. Απόδειξις δε τούτου είναι ότι ο ήλιος φαίνεται ότι έχει διάμετρον ενός ποδός. Προσέτι αντιλέγουσι κατά της φαντασίας πολλάκις και άλλα. Προσέτι διά της επ' άλληλα επιθέσεως των δακτύλων έν πράγμα {23} φαίνεται ότι είναι δύο, αλλ'όμως δεν λέγομεν ότι είναι δύο. Διότι η όψις υπερισχύει {24} της αφής.Και αν υπήρχεν η αφή μόνη, θα εκρίναμεν ότι το πράγμα τούτο, όπερ είναι έν, είναι δύο. Αίτιον δε της απάτης είναι, ότι τα πράγματα,οιαδήποτε είναι, όχι μόνον είναι αντιληπτά ενώ εξακολουθεί ο ερεθισμός του αισθητού αντικειμένου, αλλά και όταν αύτη η αίσθησις {25} κινήται,αν η κίνησις αύτη είναι εξακολούθησις της διεγέρσεως υπό του αισθητού.Ούτω λ.χ. η ξηρά φαίνεται εις τους πλέοντας ότι κινείται, καίτοι η όψις (αυτοί) κινείται υπ' άλλου (του πλοίου) {26}.
{16} Δήλα δή είτε αναγνωρίζεται ως όνειρον, είτε είναι μίγμα αληθούς και ψευδούς εγρηγόρσεως και ύπνου.
{17} Εν τοις επομένοις εξετάζει μάλλον τας περιστάσεις, αίτινες συνοδεύουσι την εγρήγορσιν και την αίσθησιν.
{18} Όσαι από τας εντυπώσεις τας οποίας εγκαταλείπουσι τα αισθήματα,σώζονται, φερόμεναι εις την κεντρικήν αίσθησιν (την ψυχήν) κατά τους ύπνους, και κινούσαι την αίσθησιν, παράγουσι τα ενύπνια.
{19} Τα κάτοπτρα των αρχαίων ήσαν εκ μετάλλου λείου και ουχί εξ υάλου,ως τα γνωστά ημίν. O τόσον όμως ακριβής ερευνητής Αριστοτέλης φαίνεται ότι επλανήθη υπ' άλλου ως προς το πάθος των κατόπτρων εκ των γυναικών.
{20} Τα όμματα ενεργούσιν όμως επί του κατόπτρου ως σώμα, εξ ου εξέρχεται απόρροια και διαχέεται επί του μετάλλου, και τούτο δε αυτός ο Αριστοτέλης υποδεικνύει κατωτέρω.
{21} Δέχεται εντυπώσεις.
{22} Η δύναμις ήτις κρίνει ως κυρίαρχος είναι ο νους. Η δε δύναμις των φαντασμάτων ή εικόνων είναι η αίσθησις ή η φαντασία. Περί του μεγέθους του ηλίου άλλως κρίνει ο νους και άλλως το βλέπει η αίσθησις. Εάν μία δύναμις μόνη έκρινε, θα εδοξάζομεν ότι ο ήλιος είναι τόσος όσον τον βλέπομεν. Η επικράτησις της αισθήσεως ή της φαντασίας άγει εις πλάνην.
{23} Ως βώλος άρτου τιθέμενος μεταξύ του λιχανού και του μέσου δακτύλου.
{24} Είναι μάλλον αξιόπιστος.
{25} Είτε δι' εσωτερικής κινήσεως του αισθητηρίου οργάνου είτε δι'ολικής μετατοπίσεως του αισθανομένου όντος.
{26} Και ουχί υπό της ξηράς, ήτις δεν κινείται και δεν δύναται να διεγείρει την αίσθησιν ημών.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Γ'.

Προς παραγωγήν ενυπνίου ανάγκη ηρεμίας τινός εν τω σώματι. Η κατά την εγρήγορσιν ταραχή εμποδίζει την ψυχήν να αισθάνηται τας εκ των αισθημάτων κινήσεις. Διαφοραί ενυπνίων. Αναφοραί αυτών προς τας κατά την εγρήγορσιν παραισθήσεις. Τα ενύπνια είναι υπολείμματα των αισθημάτων και αποτέλεσμα των κινήσεων των διδομένων εις τα όργανα υπό των αισθητικών εντυπώσεων. Πραγματικαί αντιλήψεις κατά τον ύπνον.Επίδρασις ηλικίας επί των ονείρων.
1. Είναι φανερόν εκ τούτων {27}, ότι ουχί μόνον κατά την εγρήγορσιν γίνονται αι κινήσεις των αισθημάτων αι προερχόμεναι από των εξωτερικών πραγμάτων και από των του σώματος ενεργειών, αλλά και όταν διαρκή το πάθημα τούτο, το οποίον λέγεται ύπνος· και τότε μάλιστα φαίνονται περισσότεραι. 2. Διότι κατά την ημέραν, επειδή είναι εις ενέργειαν αι αισθήσεις και η διάνοια, απωθούνται αι κινήσεις αυταί και αφανίζονται,όπως αφανίζεται το ολίγον πυρ πλησίον του πολλού πυρός και αι μικραί λύπαι και ηδοναί πλησίον των μεγάλων. Όταν δε παύσωσι τα μεγάλα, τότε και τα μικρά ανέρχονται εις την επιφάνειαν {28}. Τω όντι κατά την νύκτα, επειδή ευρίσκονται εις αργίαν αι μερικαί αισθήσεις και αδυνατούσι να ενεργώσι, διότι τότε γίνεται εκ των έξω εις τα έσω παλίρροια του θερμού, πάσαι εκείναι αι εντυπώσεις, (αίτινες δεν ήσαν αντιληπταί κατά την εγρήγορσιν), φέρονται εις την κεντρικήν αίσθησιν {29} και γίνονται φανεραί, όταν καταπαύση η ταραχή, 3. Πρέπει δε να παραδεχθώμεν περί αυτών ότι, όπως εις τους ποταμούς γίνονται μικραί δίναι {30}, ούτως εκάστη κίνησις αισθήσεως προχωρεί συνεχώς ούτω, πολλάκις μεν κατά την αυτήν διεύθυνσιν, πολλάκις δε διαλύεται εις άλλα σχήματα ένεκα συγκρούσεων. Διά τούτο μετά την λήψιν της τροφής και εις τους πολύ νέους, ως είναι τα παιδία, δεν γίνονται ενύπνια, διότι είναι πολλή η κίνησις ένεκα της θερμότητος, ήτις προέρχεται εκ της τροφής. Ώστε συμβαίνει ενταύθα ό,τι εις υγρόν, εάν τις κινή αυτό πολύ, διότι άλλοτε μεν ουδεμία φαίνεται εικών εν αυτώ,άλλοτε δε φαίνεται μεν αλλά παραμεμορφωμένη {31} τελείως, ώστε φαίνεται διάφορος παρ' ό,τι είναι. Όταν δε το υγρόν ησυχάση, τότε αι εικόνες γίνονται καθαραί και φανεραί. Ούτω και κατά τον ύπνον αι εικόνες (αι γενόμεναι τότε) και αι κινήσεις, αίτινες καταλείπονται (εκ της εγρηγόρσεως) και προέρχονται εκ των αισθημάτων, άλλοτε μεν εξαφανίζονται εντελώς υπό της ειρημένης κινήσεως, όταν αύτη είναι μείζων της δοθείσης, άλλοτε δε τα φάσματα φαίνονται ότι είναι συγκεχυμένα και τερατώδη και τα ενύπνα αμυδρά, ως συμβαίνει εις τους μελαγχολικούς και εις τους πάσχοντας πυρετόν και εις τους μεθυσμένους.Διότι όλα τα τοιαύτα πάθη, προερχόμενα εκ του αέρος, προξενούσι πολλήν κίνησιν, /4/5. Όταν δε εις τα έχοντα αίμα ζώα ησυχάση το αίμα και χωρισθή, τότε η κίνησις ήτις διατηρείται εκ των (κατά την εγρήγορσιν)γενομένων αισθημάτων εις εκάστην αίσθησιν διεγείρει ενύπνια πλήρη και ισχυρά και ποιεί τας εικόνας φανεράς, και νομίζει τις, ότι βλέπει τι ένεκα των από της οράσεως φερομένων (εις το κέντρον) εντυπώσεων, και ότι ακούει ένεκα των από της ακοής. Ομοίως δε και περί των εικόνων,αίτινες φέρονται από τας άλλας αισθήσεις, 6. Διότι, επειδή η κίνησις των ειδικών αισθητηρίων τούτων μεταδίδεται εις το κέντρον (την καρδίαν), καίπερ γρηγορών τις ενίοτε νομίζει ότι βλέπει, και ακούει και αισθάνεταί τινα· και επειδή ενίοτε η όψις φαίνεται ότι κινείται,ενώ δεν κινείται, λέγομεν ότι βλέπει· και επειδή η αφή μας αναγγέλλει,δύο κινήσεις, νομίζομεν ότι έν πράγμα είναι δύο. Διότι εν γένει το κέντρον, η αισθητική αρχή κρίνει την εξ εκάστης αισθήσεως εντύπωσιν,όταν ουδεμία άλλη υπερτέρα αίσθησις αγγέλλη το εναντίον{32}. Η εικών λοιπόν φαίνεται εντελώς, αλλά η ψυχή δεν παραδέχεται πάντοτε την τοιαύτην εικόνα, εκτός εάν η δύναμις η κρίνουσα τελευταία εμποδίζηται ή δεν έχη την προσήκουσαν εις αυτήν κίνησιν.
7. Καθώς δε είπομεν ότι άλλοι ευκόλως απατώνται διά τούτο το πάθος και άλλοι δι' άλλο, ούτως ο κοιμώμενος απατάται υπό των κινήσεων του ύπνου και της κινήσεως των αισθητηρίων και των άλλων, τα οποία συμβαίνουσιν εις την αίσθησιν, ούτως ώστε τα έχοντα μικράν ομοιότητα συγχέομεν μεταξύ των. 8. Τω όντι, όταν κοιμώμεθα, επειδή το πλείστον αίμα καταβαίνει εις την καρδίαν, συγκεντρούνται εις ταύτην και αι εν τω αίματι υπάρχουσαι κινήσεις είτε δυνάμει, είτε ενεργεία. Και είναι τοιαύται αι καταστάσεις ενταύθα, ώστε, εάν το αίμα κινηθή, μερική τις κίνησις υψούται εις την επιφάνειαν, εάν δε αύτη αφανισθή, επιφαίνεται άλλη. Έχουσι δε τοιαύτας σχέσεις μεταξύ των, οίας οι τεχνητοί βάτραχοι, οίτινες ανέρχονται εις την επιφάνειαν του ύδατος, όταν διαλυθή το επ' αυτών άλας {33}. Και τοιουτοτρόπως αι κινήσεις αυταί υπάρχουσι δυνάμει εις το ύδωρ, άμα δε ως εκλείψη το κώλυμα, τότε φανερούνται ενεργώς· όταν ελευθερωθώσιν εντός του ολίγου αίματος, όπερ υπολείπεται τότε εν τοις αισθητηρίοις, κινούνται παρουσιάζουσαι ομοιότητα προς τα σχήματα των νεφών, τα οποία τυχαίως μεταβαλλόμενα ομοιάζουσι με ανθρώπους, άλλοτε δε με κενταύρους.
9. Εκάστη δε τούτων των εικόνων είναι, ως είπομεν, υπόλοιπον πραγματικού αισθήματος. Όταν το αληθές αίσθημα εκλείψη, η εικών επιμένει και δυνάμεθα να λέγωμεν ορθώς, ότι αύτη είναί τι όμοιον με τον Κορίσκον, αλλά δεν είναι ο Κορίσκος. Κατά δε τον χρόνον της αισθήσεως η κυρίαρχος και κρίνουσα δύναμις της ψυχής δεν λέγει ότι η εικών είναι ο Κορίσκος, αλλά μόνον ότι εξ αιτίας του αισθήματος ο πραγματικός Κορίσκος (αναγνωρίζεται ότι) είναι εκείνο το πρόσωπον.Όταν αισθάνηται η κυρία δύναμις, το αίσθημα τούτο λέγει ταύτα (ότι είναι ο Κορίσκος), εκτός εάν εμποδίζηται παντελώς υπό του αίματος,καθώς χωρίς αισθήματος διεγείρεται η κίνησις αύτη υπό των εν τοις αισθητηρίοις οργάνοις δυνάμει υπαρχουσών κινήσεων. Τούτο δε, όπερ ομοιάζει προς πράγμα τι, εκλαμβάνει τις τότε ως το αληθές πράγμα. Και τόσον μεγάλη είναι η δύναμις του ύπνου, ώστε μας κάμνει να μη έχωμεν συνείδησιν της διαφοράς ταύτης. 10. Καθώς λοιπόν, εάν τις πιέζη τον δάκτυλον υπό τον οφθαλμόν του χωρίς να το αντιληφθή, το έν πράγμα όχι μόνον φαίνεται, αλλά και πιστεύεται ότι είναι διπλούν, αν όμως το αντιληφθή, τότε το πράγμα θα φαίνεται μεν διπλούν, αλλά εκείνος δεν θα το πιστεύση, 11. ούτω και ο κοιμώμενος, αν μεν συναισθάνηται ότι κοιμάται και αντιλαμβάνηται την υπνωτικήν κατάστασιν εν η συμβαίνει η αίσθησις, η εικών θα φανή μεν, αλλ' υπάρχει εντός ημών κάτι, όπερ λέγει ότι φαίνεται μεν Κορίσκος το φάσμα, αλλά δεν είναι ο Κορίσκος. (Διότι πολλάκις, όταν κοιμάται τις λέγει τι εν τη ψυχή, ότι είναι ενύπνιον εκείνο το οποίον φαίνεται). Εάν όμως δεν συναισθάνηται ότι κοιμάται, ουδέν πράγμα τότε αντιλέγει εναντίον της φαντασίας.
12. Ότι δε όσα λέγομεν είναι αληθή και ότι υπάρχουσιν εις τα αισθητήρια όργανα {34} κινήσεις της φαντασίας, γίνεται φανερόν, αν τις με προσοχήν προσπαθή να ενθυμήται όσα πάσχομεν, όταν κατακλινώμεθα και εγειρώμεθα. Διότι ενίοτε τα φαντάσματα, τα οποία έβλεπέ τις κοιμώμενος, θα εύρη, όταν εγερθή, ότι είναι κινήσεις εν τοις αισθητηρίοις. Τω όντι, είς τινας των νεωτέρων (τα παιδία), οι οποίοι ακριβέστατα βλέπουσιν, όταν είναι σκότος, εμφανίζονται πολλαί εικόνες κινούμεναι {35}, ούτως ώστε πολλάκις σκεπάζονται διότι φοβούνται.
13. Από όλα λοιπόν ταύτα πρέπει να συμπεράνωμεν, ότι το ενύπνιον είναι φάντασμα και ότι γίνεται διαρκούντος του ύπνου. Ώστε τα ήδη ρηθέντα φαντάσματα {36} δεν είναι ενύπνια, ούτε ό,τι άλλο φαίνεται, όταν αι αισθήσεις ελευθέρως λειτουργώσιν {37}. 14. Ούτε πάλιν κάθε φάντασμα κατά τον ύπνον είναι ενύπνιον. Διότι πρώτον μεν συμβαίνει είς τινας κατά τον ύπνον να αισθάνωνται κατά τινα τρόπον και ήχους και φως και χυμόν και αφήν, ασθενώς όμως και ως εάν η αίσθησις ήρχετο από μακράν.Διότι πολλοί οίτινες κοιμώμενοι υπέβλεπον μόλις εκείνο όπερ εν τω ύπνω έβλεπον, ως εφαντάζοντο, ως αμυδρόν φως του λύχνου, ευθύς άμα ηγέρθησαν, ανεγνώρισαν ότι ήτο πραγματικώς το φως του λύχνου· και πάλιν άνθρωποι ακούσαντες εν τω ύπνω ασθενώς φωνήν αλεκτρυόνων και κυνών, όταν ηγέρθησαν, σαφώς ανεγνώρισαν αυτούς {38}. Άλλοι δε και αποκρίνονται κοιμώμενοι εις τας γενομένας εις αυτούς ερωτήσεις {39}. 15. Διότι ενδέχεται, όταν έν εκ των δύο υπάρχη απολύτως, ή η εγρήγορσις ή ο ύπνος, συνάμα να υπάρχη εν μέρει το άλλο {40}, αλλά καμμία εκ των καταστάσεων τούτων δεν πρέπει να είπωμεν ότι είναι ενύπνιον, αλλ' ούτε και αι πραγματικαί διανοήσεις όσαι γίνονται εν τω ύπνω {41} μετά των φαντασμάτων. Αλλά πραγματικώς ενύπνιον είναι το φάντασμα (η εικών) το προερχόμενον εκ της κινήσεως των αισθημάτων,όταν τις κοιμάται και καθ' όσον κοιμάται.
16. Είς τινας όμως συμβαίνει να μη ίδωσι κανέν ενύπνιον καθ' όλην την ζωήν των. Και είναι μεν σπάνιον τούτο, αλλ' όμως συμβαίνει, και άλλοι μεν ουδόλως είδον, τινές δε μόνον όταν επροχώρησεν η ηλικία αυτών, ενώ πρότερον δεν είχον ίδει κανέν ενύπνιον. Το αίτιον δε του να μη γίνεται εις αυτούς ενύπνιον, πρέπει να δεχθώμεν ότι είναι σχεδόν όμοιον με το αίτιον, διά το οποίον δεν γίνονται ενύπνια εις τους κοιμωμένους ευθύς μετά το γεύμα καθώς και εις τα παιδία. Διότι εις εκείνους, οίτινες έχουσι φυσικήν σύστασιν (κράσιν) τοιαύτην, ώστε να αναβαίνη πολλή αναθυμίασις εις τα άνω μέρη του σώματος ή καταβαίνουσα να προξενή πολλήν κίνησιν, εις τούτους ευλόγως δεν φαίνεται καμμία καθ' ύπνους εικών. Αλλά καθ' όσον προχωρεί η ηλικία, δεν είναι παράδοξον να φανή ενύπνιον. Διότι, όταν γίνηται μεταβολή τις, ή διά την ηλικίαν, ή διά πάθημά τι, αναγκαίον είναι να συμβαίνη η μεταβολή αύτη (και ως προς τα όνειρα).
{27} Μάλλον εκ των επομένων.
{28} Εμφανίζονται.
{29} Ταύτης όργανον είναι η καρδία, το φυσιολογικόν άμα και ψυχικόν κέντρον της ζωικής ζωής, «η ακρόπολις του σώματος».
{30} Κίνησιν λέγει την εις το κέντρον κατάβασιν των υπολειμμάτων των εντυπώσεων, καθ' ην η ψυχή διεγείρεται. Εάν η κίνησις αύτη συγκρουσθή με άλλας, λαμβάνει μεταβολάς, έως ου φθάση εις την αισθητικήν αρχήν,ήτις αισθάνεται πάσας τας μεταβολάς.
{31} Τα αισθήματα γεννώσιν υστέρας κινήσεις ομοίας προς τα κυμάτια και τους κύκλους ύδατος ταραχθέντος υπό λιθαρίου. Αι κινήσεις αύται επαναλαμβάνονται ασθενέστεραι, σαφείς μεν εν ηρεμούντι ύδατι, ανώμαλοι δε και διάστροφοι εν ύδατι ταραττομένω υπό αντιθέτων κινήσεων. Οι κύκλοι ή αι εικόνες είναι τότε συγκεχυμέναι ή τερατώδεις. Εάν όμως η κίνησις είναι λίαν βιαία, ως εις τους παίδας και μετά το γεύμα, τότε,όπως εν τω βιαίως ταραττομένω ύδατι, ουδεμία εικών ή όνειρον παράγεται.
{32} Εάν η όψις δεν απατάται, ως η αφή, διά της επαλλαγής των δακτύλων κτλ., πολλώ μάλλον δεν απατάται το κυρίως κριτήριον, η κοινή αίσθησις,ήτις δέχεται τας εικόνας ως τας κομίζουσιν αι διάφοροι αισθήσεις, αλλ'είτα κρίνει και μεταβάλλει αυτάς.
{33} Κατά το πείραμα τούτο πέντε ξύλινοι βάτραχοι περιηλειμμένοι άλατι κατατίθενται διαδοχικώς εις πίθον ύδατος. Διαλυομένου του άλατος οι βάτραχοι αναβαίνουσιν εις την επιφάνειαν κατά τάξιν αντίστροφον εκείνης, καθ' ην έχουσι κατατεθή εις τον πυθμένα. Ή άλλως : O πίθος πληρούται άλατος, εν ω κατά διαστήματα τίθενται οι βάτραχοι. Ο πρώτος τούτων θα είναι εν τω πυθμένι, ο δε έσχατος άνω εις τα χείλη πλησίον.Όταν άρχηται να διαλύηται το άλας, πρώτος θα επιπλέη ο τελευταίος τεθείς. Ούτω και αι κινήσεις εν τω ύπνω και αι εικόνες, αι πρώται(πρόσφατοι) ευρισκόμεναι, πρώται θα ενεργήσωσι. Τα όνειρα ανέρχονται εις την επιφάνειαν της συνειδήσεως, όταν απολύωνται από των ισχυροτέρων κινήσεων, αίτινες δεσμεύουσιν αυτάς, όπως οι τεχνητοί βάτραχοι μετά την διάλυσιν του άλατος.
{34} Και εικόνες και υπολείμματα των εντυπώσεων κ.λ.
{35} Ταύτα είναι αι εν τοις οφθαλμοίς κινήσεις αι προερχόμεναι από των αισθητών.
{36} Εκείνα τα οποία οι παίδες, καίτοι έξυπνοι, βλέπουσιν εν τω σκότει, μάλλον φαντάζονται ότι βλέπουσιν.
{37} Ούτε τούτο είναι ενύπνιον.
{38} Και ότι δεν ήσαν ενύπνια ως εφαντάζοντο.
{39} Προ πάντων οι έχοντες τάσιν εις υπνοβασίαν· εις τους παίδας όμως τα φαινόμενα ταύτα είναι συχνά.
{40} O γρηγορών δύναται εν μέρει να κοιμάται και ο κοιμώμενος δύναταί πως να αγρυπνή.
{41} Υπό της ψυχής εξακολουθούσης την φυσικήν πορείαν της. Τοιαύται είναι αι κρίσεις δι' ων,όταν βλέπωμεν ενύπνιον, συναισθανόμεθα, έχομεν συνείδησιν ότι ονειρευόμεθα. Όπου λοιπόν διακρίνει τις παρόντα εξωτερικόν ερεθισμόν, εκεί δεν υπάρχει κυρίως όνειρον.
Α Ρ Ι Σ Τ Ο Τ Ε Λ Ο Υ Σ

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΚΑΘ' ΥΠΝΟΝ ΜΑΝΤΙΚΗΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α'.

Προλήψεις περί των ενυπνίων. Δεν έρχονται εκ θεού. Τα ενύπνια είναι ή σ η μ ε ί α διαθέσεων σωματικών, ή α π ο τ ε λ έ σ μ α τ α πράξεων γενομένων κατά την εγρήγορσιν και α ί τ ι α άλλων πράξεων, ή τυχαίαι σ υ μ π τ ώ σ ε ι ς.
1. Περί δε της μαντικής, η οποία γίνεται κατά τον ύπνον και λέγεται ότι παράγεται εκ των ονείρων δεν είναι εύκολον ούτε να περιφρονήση τις ούτε να πιστεύση αυτήν {42} 2. Τω όντι, το ότι πάντες ή οι πλείστοι παραδέχονται ότι τα ενύπνια έχουσι σημασίαν τινά, τούτο αποτελεί μαρτυρίαν υπέρ αυτών, διότι στηρίζεται επί της πείρας. Και δεν είναι απίστευτον ότι η διά των ονείρων γινομένη μαντική συμβαίνει είς τινας περιστάσεις. Διότι τούτο έχει λογικότητά τινα. Εκ τούτου δε δύναται τις να υποθέση ότι το αυτό συμβαίνει και εις άλλα ενύπνια. 3. Αλλά επειδή δεν βλέπομεν ουδεμίαν εύλογον αιτίαν, διά την οποίαν δύναται να γίνηται (μαντεία διά των ονείρων), εκ τούτου γεννάται δυσπιστία εις αυτά. Διότι να παραδεχθώμεν ότι ο Θεός στέλλει τα όνειρα, τούτο παρεκτός του άλλου παραλογισμού του, έχει το άτοπον ότι ο Θεός στέλλει τα όνειρα όχι εις τους αρίστους και σοφωτάτους, αλλά εις τους τυχόντας. 4. Αλλ' αν αφαιρέσωμεν από τον Θεόν την πηγήν των ονείρων,ουδεμία εκ των άλλων φαίνεται ευλόγως παραδεκτή· διότι το ότι προβλέπουσί τίνες τα γενησόμενα εις τας Ηρακλείας στήλας ή παρά τον Βορυσθένη ποταμόν, τούτο φαίνεται ότι πολύ υπερβαίνει την δύναμιν του νου ημών εις το να εύρη την εξήγησιν (τούτων των διηγημάτων {43}).
/5/4. Αναγκαίως λοιπόν τα ενύπνια είναι ή αιτία ή σημεία των γινομένων ή συμπτώματα {44}, και ή πάντα είναι τοιαύτα, ή τινά εξ αυτών ή έν μόνον. Εννοώ π.χ. ότι αίτιον της εκλείψεως του ηλίου είναι η σελήνη, και του πυρετού ο κόπος. Σημείον {45} δε της εκλείψεως είναι το ότι η σελήνη εισήλθεν (εις τον δίσκον του ηλίου), του δε πυρετού σημείον είναι η τραχύτης (πικρία) της γλώσσης. Σύμπτωμα δε είναι ότι π.χ., ενώ εγώ εβάδιζον, έγεινεν η έκλειψις του ηλίου, διότι η βάδισις δεν είναι ούτε αίτιον ούτε σημείον της εκλείψεως, ούτε πάλιν η έκλειψις είναι αίτιον ή σημείον του ότι εγώ βαδίζω. Διά τούτο κανέν από τα συμπτώματα ούτε πάντοτε ούτε συνήθως συμβαίνει.
6. Είναι λοιπόν εκ των ενυπνίων άλλα μεν αίτια, άλλα δε σημεία π.χ.των σωματικών συμβαινόντων; Λέγουσι βέβαια και εκ των ιατρών οι ικανοί, ότι πρέπει να δίδωμεν μεγάλην προσοχήν εις τα όνειρα. Εύλογον δε είναι ότι ούτω φρονούσι και οι μη μετερχόμενοι την ιατρικήν τέχνην,αλλ' εξετάζοντες και φιλοσοφούντες {46}. 7. Διότι αι ψυχικαί κινήσεις,αι οποίαι γίνονται κατά την ημέραν, εάν δεν είναι πολύ μεγάλαι και ισχυραί, διαφεύγουσι την αντίληψιν ημών μεταξύ των μεγαλειτέρων κινήσεων, αι οποίαι γίνονται κατά την εγρήγορσιν. Κατά τον ύπνον όμως συμβαίνει το εναντίον, διότι, τότε και αι μικραί κινήσεις φαίνονται μεγάλαι {47}. Τούτο δε αποδεικνύουσι τα συμβαίνοντα πολλάκις εις τον ύπνον. Διότι τινές φαντάζονται ότι ακούουσι κεραυνούς και βροντάς,όταν μικροί ήχοι γίνωνται εις τα ώτα, και ότι αισθάνονται μέλι και γλυκείς χυμούς, όταν ρέη εις την γλώσσαν αυτών ανεπαίσθητον φλέγμα,και ότι βαδίζουσι διά μέσου πυρών και θερμαίνονται, όταν είς τινα μέρη του σώματος αισθάνωνται ολίγην ζέστην. Όταν δε εξεγείρωνται,αναγνωρίζουσι πώς ταύτα πράγματι συμβαίνουσιν. 8. Ώστε, επειδή αι αρχαί πάντων των πραγμάτων είναι μικραί, μικραί είναι και αι αρχαί των νοσημάτων και των άλλων παθημάτων, τα οποία μέλλουσι να συμβώσιν εις το σώμα, είναι δε φανερόν ότι ταύτα πρέπει να είναι αναγκαίως καταφανή κατά τον ύπνον μάλλον ή κατά την εγρήγορσιν.
9. Αλλά προσέτι δεν είναι παράλογον να υποθέσωμεν ότι μερικαί εκ των φαντασιών, αι οποίαι γίνονται κατά τον ύπνον, είναι αίτια ατομικών πράξεων εκάστου{48}. Διότι, καθώς ότε μέλλοντες να πράξωμέν τι, ή εν ω το πράττομεν, ή αφού το πράξωμεν, διαλογιζόμεθα τούτο και ασχολούμεθα περί αυτού εις σαφές τι όνειρον, (αίτιον δε τούτου είναι ότι η κίνησις του ονείρου προητοιμάσθη από τας κατά την ημέραν διά των πράξεων γενομένας αρχάς), ούτως, ανάπαλιν, εξ ανάγκης και αι κατά τον ύπνον γενόμεναι κινήσεις πολλάκις είναι αρχή (αιτία) των κατά την ημέραν γινομένων πράξεων, διότι και τούτων πάλιν ο διαλογισμός προητοιμάσθη εις τας νυκτερινάς εικόνας της φαντασίας (ενύπνια). Ούτω λοιπόν τινα εκ των ενυπνίων δύνανται να είναι σημεία και αίτια.
10. Τα πλείστα όμως των ενυπνίων φαίνονται ότι είναι συμπτώματα(τυχαία) και μάλιστα εκείνα, τα οποία υπερβαίνουσι (τα συνήθη όρια)και των οποίων η αρχή δεν είναι εις ημάς, π.χ. ενύπνια περί ναυμαχιών και περί άλλων συμβαινόντων εις μεμακρυσμένα μέρη. Διότι ως προς ταύτα συμβαίνει πιθανώς, όπως όταν τις ενθυμηθή πράγμα τι και τούτο τύχηνα γίνη τότε. Και τι εμποδίζει να γίνηται ούτω και εις τον ύπνον;Τουναντίον, το πιθανώτερον είναι ότι πολλά τοιαύτα πρέπει να συμβαίνωσιν ούτω. Καθώς λοιπόν το να ενθυμηθή τις τινα δεν είναι ούτε σημείον ούτε αίτιον του ότι ήλθεν ούτος, ούτω το ενύπνιον ως προς τον ιδόντα αυτό δεν είναι ούτε σημείον ούτε αίτιον του ότι θα πραγματοποιηθή το ενύπνιον, αλλά είναι τυχαία σύμπτωσις, Διά τούτο και πολλά των ενυπνίων δεν πραγματοποιούνται, διότι το σύμπτωμα δεν γίνεται ούτε πάντοτε ούτε συνήθως.
{42} Δεν είναι παράδοξον ότι ο Αριστοτέλης ηθέλησε να πραγματευθή περί της διά των ονείρων μαντείας των μελλόντων, αφού και οι Έλληνες και άλλοι λαοί της αρχαιότητος επίστευον εις τα όνειρα. Ο Αριστοτέλης πολεμεί πάσαν σχετικήν προς τα όνειρα δεισιδαιμονίαν.
{43} Ή τούτων των πεποιθήσεων.
{44} Τυχαία φαινόμενα.
{45} Σημεία είναι εκείνα διά των οποίων προδηλούνται σωματικά ή ψυχικά πάθη. Το σημείον δεν έχει αναγκαίως σχέσιν προς το αποτέλεσμα, όπως το αίτιον.
{46} Η κατάστασις του σώματος και της υγιείας επιδρά πολύ επί των ονείρων.
{47} Γνωστά είναι τα αποτελέσματα του εφιάλτου, όταν προέρχηται εξ αντικειμένου πιέζοντος μέρος του σώματος.
{48} Αι σχέσεις πράξεων γενομένων κατά την εγρήγορσιν και νυκτερινών ονείρων, όπως και αι σχέσεις ονείρων και πράξεων, δύνανται να παρατηρηθώσιν ευκόλως.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β'.

Τα ενύπνια δεν είναι θεόπεμπτα. Το τυχαίον εις τε τα όνειρα και εις τα μετεωρολογικά φαινόμενα. Αναίρεσις γνώμης Δημοκρίτου αποδίδοντος την αιτίαν των ονείρων εις είδωλα και απόρροιας των σωμάτων. Αληθή αίτια των ονείρων είναι κινήσεις τινές. Ερμηνεία ενυπνίων.
1. Γενικώς, επειδή καί τινα εκ των άλλων ζώων ονειρεύονται, δεν είναι δυνατόν να στέλλωνται υπό του θεού τα όνειρα, ούτε γίνονται προς σκοπούς αυτού {49}. Δύνανται όμως να είναι έργον δαιμονίων, διότι η φύσις αυτών είναι έργον δαιμόνων, ουχί όμως θεία. 2. Απόδειξις δε τούτου {50} είναι, ότι άνθρωποι πολύ αγενείς προβλέπουσι κατά τον ύπνον (το μέλλον) και έχουσι πιστά όνειρα, δεικνύοντα ότι δεν είναι ο θεός ο πέμπων αυτά. Αλλ' εκείνοι οίτινες είναι φύσει φλύαροι και μελαγχολικοί, έχουσι παντοειδή όνειρα. Επειδή δε έχουσιν ούτοι πολλάς και παντοειδείς κινήσεις, μεταξύ των ονείρων των συμβαίνει να υπάρχωσί τινα, τα οποία επιτυγχάνουσιν, όπως τινές επιτυγχάνουσιν εις το παιγνίδιον μονά ή ζυγά. Και εκείνο, όπερ λέγεται «εάν πολλάκις ρίψης ενίοτε θα επιτύχης {51}», τούτο ακριβώς εφαρμόζει εδώ.
3. Αλλά δεν είναι ουδόλως παράδοξον ότι δεν επαληθεύουσι πολλά εκ των ενυπνίων, αφού δεν πραγματοποιούνται πάντοτε ούτε τα ουράνια σημεία και τα φυσικά, π.χ. τα σημεία των βροχών και των ανέμων {52}. Διότι,αν άλλη κίνησις συμβή ισχυροτέρα εκείνης, ήτις, ότε έμελλε να γείνη,έδιδε το σημείον, (η τελευταία αύτη κίνησις) δεν πραγματοποιείται και το σημειωθέν συμβάν δεν επαληθεύει. Ούτω και πολλαί καλαί αποφάσεις περί των πρακτέων ματαιούνται ένεκεν άλλων ισχυροτέρων σκέψεων. 4. Εν γένει δε δεν γίνεται πάντοτε παν ό,τι μέλλει να γείνη, ούτε είναι το αυτό πράγμα ό,τι θα είναι και ό,τι μέλλει να είναι {53}. Αλλά μόνον πρέπει να λέγωμεν, ότι υπάρχουσιν αιτίαι, διά τας οποίας ουδέν εξετελέσθη, και υπάρχουσι σημεία πραγμάτων, τα οποία (πράγματα) δεν γίνονται.
5. Περί δε των ενυπνίων, τα οποία δεν έχουσι αρχάς τοιαύτας, οποίας είπομεν ήδη, αλλά αρχάς αίτινες υπερβαίνουσι τα (συνήθη) όρια κατά τους χρόνους είτε κατά τους τόπους είτε κατά τα μεγέθη, ή τα οποία δεν έχουσι μεν καμμίαν εκ τούτων των υπερβολών, αλλ' όμως οι ιδόντες αυτά τα όνειρα δεν έχουσιν εν εαυτοίς τας αρχάς αυτών, περί τούτων πρέπει να είπωμεν, ότι εάν η πρόβλεψις δεν είναι απλή σύμπτωσις, η επομένη εξήγησις είναι ευλογωτέρα της του Δημοκρίτου, όστις αίτια θεωρεί εικόνας και απορροάς των πραγμάτων. 6. Καθώς δηλαδή, όταν πράγμα τι κινή το ύδωρ ή τον αέρα, το κινηθέν μέρος μεταδίδει την κίνησιν εις άλλο, και αφού το πρώτον κινήσαν παύση να κινή, συμβαίνει να εξακολουθή «όμοια κίνησις μέχρι σημείου τινός, καίτοι το κινήσαν δεν είναι παρόν, ούτω, τίποτε δεν εμποδίζει να φθάσωσιν εις τας ψυχάς κατά τον ύπνον κίνησίς τις και αίσθησις παραγόμεναι εξ εκείνων των αντικειμένων, εκ των οποίων ο Δημόκριτος λέγει ότι εκπέμπονται είδωλα και απορροαί. Οπωσδήποτε δε τύχη να φθάσωσιν εις την ψυχήν αύται,είναι περισσότερον αισθηταί κατά την νύκτα, ενώ την ημέραν ευκολώτερον αφανίζονται, διότι ο αήρ είναι ολιγώτερον τεταραγμένος κατά την νύκτα,ότε επικρατεί μείζων γαλήνη και επομένως αι κινήσεις εκείναι προξενούσιν εντύπωσιν εις το σώμα ένεκα του ύπνου. Διότι και αυτάς τας μικράς εσωτερικάς κινήσεις αισθανόμεθα περισσότερον, όταν κοιμώμεθα παρά όταν είμεθα έξυπνοι. 7. Αι κινήσεις δε αύται παράγουσι τα φαντάσματα, με τα οποία προβλέπουσί τινες τα μέλλοντα εις ομοίας με αυτά περιπτώσεις. Και διά τούτο συμβαίνουσι τα όνειρα ταύτα εις τους τυχόντας ανθρώπους και ουχί εις τους φρονιμωτάτους· διότι άλλως θα ήρχοντο την ημέραν και δη εις τους σοφούς, εάν ο θεός ήτον ο πέμπων τα ενύπνια. 8. Αλλ' ούτως είναι φυσικόν να δύνανται να προβλέπωσιν οι πρόστυχοι, διότι η διάνοια των τοιούτων δεν είναι παραδεδομένη εις φροντίδας και σκέψεις, αλλ' είναι έρημος και κενή από πάντα (από τα οποία είναι πλήρης η των σοφών), και όταν κινηθή, άγεται και φέρεται από το κινούν αυτήν.
9. Αίτιον δε να προβλέπωσι μέλλοντα τινές των εκστατικών {54} είναι ότι αι ατομικαί διεγέρσεις αυτών δεν περισπώσιν αυτούς, αλλά μάλλον αποκρούονται υπ' αυτών και διά τούτο αισθάνονται ούτοι μάλιστα κινήσεις αι οποίαι δεν ανήκουσιν εις άλλους. 10. Το ότι δέ τινες βλέπουσιν όνειρα πιστά, και το ότι οι φίλοι προβλέπουσι προ πάντων τα των φίλων, τούτο συμβαίνει διότι οι φίλοι προ πάντων και οι γνώριμοι φροντίζουσι και σκέπτονται περί των γνωρίμων. Διότι, καθώς οι στενοί φίλοι αισθάνονται και αναγνωρίζουσι αλλήλους από μακράν, ούτως αισθάνονται και τας κινήσεις αλλήλων, διότι είναι γνωριμώτεραι αι κινήσεις των γνωστών προσώπων. 11. Οι δε μελαγχολικοί, επειδή είναι κατά την φύσιν βίαιοι, προβλέπουσιν ευστόχως, όπως οι ρίπτοντες βέλη μακρόθεν, επειδή δε ευκόλως μετάβάλλουσι διάθεσιν, ταχέως η φαντασία των παριστάνει τα επακόλουθα. Διότι όπως τα ποιήματα του Φιλαιγίδου και οι μαινόμενοι λέγουσι και διανοούνται επακόλουθα εξαρτώμενα εξ ομοιότητος, ως φαίνεται εν τω ποιήματι της Αφροδίτης, ούτως οι ονειρευόμενοι ούτοι συμπλέκουσι σειράν συμβάντων. Και προσέτι ένεκα της σφοδρότητος της φύσεως των η κίνησις αυτών δεν αποκρούεται υπό άλλης εξωτερικής κινήσεως.
12. Επιτηδειότατος δε ονειροκρίτης είναι εκείνος όστις δύναται να παρατηρή τας ομοιότητας των ενυπνίων· διότι πας τις δύναται να κρίνη τα σαφή όνειρα. Λέγω δε ομοιότητας, το ότι αι κατά τον ύπνον εικόνες είναι σχεδόν όμοιαι με τας εν τω ύδατι εικόνας των πραγμάτων, ως είπομεν πρότερον. Τω όντι, αν είναι πολλή η κίνησις του ύδατος, η απεικόνισις δεν δύναται να γείνη ακριβής, και αι εικόνες δεν ομοιάζουσι με τα πρωτότυπα. Ικανός τότε να κρίνη τας εμφανίσεις των εικόνων θα ήτο ο δυνάμενος τάχιστα να αναγνωρίζη και να διακρίνη εις τας παρασυρομένας και διαστρεφομένας εικόνας την αντανάκλασιν εν τω ύδατι ανθρώπου, ή ίππου, ή άλλου οιουδήποτε πράγματος, και ως η εικών,ούτω το ενύπνιον δύναται ομοίως να διαστραφή, διότι η κίνησις καταστρέφει την σαφήνειαν (και διάκρισιν) των ονείρων. Εξηγήσαμεν λοιπόν τι είναι ύπνος και τι ενύπνιον και διά τινα αιτίαν ταύτα γίνονται. Προσέτι δε εξηγήσαμεν την φύσιν της διά των ενυπνίων μαντείας.
{49} Ίνα δηλ. αποκαλύπτωσι τα μέλλοντα.
{50} Ότι τα όνειρα δεν είναι θεόπεμπτα.
{51} Ρίπτων τις πολλάς βολάς επί τέλους θα επιτύχη. Ούτω και ο ονειρευόμενος πολλά.
{52} Την πέριξ της σελήνης άλω νομίζομεν σημείον βροχής και ανέμων.Ταύτα όμως πολλάκις δεν επακολουθούσι, διότι υπερισχύει αντενέργειά τις.
{53} Δεν είναι το αυτό το μέλλον και το προσδοκώμενον. Το κείμενον λέγει επόμενον (το μέλλον απολύτως) και μέλλον (το ενδεχόμενον μέλλον).
{54} Εννοεί τους έξω εαυτών, έξω φρενών, τους πάσχοντας εκστατικήν παραφροσύνην.
Α Ρ Ι Σ Τ Ο Τ Ε Λ Ο Υ Σ

ΠΕΡΙ ΜΑΚΡΟΒΙΟΤΗΤΟΣ ΚΑΙ ΒΡΑΧΥΒΙΟΤΗΤΟΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α'.

Απορίαι περί μήκους και βραχύτητος της ζωής. Διαφοραί γενών προς γένη, και ατόμου προς άτομον του αυτού είδους. Επίδρασις κλιμάτων επί της ζωής.
1. Πρέπει νυν να εξετάσωμεν τας αιτίας διά τας οποίας άλλα μεν ζώα είναι μακρόβια και άλλα βραχύβια, και εν γένει τας αιτίας του μήκους και της βραχύτητος της ζωής (φυτών και ζώων). 2. Αναγκαία δε αρχή της μελέτης ημών είναι να θέσωμεν τα ζητήματα, τα οποία περί αυτών εγείρονται {55}. Τω όντι, δεν είναι φανερόν αν είναι το αυτό ή αν είναι διάφορον το αίτιον εις όλα τα φυτά και τα ζώα του να είναι άλλα μεν μακρόβια, άλλα δε βραχύβια. Διότι και εκ των φυτών άλλα μεν ζώσιν έν έτος, άλλα δε έχουσι πολυχρόνιον ζωήν. 3. Προσέτι ζητείται, αν μεταξύ των φυσικώς οργανωμένων όντων τα αυτά είναι μακρόβια και κατά τους φυσικούς νόμους υγιεινά, ή αν είναι κεχωρισμέναι η μακροβιότης και η υγιεία. Ή είς τινας μεν νόσους τα νοσούντα κατά την φύσιν σώματα έχουσι ολιγοχρόνιον ζωήν, άλλαι δε νόσοι ουδόλως εμποδίζουσι τους νοσηρούς να είναι μακρόβιοι.
4. Περί μεν του ύπνου και της εγρηγόρσεως είπομεν πρότερον, περί δε ζωής και θανάτου θα είπωμεν ύστερον, όπως και περί νόσου και υγιείας,όσον ανήκει εις την φιλοσοφίαν της φύσεως. Τώρα θα ίδωμεν την αιτίαν,διά την οποίαν άλλα είναι μακρόβια και άλλα βραχύβια, καθώς προείπομεν.
5. Υπάρχουσιν ολόκληρα γένη, τα οποία έχουσι την διαφοράν ταύτην της μακροβιότητος από άλλων γενών, και άτομα άτινα διαφέρουσιν ομοίως από άλλων ατόμων ανηκόντων εις τα αυτό είδος. Ούτως εννοώ ότι υπάρχει διαφορά κατά το γένος, ως διαφέρει άνθρωπος από ίππου {56}, διότι το γένος των ανθρώπων είναι μακροβιώτερον από του γένους των ίππων. Εντός δε του αυτού είδους διαφέρει άνθρωπος από ανθρώπου. Διότι υπάρχουσιν άνθρωποι άλλοι μεν μακρόβιοι, άλλοι δε βραχύβιοι, κατά τους διαφόρους τόπους τους οποίους κατοικούσι. Διότι τα έθνη, τα οποία ζώσιν εις τα θερμά κλίματα, είναι βραχυβιώτερα. Ομοίως και εκ των κατοικούντων τον αυτόν τόπον έχουσί τίνες προς αλλήλους την αυτήν διαφοράν.
{55} Εκ των εν λόγω φαινομένων. Αύτη είναι γενικώς η μέθοδος του Αριστοτέλους.
{56} Η διάκριση αύτη είναι μάλλον διάκρισις είδους προς είδος, διότι άνθρωπος και ίππος είναι είδη του γένους ζώου.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β'.

Γενικά περί των αιτίων της γενέσεως, και της φθοράς. Διάκρισις φυσικών σωμάτων από των μη φυσικών. Αίτια φθοράς τινων πραγμάτων.Φθορά της ψυχής.
1. Πρέπει δε να μάθωμεν τι είναι εις τα φυσικά σώματα το ευκόλως φθειρόμενον και τι το δυσκόλως φθειρόμενον. Ούτω το πυρ και το ύδωρ και τα συγγενή με αυτά σώματα {57}, επειδή δεν έχουσι την αυτήν δύναμιν, γίνονται αίτια γενέσεως και φθοράς {58} μεταξύ των. Εύλογον δε να δεχθώμεν ότι και έκαστον των άλλων σωμάτων, τα οποία παράγονται ή συνίστανται εκ τούτων, μετέχουσι της φύσεως αυτών, εξαιρουμένων των τεχνητώς αποτελουμένων εκ της συνθέσεως πολλών πραγμάτων, ως είναι η οικία {59}. 2. Αλλά περί των πραγμάτων τούτων, τα οποία δεν είναι φυσικά, η εξήγησις είναι διάφορος. Υπάρχουσι πολλά όντα έχοντα ιδιαιτέρους τρόπους φθοράς, λ.χ. η γνώσις, η υγιεία και η νόσος.Διότι ταύτα φθείρονται χωρίς να φθαρώσι τα όντα εις τα οποία υπάρχουσιν, άλλα, τουναντίον, όταν ταύτα διατηρώνται· λ.χ. της αγνοίας μεν καταστροφή είναι η ανάμνησις και η μάθησις, της επιστήμης δε η λήθη και η απάτη. 3. Κατά συμβεβηκός δε (εμμέσως) η φθορά άλλων ιδιοτήτων των φυσικών σωμάτων συνακολουθεί την του σώματος. Ούτως,όταν καταστρέφωνται τα ζώα, καταστρέφεται και η γνώσις και η υγιεία,ήτις υπάρχει εις τα ζώα. 4. Όθεν και περί της ψυχής δύναταί τις να συμπεράνη εκ τούτων. Τω όντι, αν η ψυχή δεν υπάρχη φυσικώς εις το σώμα, αλλά όπως η επιστήμη είναι εν τη ψυχή, ούτω και η ψυχή υπάρχη εν τω σώματι, θα υπάρχη και άλλη φθορά αυτής, διάφορος από τον όλεθρον τον οποίον πάσχει, όταν το σώμα φθείρηται. Ώστε, επειδή η ψυχή δεν φαίνεται ότι είναι τοιαύτη, διά τούτο η ένωσίς της με το σώμα είναι διάφορος της ενώσεως της επιστήμης με την ψυχήν {60}.
{57} Ταύτα είναι ο αήρ, η γη και ίσως ο αιθήρ.
{58} Ήτοι γεννήσεως και θανάτου.
{59} Η οικία δύναται να στερηθή πολλάς πέτρας ή πολλά μέρη της, χωρίς να παύση να είναι οικία.
{60} Κατά τον Αριστοτέλην η ψυχή είναι το είδος ή η μορφή του σώματος,αλλ' η επιστήμη δεν είναι ομοίως το είδος της ψυχής.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Γ'.

Ουδέν φθαρτόν ουδαμού γίνεται άφθαρτον, διότι πάντα τα υλικά πράγματα, έχοντα εναντία, μεταβάλλονται διηνεκώς.
1. Δύναταί τις να ερωτήση ευλόγως, άρά γε υπάρχει τι, εν ώ το φθαρτόν σώμα είναι άφθαρτον, ως είναι το πυρ των άνω χωρών (του ουρανού), όπερ δεν έχει εναντίον; 2. Διότι τα πράγματα, τα υπάρχοντα εις τα εναντία(όντα, ή ουσίας) {61} κατά συμβεβηκός (εμμέσως) φθείρονται, διότι φθείρονται ταύτα (τα εναντία). Διότι τα εναντία αποκλείουσιν άλληλα.Ουδέν όμως των εναντίων, το οποίον ανήκει εις ουσίαν {62},καταστρέφεται κατά συμβεβηκός {63}, διότι η ουσία δεν είναι κατηγορούμενον ουδενός υποκειμένου. Ώστε εκείνο, όπερ δεν έχει εναντίον, αδύνατον είναι να φθαρή, και εκεί όπου δεν υπάρχει εναντίον,δεν δύναται να υπάρχη καταστροφή. Τω όντι, τι είναι εκείνο, όπερ θα φέρη την καταστροφήν, εάν τα πράγματα μόνον υπό των εναντίων αυτών καταστρέφωνται και εάν δεν υπάρχη εναντίον εις το υποτεθέν πράγμα είτε απολύτως είτε εις τι μέρος αυτού;
3. Ή τούτο εν μέρει μεν είναι αληθές, εν μέρει όμως όχι; Διότι είναι αδύνατον εις έν πράγμα υλικόν να μη υπάρχη υπό τινα έποψιν έν εναντίον. Ούτω το θερμόν ή ευθύ {64} δύναται να υπάρχη πανταχού εν αυτώ {65}, αλλ' όμως είναι αδύνατον να είναι ολόκληρον τούτο θερμόν ή ευθύ ή λευκόν, διότι ούτως αι ιδιότητες αυταί θα ήσαν χωρισμέναι (από τα πράγματα) {66}. Λοιπόν, όταν ευρίσκωνται ομού το ενεργούν και το πάσχον, εάν πάντοτε εκείνο ενεργή και το άλλο πάσχη, αδύνατον είναι να μη υπάρχη μεταβολή {67}. 4. Προσέτι, εάν πρέπη αναγκαίως να αφίνη η μεταβολή περίσσευμά τι {68}, το περίττωμα τούτο περιέχει εναντίωσιν,διότι η μεταβολή πάντοτε προέρχεται εκ του εναντίου και το περίττωμα είναι λείψανον καταστάσεως προτέρας της μεταβολής. 5. Αλλά αν το ενεργεία εναντίον ήθελεν εντελώς αποκλεισθή, πράγμα τι θα ήτο τότε άφθαρτον{69}, ή δεν έχει ούτω, αλλά θα κατεστρέφετό τι υπό του περιέχοντος αυτό στοιχείου; 6. Εάν λοιπόν τούτο συμβαίνη, αρκεί η εξήγησις η ειρημένη{70}. Εάν δε μη, πρέπει να υποθέσωμεν, ότι υπάρχει πάντοτε εναντίον τι ενεργεία εν τω πράγματι και ότι σχηματίζεται περίττωμα. Διά τούτο η μικροτέρα φλοξ κατακαίεται κατά συμβεβηκός υπό της μεγάλης, διότι την τροφήν, εν μορφή καπνού, την οποίαν η μικρά καταναλίσκει εις πολύν χρόνον, η μεγάλη την καταναλίσκει εις ολίγον(ταχέως). Διά τούτο πάντα τα πράγματα είναι πάντοτε εις κίνησιν, και ή γίνονται ή φθείρονται. Το δε περιέχον αυτά (στοιχείον) ή συμπράττει ή αντιπράττεί εις την κίνησιν. Και διά τούτο τα μεταβαλλόμενα διαρκούσι περισσότερον ή ολιγώτερον χρόνον παρ' όσον απαιτεί αύτη η φύσις αυτών.Τα πράγματα όμως, όσα έχουσιν εναντία, δεν είναι αιώνια· διότι η ύλη ευθύς απ' αρχής περιέχει τα εναντία, ούτως ώστε ως προς μεν το πού μεταβάλλεται κατά τόπον, ως προς το ποσόν αυξάνει και σμικρύνει, ως προς το πάσχειν μεταβάλλεται κατά ποιόν {71}.
{61} Ήτοι, αι ιδιότητες ή τα πράγματα, τα οποία είναι μόνον κατηγορούμενα εις υποστάσεις, και δεν είναι αυτά ταύτα υποστάσεις ή ουσίαι. Βλέπε προηγούμενον κεφάλαιον § 2, παραδείγματα.
{62} Δηλαδή, τα οποία είναι αυτά ταύτα ουσίαι, στοιχεία.
{63} Καταστρέφεται δε μόνον, ουσιωδώς, ως ουσία.
{64} Λαμβάνονται ως παραδείγματα των εναντίων τα ζεύγη: θερμόν-ψυχρόν,και ευθύ - καμπύλον.
{65} Υπό τον όρον πάντοτε ότι θα είναι μετ'αυτών τα εναντία των.
{66} Εάν δηλ. όλη η ύλη μίαν μόνην είχε ποιότητα, εάν λ.χ. δεν είχεν ειμή θερμότητα, επειδή τότε δεν θα υπήρχε θέσις διά τα εναντία, έπρεπε να δεχθώμεν, ότι τα εναντία είναι χωριστά αυτών των πραγμάτων· διότι η πείρα αποδεικνύει πάντοτε ότι τα πράγματα έχουσιν εναντία. Αλλ' είναι αδύνατον τα εναντία να είναι χωριστά από τα πράγματα των οποίων είναι εναντία· άρα είναι εις τα πράγματα.
{67} Και άρα και εναντίαι ποιότητες, θερμόν κ.λ. δεν είναι καθ'εαυταί, αλλ' είναι πάντοτε εις μέρος τι ύλης, άνευ του οποίου δεν θα υπήρχον.
{68} Αφίνει περίττωμα, διότι συντηρείται και τρέφεται, πάσα δε τροφή παράγει πάντοτε περίττωμά τι.
{69} Εάν απεκλείετο η αρχή της εναντιώσεως, ουδεμία θα υπήρχε μεταβολή και κατ' ακολουθίαν θα ήτο τι άφθαρτον.
{70} Το περιέχον θα παρείχε τότε την εναντίαν αρχήν, και ούτω το δόγμα«ουδέν εναντίον ουδεμία φθορά» θα έμενεν απρόσβλητον.
{71} Εν άλλαις λέξεσιν, άπας ο γήινος κόσμος είναι φθαρτός και μεταβλητός.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Δ'.

Ποία των ζώων είναι μακροβιώτερα; Ως επί το πλείστον τα μεγαλύτερα.
1. Ούτε τα μέγιστα των ζώων είναι τα μάλλον άφθαρτα· (διότι ο ίππος ζη ολιγώτερον χρόνον ή ο άνθρωπος). Ούτε πάλιν τα μικρά, (διότι πολλά έντομα ζώσιν έν μόνον έτος). Ούτε τα φυτά εν γένει είναι μακροβιώτερα των ζώων, (διότι τινά των φυτών διαρκούσιν έν μόνον έτος). Ούτε εκ των ζώων τα έχοντα αίμα (διότι η μέλισσα ζη περισσότερον παρά τινα έναιμα). Ούτε πάλιν τα άναιμα, (διότι τα μαλάκια ζώσιν έν μόνον έτος,αλλ' αίμα δεν έχουσιν). Ούτε τα επί της ξηράς μόνον, διότι και φυτά και ζώα χερσαία ζώσιν έν μόνον έτος. Ούτε πάλιν τα εν τη θαλάσση,διότι και εκεί είναι βραχύβια τα οστρακώδη και τα μαλάκια.
2. Γενικώς τα ζώντα περισσότερον χρόνον ευρίσκονται μεταξύ των φυτών,ως λ.χ. ο φοίνιξ, έπειτα μεταξύ των ζώων μακροβιώτερα είναι τα έχοντα αίμα μάλλον παρά τα άναιμα, και τα χερσαία μάλλον παρά τα εν τω ύδατι ζώντα. Ώστε τα μακροβιώτατα ζώα είναι εκείνα, εν οις υπάρχει συνδυασμός εναίμων χερσαίων (εις γάμον), ως λ, χ. ο άνθρωπος ή ο ελέφας. Βεβαίως δε και τα μεγαλύτερα ως επί το πλείστον είναι μακροβιώτερα των μικροτέρων ζώων. Διότι το μεγαλείον (των διαστάσεων)ευρίσκεται εις άλλα παραδείγματα μακροβιωτάτων ζώων, ως και εις εκείνα τα οποία είπομεν.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ε'.

Αίτια της μακροβιότητος. Η ύλη του ζώου είναι το θερμόν και το υγρόν.Λειτουργία του λίπους. Το σπερματικόν υγρόν και αι αναφοραί του προς την διάρκειαν της ζωής. Επιρροή κλιμάτων και τροφής.
1. Την αιτίαν πάντων τούτων δύναταί τις να εύρη διά των επομένων.Πρέπει δηλαδή να δεχθώμεν, ότι το ζώον είναι φυσικώς υγρόν και θερμόν και ότι τοιούτον είναι το ζην {72}, το δε γήρας είναι ψυχρόν και ξηρόν, όπως είναι και ο θάνατος (ο νεκρός). Τούτο είναι αληθώς φανερόν. Εις τα ζώντα σώματα η ύλη έχει το θερμόν και ψυχρόν και το ξηρόν και υγρόν. Εξ ανάγκης λοιπόν, όταν τα όντα γηράσκωσι,ξηραίνονται. Διά τούτο πρέπει να μη είναι τοιούτον το υγρόν, ώστε να ξηραίνηται ευκόλως. Και εκ τούτου τα έχοντα λίπος δεν σήπονται και αιτία τούτου είναι, ότι τα λιπαρά περιέχουσιν αέρα {73}, ο δε αήρ είναι πυρ σχετικώς προς άλλα στοιχεία, αλλά το πυρ δεν σήπεται. Δεν πρέπει πάλιν να είναι και το υγρόν ολίγον, διότι και το ολίγον ξηραίνεται ευκόλως.
2. Διά ταύτα και τα μεγάλα ζώα και τα μεγάλα φυτά έχουσιν εν γένει μακροχρόνιον ζωήν, ως προείπομεν, διότι εύλογον είναι να δεχθώμεν, ότι τα μεγάλα έχουσι περισσότερον υγρόν. Αλλά δεν είναι διά τούτον μόνον τον λόγον μακροβιώτερα, διότι δύο είναι τα αίτια της μακροβιότητος το ποσόν και το ποιόν, ώστε δεν πρέπει μόνον να υπάρχη πλήθος υγρού, αλλά πρέπει τούτο να είναι και θερμόν, διά να μη δύνηται ευκόλως ούτε να πήγνυται ούτε να ξηραίνηται. Και διά τούτο ο άνθρωπος ζη χρόνον περισσότερον παρά τινα μεγαλύτερα ζώα. Διότι είναι μακροβιώτερα τα ζώα τα έχοντα ολιγώτερον ποσόν υγρού, εάν μόνον η κατά το ποιόν υπεροχή του υγρού είναι αναλόγως μεγαλυτέρα της ελλείψεως των κατά το ποσόν αυτού. /3/4. Είς τινα δε ζώα το λιπαρόν συνδυάζεται με την θερμότητα και κάμνει αυτά να μη δύνανται ευκόλως να ξηραίνωνται και να ψύχωνται·άλλα δε ζώα έχουσι χυμόν διαφόρου είδους.
5. Προσέτι δε το ζώον, εάν μέλλη να μη φθείρηται ευκόλως, πρέπει να μη παράγη πολύ περίττωμα {74}, διότι το περίττωμα καταστρέφει, είτε εκ νόσου είτε εκ φύσεως. Διότι η δύναμις του περιττώματος είναι αύτη, να είναι εναντίον και να φθείρη ή όλην την φύσιν του ζώου, ή έν των μερών αυτού. 6. Διά τούτο τα λάγνα και πολύ έχοντα {75} σπέρμα ταχέως γηράσκουσι, διότι το σπέρμα είναι περίττωμα και αποβαλλόμενον ξηραίνει τα ζώον. Διά τούτο και ο ημίονος είναι μακροβιώτερος του ίππου και της όνου (εξ ων εγεννήθη), και τα θήλεα μακροβιώτερα των αρρένων, εάν τα άρρενα είναι λάγνα. Διά τούτο και εκ των στρουθίων τα άρρενα ζώσιν ολιγώτερον παρά τα θήλεα.
7. Προσέτι εκ των αρρένων όσα κοπιάζουσι πολύ γηράσκουσιν ένεκα του κόπου ταχύτερον, διότι ο κόπος ξηραίνει, και το γήρας είναι ξηρόν. 8.Αλλά φυσικώς και εν γένει τα άρρενα πρέπει να ζώσι περισσότερον παρά τα θήλεα, διότι το άρρεν είναι ζώον εκ φύσεως θερμότερον του θήλεος {76}.
9. Τα αυτά δε ζώα {77} ζώσι περισσότερον εις τους θερμούς παρά εις τους ψυχρούς τόπους, διά την αυτήν αιτίαν διά την οποίαν τα μεγάλα ζώσι περισσότερον των μικρών. Και μεγίστας λαμβάνουσι διαστάσεις τα εκ φύσεως ψυχρά ζώα. Ούτως οι όφεις και αι σαύραι και τα φολιδωτά είναι μεγάλα εις τους θερμούς τόπους, εν δε τη Ερυθρά θαλάσση τα οστρακόδερμα. 10. Διότι και της αυξήσεως και της ζωής αιτία είναι η υγρά θερμότης. Αλλ' εις τους ψυχρούς τόπους, το υγρόν, το οποίον έχουσι τα ζώα, γίνεται υδαρέστερον, και διά τούτο παγώνει ευκολώτερον.Ένεκα τούτων τα ζώα τα έχοντα ολίγον αίμα ή μη έχοντα αίμα {78} δεν γεννώνται εις τους βορείους τόπους, ούτε εις την ξηράν τα χερσαία,ούτε τα ένυδρα εις την θάλασσαν, όσα δε γεννώνται είναι και μικρότερα και ολιγώτερον χρόνον ζώσι. Διότι ο πάγος εμποδίζει την ανάπτυξιν αυτών.
11. και τα φυτά δε και τα ζώα φθείρονται, όταν δεν λαμβάνωσι τροφήν·διότι τότε καταναλίσκουσιν αυτά εαυτά. Τω όντι, καθώς η μεγάλη φλοξ κατακαίει και καταστρέφει την μικράν, διότι καταναλίσκει αυτή την τροφήν της μικράς, ούτω η φυσική θερμότης, ης πρώτη λειτουργία είναι η πέψις, καταναλίσκει την ύλην (το σώμα) εις την οποίαν ευρίσκεται.
12. Τα δε υδρόβια ζώα ζώσιν ολιγώτερον παρά τα χερσαία, ουχί απλώς διότι είναι υγρά, αλλά διότι είναι πλήρη ύδατος {79}. Το δε υδαρόν υγρόν φθείρεται ευκόλως, διότι είναι ψυχρόν και πήγνυται ευκόλως. 13.Διά την αυτήν αιτίαν και τα μη έχοντα αίμα ευκόλως φθείρονται, όταν δεν προστατεύη αυτά το μέγεθος του σώματός των· διότι δεν έχουσι ούτε λίπος ούτε γλυκύ τι στοιχείον, διότι εις το ζωον το λίπος είναι γλυκύ.Διά τούτο αι μέλισσαι {80} είναι μακροβιώτεραι παρά άλλα μεγαλύτερα ζώα.
{72} Και η ζωή είναι ωσαύτως υγρά και θερμή
{73} Το λίπος είναι ελαφρότερον του κρέατος εν τω ανθρωπίνω σώματι,και τούτο ίσως προέρχεται εκ του αέρος, ον περιέχει το λίπος.
{74} Αι λίαν άφθονοι εκκρίσεις καταπονούσι και εξαντλούσι το σώμα.
{75} Και τα οποία υφίστανται απώλειαν πολλού σπέρματος. Αλλά και όπου υπάρχει φύσει άφθονος έκκρισις σπέρματος η συνουσία είναι συχνή, και εκ τούτου η ζωή είναι ολιγοχρόνιος.
{76} Η θερμοκρασία των αρρένων είναι εν γένει ανωτέρα της των θηλέων
{77} Είδη ζώων.
{78} Τα έντομα π.χ. είναι ολίγα εις τα ψυχρά κλίματα και αφανίζονται καθ' όσον προχωρούμεν εις τους πόλους.
{79} Το υγρόν δύναται να είναι θερμόν, αλλ' η υγρότης του ύδατος είναι ψυχρά.
{80} Διότι το μέλι, όπερ εκκρίνουσιν, είναι γλυκύ και τρέφει αυτάς.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ς'.

Περί της μακροβιότητας των φυτών. Αιτία ταύτης η άπαυστος ανακαίνισις του φυτού. Αναφοραί φυτών και εντόμων. Χωρίζονται εις μέρη χωρίς να θνήσκωσιν. Αναφοραί φυτών και ζώων.
1. Μεταξύ των φυτών υπάρχουσι τα ζώντα μακρότατον χρόνον και περισσότερον παρά τα ζώα. 2. Πρώτον μεν τα φυτά είναι ολιγώτερον υδατώδη, ώστε δεν πήγνυνται εύκολα. Έπειτα έχουσι ξηρότητα και γλισχρότητα, και μολονότι είναι ξηρά και γεώδη, όμως δεν έχουσιν υγρόν, όπερ ξηραίνεται ευκόλως.
3. Ότι δε τα δένδρα είναι φύσει πολυχρόνια πρέπει να εύρωμεν την αιτίαν τούτου· διότι έχουσιν ιδιαιτέραν αιτίαν συγκρινόμενα προς τα ζώα, πλην των εντόμων {81}. Δήλα δή τα φυτά γίνονται πάντοτε νέα. Διά τούτο είναι πολυχρόνια· διότι πάντοτε παράγονται νέοι βλαστοί, άλλοι δε γηράσκουσι, ωσαύτως δε και αι ρίζαι αυτών. Η ανανέωσις όμως αύτη δεν γίνεται συγχρόνως, αλλά ενίοτε μόνον το στέλεχος και οι κλάδοι ξηραίνονται, ενώ άλλοι κλάδοι γεννώνται. Όταν δε ευρίσκωνται εις τοιαύτην κατάστασιν, άλλαι ρίζαι γεννώνται εκ του παραμένοντος μέρους,και ούτω το φυτόν υπάρχει πάντοτε, εν μέρει φθειρόμενον και εν μέρει γεννώμενον. Και διά τούτο ζώσι χρόνον πολύν τα φυτά.
4. Ομοιάζουσι δε τα φυτά με τα έντομα, ως είπομεν· καθ' ότι ζώσι και αφού διαιρεθώσι, και εξ ενός γίνονται και δύο και περισσότερα. Τα δε έντομα διηρημένα εξακολουθούσι μέχρι του να ζώσιν ακόμη, αλλά δεν δύνανται να ζήσωσι πολύν χρόνον, διότι δεν έχουσι πλέον όργανα, και η αρχή η υπάρχουσα εις έκαστον (ως ψυχή) δεν δύναται να πλάση νέα. Αλλ'η δύναμις η υπάρχουσα εν τω φυτώ δύναται να πλάση νέα, διότι εις πάντα τα μέρη του το φυτόν έχει δυνάμει ρίζαν και καυλόν. Διά τούτο από της φυτικής ψυχής πάντοτε προέρχεται έν μέρος νέον, άλλο δε μέρος γηράσκει, ολίγον διαφέροντα ως προς την μακροβιότητά των, όπως συμβαίνει εις τα μεταφυτεύματα. /5/6. Διότι και εν τη μεταφυτεύσει κλάδων δύναταί τις να είπη, ότι τρόπον τινά τα αυτά συμβαίνουσι, διότι το μεταφύτευμα είναι μέρος φυτού αλλά εν ταύτη χωρίζονται τα μέρη, ενώ εκεί (ήτοι εν τω φυτώ) συνέχονται. Αίτιον δε τούτον είναι ότι εις πάντα τα μέρη του φυτού η φυτική αρχή ενυπάρχει δυνάμει.
7. Συμβαίνει δε εις τα ζώα και εις τα φυτά το αυτό πράγμα, το εξής :Εκ των ζώων τα άρρενα ζώσι περισσότερον παρά τα θήλεα συνήθως, και τα άνω μέρη αυτών είναι ευρύτερα παρά τα κάτω, διότι το άρρεν ομοιάζει μετον νάνον περισσότερον παρά το θήλυ. Εις τα άνω είναι το θερμόν στοιχείον, και το ψυχρόν εις τα κάτω. Ωσαύτως και τα φυτά, τα έχοντα κεφαλήν (ρίζαν) μεγάλην, ζώσι περισσότερον. Τοιαύτα δε φυτά δεν είναι τα ζώντα έν έτος, αλλά τα δένδρα {82}, διότι το άνω μέρος και η κεφαλή του φυτού είναι η ρίζα. Τα δε ενιαύσια φυτά λαμβάνουσι την αύξησίν των και εις τα κάτω μέρη και εις τους καρπούς. 8. Αλλά περί τούτου ειδικώς θα πραγματευθώμεν εν τη πραγματεία περί Φυτών. Επί του παρόντος δε περί των ζώων εξηγήσαμεν την αιτίαν της μακροβιότητας και της ολιγοβιότητος αυτών. Υπολείπεται δε να εξετάσωμεν ακόμη περί νεότητος και γήρατος και περί ζωής και θανάτου, και όταν ταύτα πραγματευθώμεν,θα λάβη τέλος η περί των ζώων μελέτη ημών.
Α Ρ Ι Σ Τ Ο Τ Ε Λ Ο Υ Σ

ΠΕΡΙ ΝΕΟΤΗΤΟΣ ΚΑΙ ΓΗΡΩΣ ΚΑΙ ΖΩΗΣ ΚΑΙ ΘΑΝΑΤΟΥ

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α'.

Γενικά περί της ζωής. Οργανισμός ζώων και ανθρώπου. Αναφοραί και διαφοραί ζώων και φυτών. Το έμπροσθεν και όπισθεν των ζώων. Το άνω και το κάτω ζώων και φυτών.
1. Δέον να πραγματευθώμεν νυν περί νεότητος και γήρως, και περί ζωής και θανάτου. Συνάμα είναι αναγκαίον ίσως να είπωμεν τας αιτίας της αναπνοής, διότι τινά εκ των ζώων συμβαίνει ένεκα της αναπνοής να ζώσιν ή να μη ζώσιν {83}. 2. Αλλαχού ωμιλήσαμεν περί ψυχής και απεδείξαμεν,ότι δεν είναι δυνατόν να είναι η ουσία αυτής το σώμα, είναι όμως φανερόν ότι είναι αύτη εις τι μέρος του σώματος {84} και ότι είναι εις μέρος τοιούτον, το οποίον έχει μεγίστην δύναμιν εις τα μέλη του σώματος. Τα άλλα μέρη της ψυχής, είτε μέρη είτε δυνάμεις πρέπει να καλούνται, επί του παρόντος ας παραλίπωμεν.
3. Εκ των όντων, τα οποία λέγονται ότι είναι ζώα και ότι ζώσιν, εις εκείνα, τα οποία έχουσι και τα δύο ταύτα (λέγω δηλ. το να είναι ζώα και να ζώσι) πρέπει αναγκαίως να είναι έν και το αυτό μέρος εκείνο,δι' ου ζώσι και δι' ο λέγονται ζώα {85}, τω όντι το μεν ζώον, καθό ζώον αδύνατον είναι να μη ζη· καθ' όσον δε ζη, δεν είναι διά τούτο αναγκαίον να είναι ζώον. Διότι τα φυτά ζώσι μεν, αλλά δεν έχουσιν αίσθησιν, και διά της αισθήσεως διακρίνομεν το ζώον από εκείνου, το οποίον δεν είναι ζώον. Αριθμητικώς λοιπόν ταύτα είναι εξ ανάγκης έν και το αυτό μέρος, αλλά κατά τον τρόπον της εκδηλώσεως (λειτουργίας)είναι πολλά και διάφορα {86}, διότι δεν είναι το αυτό πράγμα το να είναι τι ζώον και το να ζη.
4. Επειδή λοιπόν εκτός των (ειδικών) αισθητηρίων υπάρχει κοινόν αισθητήριον, εις το οποίον εξ ανάγκης αι εν ενεργεία αισθήσεις συνενούνται, τούτο δέον να είναι εις το μέσον του λεγομένου έμπροσθεν και όπισθεν εν τω ζώω. Έμπροσθεν μεν λέγεται το μέρος, το οποίον είναι προς την χώραν της αισθήσεως {87}. Όπισθεν δε είναι το μέρος το εναντίον τούτου. 5. Προσέτι, επειδή το σώμα πάντων των ζώντων διαιρείται εις άνω και κάτω μέρη, (διότι πάντα τα ζώα καθώς και τα φυτά έχουσι το άνω και το κάτω), είναι φανερόν ότι την θρεπτικήν αρχήν έχουσιν εν τω μέσω των μερών τούτων. Τω όντι, το μέρος το περιέχον το όργανον, δι' ου εισέρχεται η τροφή καλούμεν άνω {88}, αποβλέποντες προς αυτό το σώμα και όχι προς τας διευθύνσεις του περιστοιχίζοντος αυτό σύμπαντος{89}. Κάτω δε μέρος λέγομεν το μέρος, δι' ου πρώτον το ζώον αποβάλλει το περίττωμα. 6. Η θέσις δε των μερών τούτων εις τα φυτά και εις τα ζώα είναι εναντία. Τω όντι εκ των ζώων εις τον άνθρωπον ένεκα της ορθής στάσεώς του προ πάντων υπάρχει τούτο, το να έχη το άνω μέρος του κατά την αυτήν διεύθυνσιν, καθ' ην είναι το άνω του κόσμου σύμπαντος. Εις δε τα άλλα ζώα υπάρχει εις τον μεταξύ {90}τόπον. Αλλά τα φυτά, τα οποία είναι ακίνητα και λαμβάνουσιν εκ της γης την τροφήν αυτών, κατ' ανάγκην έχουσι πάντοτε προς τα κάτω το μέρος τούτο. Διότι αι ρίζαι των φυτών είναι ανάλογοι προς το λεγόμενον στόμα των ζώων, διά του οποίου τα μεν φυτά λαμβάνουσι την τροφήν των εκ της γης, τα δε ζώα αμέσως αφ' εαυτών {91}.
{81} Όρα την ακόλουθον παράγραφον.
{82} Των οποίων, αι ρίζαι είναι μεγάλαι και τα οποία ζώσι πολύ.
{83} Μόνα τα ζώα τα έχοντα πνεύμονας ή ανάλογον όργανον δύνανται να λέγωνται ότι αναπνέουσιν. Η χρήσις του ύδατος υπό των ιχθύων χρησιμεύει εις τοιούτον σκοπόν (ψύξιν ή κανονισμόν της θερμοκρασίας),αλλά δεν είναι αναπνοή. Εις τα αναπνέοντα ζώα η ζωή και ο θάνατος εξαρτάται εκ της αναπνοής. Ως φαίνεται, ο Αριστοτέλης δεν παραδέχεται τον γενικόν νόμον, καθ' ον πάντα τα ζώα αναπνέουσι κατά ένα ή άλλον τρόπον. Περιττόν να επαναλάβωμεν ότι και η προκειμένη πραγματεία προϋποθέτει την «περί Ψυχής» πραγματείαν του Αριστοτέλους.
{84} Εις την καρδίαν, κατά τον Αριστοτέλην.
{85} Δηλ. Το θρεπτικόν και το αισθητικόν είναι λειτουργία μιας και της αυτής ζωικής αρχής.
{86} Το θεμελιώδες χαρακτηριστικόν του μεν ζώντος είναι η θρέψις και η γέννησις ομοίου όντος, του δε ζώου είναι η αίσθησις. Αμφότεραι όμως αι λειτουργίαι αυταί εν τω ζώω εκτελούνται υπό του κεντρικού οργάνου, της καρδίας.
{87} Τούτο δεν είναι ακριβές ως προς την ακοήν και την όσφρησιν, διότι ακούομεν ήχον ή οσφραινόμεθα οσμήν ερχομένην όπισθεν ημών. Ορθότερον ίσως νοητέον ως έμπροσθεν το άνω, το προς την χώραν των αισθήσεων,αίτινες είναι κυρίως περί την κεφαλήν.
{88} Και επειδή διά των ριζών τρέφεται το ζώον, διά τούτο τας ρίζας θεωρεί ως το άνω του φυτού.
{89} Άνω σχετικώς προς το σύμπαν δηλοί την διεύθυνσιν καθ' ην η φλοξ και τα φωτεινά σώματα κινούνται.
{90} Το άνω μέρος αυτών είναι εστραμμένον προς διεύθυνσιν μέσην μεταξύ του άνω και του κάτω μέρος του παντός.
{91} Κατά τον Αριστοτέλη η ζωική τροφή εν τη τελική μορφή αυτής είναι το αίμα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β'.

Εκ των τριών μερών του ζώον κυριώτερον το μέσον. Τα φυτά και τα έντομα διαιρούνται, ουχί όμως τα ανώτερα ζώα.
1. Τρία δε είναι τα μέρη, εις τα οποία διαιρούνται όλα τα εντελώς ανεπτυγμένα ζώα, έν μεν διά του οποίου το ζώον δέχεται την τροφήν,άλλο δια του οποίου αποβάλλει τα περιττώματα, τρίτον δε είναι το μέσον μεταξύ τούτων των δύο, το οποίον εις μεν τα μεγαλύτερα ζώα καλείται στήθος, εις δε τα άλλα είναι ανάλογόν τι μέρος {92}. Τα μέρη ταύτα είς τινα ζώα είναι περισσότερον συνδεδεμένα παρά εις άλλα. 2. Όσα δε ζώα βαδίζουσιν, εκτός των ειρημένων έχουσι χάριν της ενεργείας ταύτης ιδιαίτερα όργανα, τα οποία βαστάζουσιν όλον τον κορμόν, είναι δε ταύτα τα σκέλη και οι πόδες και τα εκτελούντα την αυτήν υπηρεσίαν όργανα{93}. 3. Αλλ' η αρχή (έδρα) της θρεπτικής ψυχής φαίνεται ότι είναι εις το μέσον των τριών εκείνων μερών, ως δεικνύει η παρατήρησις και ο λόγος {94}. Διότι πολλά ζώα, αν αφαιρεθή το έν ή το άλλο μέρος, και η λεγομένη κεφαλή και το μέρος όπερ δέχεται την τροφήν, εξακολουθούσι να ζώσι με το μέρος, μεθ' ου συνδέεται το μέσον. Τούτο δε φανερά συμβαίνει εις τα έντομα, ως εις τας σφήκας και τας μελίσσας. Προσέτι,πολλά ζώα, τα οποία δεν είναι έντομα, αφού διαιρεθώσι, δύνανται να ζώσι διά της λειτουργίας του θρεπτικού μέρους. 4. Το μέρος δε τούτο είναι ενεργεία έν μόνον, αλλά δυνάμει περισσότερα. 5. Διότι τα ζώα ταύτα έχουσι την αυτήν σύστασιν καθώς τα φυτά. Διότι και τα φυτά, όταν διαιρεθώσι, ζώσι χωριστά και γίνονται πολλά δένδρα εξ ενός, ως εκ μιας αρχής. Αλλαχού δε θα εξηγήσωμεν διά ποίαν αιτίαν άλλα μεν φυτά δεν δύνανται να ζήσωσιν, όταν χωρισθώσιν, άλλων δε οι κλάδοι μεταφυτεύονται. /6/7. Αλλά κατά τούτο τα φυτά είναι όμοια με το γένος των εντόμων. Αναγκαίως η θρεπτική ψυχή, εις όσα έχουσιν αυτήν, κατ'ενέργειαν μεν (πραγματικώς) είναι μία, δυνάμει δε (δύναται να γείνη)πολλαί. Το αυτό λέγομεν και περί της αισθητικής ψυχής. Διότι όσα εκ των ζώων διαιρεθώσι, φανερώς διατηρούσιν αίσθησιν. 8. Αλλά ως προς την διατήρησιν της φυσικής ζωής των, τα μεν φυτά διαιρούμενα δύνανται (να διατηρώσιν εαυτά), τα έντομα δε και άλλα ζώα δεν δύνανται, διότι δεν έχουσιν όργανα κατάλληλα προς διατήρησίν των, και οτέ μεν στερούνται του οργάνου, όπερ μέλλει να λάβη την τροφήν, οτέ δε του μέλλοντος να δεχθή εις το σώμα αυτήν. Άλλα δε δεν έχουσι και τα δύο ταύτα και άλλα ακόμη. 9. Τα ούτω διαιρούμενα ζώα ομοιάζουσι με πολλά ζώα φυσικώς συγκεκολλημένα. Τα ζώα όμως τα άριστα ωργανωμένα δεν δύνανται να υποστώσι την διαίρεσιν ταύτην, διότι η φύσις αυτών είναι όσον το δυνατόν τελείως μία. Διά τούτο και μέρη τινά, όταν χωρισθώσι,δεικνύουσι μικράν αισθητικότητα, διότι αισθάνονται ακόμη ψυχικόν τι πάθος. Ούτως, όταν τα σπλάγχνα χωρίζωνται, εξακολουθούσι σωματικαί τίνες κινήσεις, ως ποιούσιν αι χελώναι, όταν αφαιρεθή η καρδία αυτών.
{92} Η θωρακική χώρα.
{93} Όπως εις τα ερπετά.
{94} Αν το θρεπτικόν είναι το μόνον ουσιώδες, άμα τούτο υπάρχη,υπάρχει και ζη το ζώον. Η θέσις δε του κεντρικού τούτου οργάνου αποδείκνυται ου μόνον εκ των υστέρων ή εμπειρικώς, αλλά και εκ των προτέρων, διά τον λόγον, ότι η κεντρική θέσις είναι η αρίστη προς εκτέλεσιν πασών των λειτουργιών, των αναγκαίων εις το όλον σώμα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Γ'.

Πάντα τα ζώντα έχουσι μέσον ή κέντρον, εν τω οποίω είναι η αρχή της αναπτύξεώς των. Αποδείξεις.
1. Ταύτα {95} δε είναι φανερά και επί των φυτών και επί των ζώων· 2.επί μεν των φυτών, εάν παρατηρήσωμεν την γένεσιν αυτών εκ των σπόρων και τας εμβολιάσεις και τας μεταφυτεύσεις. Διότι η εκ του σπέρματος γένεσις αρχίζει πάντοτε εκ του κέντρου (μέσου). Τω όντι πάντες οι σπόροι {96} έχουσι δύο λοβούς, και το σημείον, όπου ούτοι φύσει είναι συγκολλημένοι, είναι το σημείον, εξ ου άρχεται η γέννησις, και το μέσον σχετικώς προς έκαστον των δύο μερών. Εκείθεν δε εξέρχεται ο καυλός και η ρίζα των φυτών· η αρχή δε αμφοτέρων είναι προς τούτοις το κέντρον. 3. Τούτο δε συμβαίνει προ πάντων εις τα στελέχη κατά τας εμβολιάσεις και κατά τας μεταφυτεύσεις. Διότι το στέλεχος είναι η αρχή του κλάδου {97}, συνάμα δε και το μέσον αυτού {98}. Όθεν ή αφαιρούσιν αυτό {99} ή εμφυτεύουσιν εις αυτό {100} ίνα παραγάγωσιν εκ τούτων ή κλάδους {101} ή ρίζας {102}, διότι νομίζουσιν ότι από του κέντρου αρχίζει η ζωή του καυλού και της ρίζης.
4. Και εις τα ζώα δε, τα οποία έχουσιν αίμα, πρώτον όργανον γίνεται η καρδία. Τούτο δε είνε αποδεδειγμένον από όσα παρετηρήσαμεν επί των ζώων, ων την γέννησιν δύναταιίτις να παρατηρήση. Επομένως και εις τα άναιμα αναγκαίως γίνεται πρώτον το μέρος, όπερ αντιστοιχεί εις την καρδίαν. Ότι δε η καρδία είναι η αρχή των φλεβών είπομεν πρότερον εις τα «περί των μορίων των ζώων»· είπομεν προσέτι ότι εις τα έχοντα αίμα ζώα το αίμα είναι η τελευταία τροφή, από την οποίαν γίνονται τα μέρη αυτών {103}. 5. Καίτοι είναι φανερόν ότι ως προς την τροφήν η λειτουργία του στόματος εκτελεί έργον τι, άλλο δε η της κοιλίας. Το κυριώτερον όμως μέρος είναι η καρδία, ήτις επιθέτει το τέλος εις το έργον, Ώστε αναγκαίως και η αισθητική και η θρεπτική ψυχή των εναίμων έχει την αρχήν της εις την καρδίαν διότι το έργον των άλλων μερών ως προς την τροφήν γίνεται μόνον χάριν του έργου, το οποίον εκτελεί η καρδία, και πρέπει κύριον όργανον να είναι εκείνο όπερ ενεργεί διαρκώς προς τον σκοπόν και να μη είναι εκ των μερών, τα οποία εργάζονται χάριν αυτού, όπως ο ιατρός ενεργεί χάριν της υγιείας. 6. Η κυρίαρχος αρχή λοιπόν των αισθήσεων εις όλα τα έχοντα αίμα είναι εις την καρδίαν διότι εν αύτη αναγκαίως είναι το κοινόν αισθητήριον όργανον όλων των άλλων αισθητηρίων. Δύο δε αισθήσεις βλέπομεν φανερά ότι άγουσιν εις την καρδίαν, την γεύσιν και την αφήν {104}. Πρέπει λοιπόν και αι άλλαι εκεί να καταντώσι. Διότι εις ταύτην τα όργανα των άλλων αισθήσεων δύνανται να μεταδίδωσι τας κινήσεις των {105}, αλλ' αι δύο εκείναι αισθήσεις {106} ουδόλως συγκοινωνούσιν με το άνω μέρος του σώματος. 7.Αλλ' ανεξαρτήτως τούτων, εάν η ζωή όλων των ζώων είναι εις το μέρος εκείνο, την καρδίαν, φανερόν είναι ότι και η αρχή της αισθητικότητος είναι εις την καρδίαν. Τω όντι, καθ' όσον είναι ζώον, κατά τούτο λέγομεν ότι ζη, καθ' όσον δε είναι αισθητικόν το ζώον, κατά τούτο λέγομεν ότι το σώμα είναι ζώον (σώμα ζώου). 8. Διατί δε αισθήσεις τινές φανερώς συνδέονται με την καρδίαν, άλλαι δε με την κεφαλήν (διά τούτο καί τινες {107} νομίζουσιν ότι τα ζώα αισθάνονται διά του εγκεφάλου), εξητάσαμεν εις ιδιαιτέραν πραγματείαν.
{95} Η κεντρική θέσις του θρεπτικού και τα διαιρετόν των ζώων, και η μετά τον χωρισμόν εξακολούθησις της ζωής.
{96} Των δικοτυληδόνων.
{97} Κατά τας εμβολιάσεις.
{98} Κατά τας μεταφυτεύσεις.
{99} Προς μεταφύτευσιν.
{100} Προς εμβολίασιν.
{101} Εις την εμβολίασιν.
{102} Εις την μεταφύτευσιν.
{103} Αι τροφαί τότε μόνον τρέφουσι, όταν μεταβληθώσιν εις αίμα, όπερ κυκλοφορούν δίδει εις έκαστον όργανον την αναγκαίαν εις αυτό τροφήν.
{104} Υπονοεί τας λιποθυμίας, συγκοπάς και εμέτους, τους οποίους προξενούσιν αισθήματα γεύσεως και αφής, και μετά των σχετικών αισθήσεων αναφέρει εις την καρδίαν.
{105} O Πλάτων και ο Ιπποκράτης ορθότερον αποδίδουσιν εις τον εγκέφαλον την υψηλήν λειτουργίαν, την οποίαν ο Αριστοτέλης αποδίδει εις την καρδίαν.
{106} Η γεύσις και η αφή.
{107} Ο Πλάτων, ο Ιπποκράτης και ο Διογένης.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Δ'.

Η καρδία είναι πηγή φυσικής θερμότητος, ης άνευ ούτε ζωή ούτε πέψις θα υπήρχον. O θάνατος είναι η - σ β έ σ ι ς - τ η ς - θ ε ρ μ ό τ η τ ο ς ταύτης.
1. Είναι λοιπόν φανερόν εκ των ειρημένων, ότι κατά τα φαινόμενα εις τούτο το μέρος (την καρδίαν) και εις το μέσον των τριών διαιρέσεων του σώματος είνε η αρχή και της αισθητικής ψυχής, και η της αυξητικής και θρεπτικής, Αλλά και λογικώς δύναταιίτις να είπη το αυτό, διότι εις πάντα τα πράγματα βλέπομεν ότι η φύσις εκ των δυνατών κάμνει πάντοτε το άριστον. Εάν δε εν τω μέσω της ουσίας υπάρχωσι και η μία και η άλλη αρχή, θα έχη εντελώς έκαστον των μελών το εαυτού έργον: ήτοι το επεξεργαζόμενον τελευταίον την τροφήν (η καρδία) και το δεχόμενον αυτήν (το άνω μέρος του πεπτικού σωλήνος). Διότι ούτω το μέσον όργανον θα είναι εις αναφοράν και με την μίαν και με την άλλην. Και η μέση ή κεντρική έδρα αύτη είναι έδρα κυριάρχου. 2. Προσέτι είναι φανερόν, ότι το ον το οποίον μεταχειρίζεται πράγμα τι, και το πράγμα τούτο πρέπει να διαφέρωσι. Και καθώς διαφέρουσι κατά την δύναμιν, ούτω δύνανται να διαφέρωσι και κατά την θέσιν, όπως διαφέρουσιν οι αυλοί και το κινούν τους αυλούς, η χειρ. 3. Εάν λοιπόν το ζώον διακρίνεται, διότι έχει την αισθητικήν δύναμιν, εξ ανάγκης τα έναιμα πρέπει να έχωσι ταύτην εις την καρδίαν, τα δε άναιμα εις το αντίστοιχον μέλος. Πάντα δε τα μέρη και όλον το σώμα των ζώων έχουσι φυσικήν τινα θερμότητα έμφυτον εις αυτά. Διά τούτο, εφ' όσον ζώσι, φαίνονται θερμά, όταν δε αποθάνωσι και στερηθώσι την ζωήν, γίνονται ψυχρά. Βεβαίως δε εξ ανάγκης η αρχή της θερμότητος ταύτης των εναίμων είναι εις την καρδίαν, των δε αναίμων εις μέρος ανάλογον. Διότι πάντα τα όργανα κατεργάζονται και χωνεύουσι την τροφήν των διά της φυσικής θερμότητος· περισσότερον δε πάντων το δεσπόζον όργανον, η καρδία ή το αναλογούν αύτη (εκτελεί το έργον τούτο). Διά ταύτα, όταν μεν ψύχωνται τα άλλα μέρη, η ζωή διαμένει,καταστρέφεται δε τελείως, όταν κρυώση η καρδία, διότι αύτη είναι η πηγή της θερμότητος της διανεμόμενης εις όλα τα άλλα όργανα, και η ψυχή είναι οιονεί πεπυρωμένη εις το όργανον τούτο, όπερ εις τα έναιμα είναι η καρδία, εις δε τα άναιμα το ανάλογον όργανον. Λοιπόν πρέπει αναγκαίως να συνυπάρχωσιν η ζωή και η διατήρησις της θερμότητος ταύτης· ο δε καλούμενος θάνατος είναι η απώλεια αυτής.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ε'.

Το πυρ φθείρεται διττώς: ή μαραίνεται αφ' εαυτού ή σβύνεται υπ'άλλου. Παράδειγμα ανθράκων σβυνομένων και πυρός υποκαίοντος υπό την τέφραν.
1. Αλλά προσέτι βλέπομεν, ότι το πυρ έχει δύο τρόπους φθοράς, μάρανσιν και σβέσιν. Ονομάζομεν δε μάρανσιν, όταν το πυρ φθείρηται αφ' εαυτού,σβέσιν δε όταν υπ' άλλων {108} φθείρηται· η μεν μάρανσις είναι θάνατος(του ζώου) διά γήρας, η δε σβέσις είναι βιαία καταστροφή. 2. Συμβαίνει δε και αι δύο φθοραί να προέρχονται από την αυτήν αιτίαν. Τωόντι, όταν λείπη η τροφή, επειδή η θερμότης δεν δύναται να λαμβάνη την τροφήν αυτής και να συντηρήται, καταστρέφεται το πύρ· διότι τότε το εναντίον(ψυχρόν) παύει την πέψιν και ούτω εμποδίζει το ον να τρέφηται. Άλλοτε δε το πυρ συμβαίνει να μαραίνηται, (να σβύνηται αφ' εαυτού), όταν λ.χ.πολλή θερμότης συναθροίζηται {109}, διότι το ζώον δεν αναπνέει ούτε ψύχεται. Διότι η ούτω συσσωρευθείσα θερμότης ταχέως καταναλίσκει την τροφήν, και προφθάνει να την καταναλώση πριν ή γείνη η αναθυμίασις.
3. Διά τούτο ουχί μόνον το ασθενέστερον πυρ σβύνεται αφ' εαυτού πλησίον πυρός μεγαλυτέρου {110}, αλλά και η φλοξ λύχνου, ήτις υπάρχει αυτή καθ' εαυτήν {111}, εάν τεθή εις φλόγα μεγαλυτέραν, κατακαίεται όπως οιονδήποτε άλλο καύσιμον υλικόν. Αίτιον δε τούτου είναι ότι η μεγαλυτέρα φλοξ προφθάνει αυτή να καταναλώση την εις την μικράν φλόγα περιεχομένην τροφήν πριν ή έλθη άλλη τροφή· και το πυρ εξακολουθεί πάντοτε να γίνηται και να ρέη ως ποταμός, αλλ' η κίνησις αύτη ένεκα της ταχύτητος αυτής διαφεύγει την αντίληψιν ημών.
4. Είναι λοιπόν φανερόν ότι, εάν πρέπη να διατηρήται η θερμότης (ήτις είναι αναγκαία εις την ζωήν), πρέπει να γίνηται κατάψυξις (ελάττωσις)της θερμότητος, ήτις είναι εις το αρχικόν όργανον (την καρδίαν). 5.Παράδειγμα δε τούτου δυνάμεθα να λάβωμεν εκείνο, όπερ συμβαίνει εις τους πνιγομένους (σβυνομένους) άνθρακας {112}. Αν δηλαδή ούτοι άνευ διακοπής μείνωσιν εντός του ονομαζόμενου πνιγέως (κλιβάνου)κεκαλυμμένοι διά πώματος, σβύνονται ταχέως. Αν όμως κάμνη τις αλληλοδιαδόχως συχνάς αφαιρέσεις και επιθέσεις του πώματος, οι άνθρακες μένουσιν ανημμένοι πολύν χρόνον. Ούτω και η κρύψις διά τέφρας(περικάλυψις) του πυρός το διατηρεί, διότι τότε ούτε να αναπνεύση{113} εμποδίζεται από την τέφραν διά την αραιότητα αυτής, και διά του πέριξ αέρος η τέφρα εμποδίζει αυτό να σβεσθή διά την της υπαρχούσης εν αυτώ θερμότητος υπερβολήν {114}.
6. Είπομεν δε εις τα Προβλήματα την αιτίαν, διά την οποίαν συμβαίνει το εναντίον εις το πυρ, το οποίον καλύπτεται υπό τέφρας, και εις εκείνο όπερ σβύνεται διά σκεπάσματος, το μεν δηλαδή μαραίνεται, το δε πρώτον διαμένει περισσότερον χρόνον.
{108} Το κείμενον λέγει «υπ' εναντίων» (δυνάμεων). Το πυρ πάντοτε σβύνεται υπό του ψυχρού δρώντος επί του θερμού. Αλλά κατά την μάρανσιν σβύνεται διά της ελλείψεως τροφής, ένεκεν εξαντλήσεως. Κατά την σβέσιν όμως σβύνεται διά τεχνητής εκθέσεως εις το ψυχρόν ή το υγρόν, (τα οποία καλεί ο Αριστοτέλης εναντίας δυνάμεις)· και ούτως εμποδίζεται ακανονίστως η παραγωγή θερμότητας υπό του αίματος, και βιαίως φέρεται η υπάρχουσα προμήθεια εις πέρας.
{109} Υπερβάλλουσα θερμότης ταχέως εξαντλεί την προμήθειαν εναύσματος ως συμβαίνει εις τον πυρετόν ή εις το γήρας. Πλην τούτου οι πνεύμονες εν τω γήρατι γίνονται ξηροί και σκληροί, και δεν εκτελούσι καλώς ην έχουσι λειτουργίαν να κανονίζωσι την θερμοκρασίαν.
{110} Υποτίθεται ότι αμφότερα συντηρεί ο αήρ.
{111} Ανεξαρτήτως της μεγάλης εστίας (αέρος), εν η τίθεται.
{112} Ο Αριστοτέλης υπεικάζει το έργον του αέρος ενταύθα, αλλά δεν το αναγνωρίζει λίαν σαφώς.
{113} Να αναπνεύση αέρα, απαραίτητον προς συντήρησιν του πυρός.
{114} Ο πέριξ αήρ εισδύων διά των πόρων της τέφρας εμποδίζει την υπερβολικήν θερμότητα έσω να εξαντλήση την τροφήν της. Ομοίως ελαττούται και η ζωική θερμότης διά του αερισμού των πνευμόνων

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ς'.

Αίτια διατηρήσεως της φυσικής θερμότητας των φυτών. Τα ζώα πορίζονται εκ του αέρος και του ύδατος την αναγκαίαν αυτοίς κατάψυξιν.
1. Επειδή δε παν ζώον έχει ψυχήν και δεν δύναται να υπάρχη άνευ φυσικής θερμότητος, ως είπομεν, εις μεν τα φυτά διά της τροφής και διά του στοιχείου του περιέχοντος αυτά δίδεται αρκούσα βοήθεια εις την διατήρησιν της φυσικής θερμότητος. Διότι και η τροφή εισερχόμενη εις τα φυτά προξενεί εις αυτά κατάψυξιν, όπως προξενεί και εις τους ανθρώπους τας πρώτας στιγμάς, κατά τας οποίας εισέρχεται (εις τον στόμαχον) {115}. Αι νηστείαι όμως θερμαίνουσι και προξενούσι δίψαν,διότι ο αήρ, όταν μένη ακίνητος, θερμαίνεται πάντοτε, αλλ' όταν η τροφή εισέλθη, ο αήρ κινούμενος καταψύχει το ζώον, έως ου η τροφή χωνευθή.
2. Αλλ' εάν το στοιχείον το περιέχον το φυτόν είνε υπερβολικώς ψυχρόν ένεκα της ώρας του έτους και της συμπτώσεως σφοδρού παγετού, το φυτόν ξηραίνεται· ή αν κατά το θέρος συμβαίνωσιν ισχυροί καύσωνες, και το υγρόν το οποίον λαμβάνει το φυτόν εκ της γης δεν δύναται να φέρη κατάψυξιν, η θερμότης του φυτού σβύνεται και καταστρέφεται. Τότε δε λέγεται ότι το φυτόν ξηράνεται και ότι τα δένδρα γίνονται ηλιόβλητα.Διά τούτο κατά τας εποχάς ταύτας θέτουσιν εις τας ρίζας των φυτών είδη τινά λίθων {116} και ύδωρ εντός αγγείων, όπως ψύχωνται αι ρίζαι των φυτών.
3. Τα δε ζώα, επειδή άλλα μεν ζώσιν εις το ύδωρ, άλλα δε εις τον αέρα,εκ των στοιχείων τούτων και διά τούτων πορίζονται την αναγκαίαν αυτών κατάψυξιν, εκείνα μεν εκ του ύδατος, ταύτα δε εκ του αέρος. Αλλά κατά ποίον τρόπον και υπό ποίους όρους γίνεται τούτο θα είπωμεν μετά τινας εξηγήσεις.
{115} Εννοεί πιθανώς τα ρίγη, α αισθανόμεθα μετά το γεύμα και πριν ή αρχίση η πέψις. Πιθανώτερον όμως αι φρικιάσεις αυταί είναι αποτέλεσμα της συρροής του αίματος εις τον στόμαχον, όστις έχει χρείαν αυτού εις το έργον της πέψεως.
{116} Και ούτοι εκτελούσι το αυτό έργον, όπερ οι πνεύμονες και τα βράγχια εν τοις ζώοις, δηλαδή την κατάψυξιν ή την παρακώλυσιν υπερβολικής θερμότητος, κατά τον Αριστοτέλη.
Α Ρ Ι Σ Τ Ο Τ Ε Λ Ο Υ Σ

ΠΕΡΙ ΑΝΑΠΝΟΗΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α'.

Ατελείς θεωρίαι των προτέρων περί αναπνοής. Μόνα τα έχοντα πνεύμονας ζώα αναπνέουσι. Διάφοροι οργανώσεις πνεύμονος. Σχέσεις αυτού προς την αναπνοήν.
1. Περί αναπνοής ολίγοι τινές εκ των προ ημών φυσιολόγων {117}επραγματεύθησαν. Αλλά προς ποίον σκοπόν υπάρχει εις τα ζώα η αναπνοή,άλλοι μεν ουδέν είπον, άλλοι δε έχουσι μεν ειπεί, ουχί όμως ορθώς,αλλά και άνευ εμπειρικής γνώσεως των γεγονότων. Προσέτι λέγουσιν ότι τα ζώα αναπνέουσιν όλα {118}. Τούτο όμως δεν είναι αληθές. Ώστε είναι αναγκαίον να πραγματευθώμεν πρώτον περί τούτων, διά να μη φαινώμεθα ότι ψευδώς κατηγορούμεν ανθρώπους απόντας.
2. Ότι όσα ζώα έχουσι πνεύμονα, πάντα αναπνέουσιν, είναι φανερόν. Αλλά και εκ τούτων όσα έχουσι τον πνεύμονα χωρίς αίμα και σπογγώδη, ταύτα ολιγωτέραν χρείαν έχουσιν αναπνοής. Διά τούτο δύνανται διά την δύναμιν{119} του σώματός των να διαμένωσι πολύν χρόνον εντός του ύδατος(χωρίς να αναπνέωσιν). Έχουσι δε σπογγώδη τον πνεύμονα όλα τα γεννώντα ωά, ως είναι το γένος των βατράχων. Προσέτι αι χελώναι της ξηράς και αι της θαλάσσης δύνανται να μένωσι πολύν χρόνον εντός του ύδατος.Διότι ο πνεύμων αυτών, επειδή έχει ολίγον αίμα, έχει ολίγην θερμότητα.Ούτος λοιπόν άπαξ εισπνεύσας διά της κινήσεώς του ψυχραίνει το ζώον και το κάμνει να διαμένη πολύν χρόνον εις το υγρόν, χωρίς ν' αναπνέη.Εάν όμως κρατήσωσι διά βίας την αναπνοήν των παρά πολύν χρόνον (εις το ύδωρ), πάντα πνίγονται, διότι ουδέν εξ αυτών δύναται να δεχθή το ύδωρ όπως οι ιχθύς (διά των βραγχίων). Όσα δε έχουσιν αίμα εις τον πνεύμονα ταύτα έχουσι περισσοτέραν χρείαν της τροφής ένεκα της πολλής θερμότητας αυτών {120}. 3. Όσα δε εκ των άλλων δεν έχουσι πνεύμονα,ταύτα δεν αναπνέουσιν.
{117} Τοιούτοι είναι ο Εμπεδοκλής, ο Δημόκριτος, ο Αναξαγόρας και ο Πλάτων.
{118} Ήτοι διά των πνευμόνων. Κατά τον Αριστοτέλη η αναπνοή συνίσταται εις την εισπνοήν και εκπνοήν του αέρος. Κατά την νεωτέραν φυσιολογίαν η αναπνοή δηλοί εν γένει την εισπνοήν του οξυγόνου και την εκπνοήν του άνθρακικού οξέος, ήτις γίνεται διά των πνευμόνων, του δέρματος και του πεπτικού σωλήνος.
{119} Ή διά τας διαστάσεις.
{120} Η αναπνοή ψύχει το ζώον και μετριάζουσα την φυσικήν θερμότητα αυτού διατηρεί την ζωήν.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β'.

Αναίρεσις δοξασιών Δημοκρίτου, Αναξαγόρου και Διογένους. Η αναπνοή σύγκειται από εισπνοήν και εκπνοήν.
1. Δημόκριτος ο Αβδηρίτης καί τινες άλλοι, οι οποίοι επραγματεύθησαν περί αναπνοής, ουδέν ώρισαν περί των άλλων ζώων. Φαίνονται δε να φρονώσιν ότι πάντα τα ζώα αναπνέουσιν. 2. Ο Αναξαγόρας δε και ο Διογένης (ο Απολλωνιάτης) λέγουσιν, ότι πάντα αναπνέουσι, και μόνον περί των ιχθύων και των οστρέων λέγουσι κατά ποίον τρόπον αναπνέουσι.3. Και ο μεν Αναξαγόρας λέγει ότι οι ιχθύς, όταν απορρίπτωσι το ύδωρ διά των βραγχίων, ροφούσι συγχρόνως τον εις το στόμα αυτών αναπτυσσόμενον αέρα {121} και ούτω αναπνέουσι, διότι, λέγει, δεν δύναται να υπάρχη ουδέν κενόν. 4. O δε Διογένης λέγει, ότι οι ιχθύς,όταν απορρίπτωσι το ύδωρ διά των βραγχίων, τότε διά του κενού το οποίον γίνεται εις το στόμα αυτών ροφούσι τον αέρα εκ του ύδατος, όπερ περιστοιχίζει το στόμα των, διότι υποθέτει ότι υπάρχει αήρ εις το ύδωρ.
5. Αλλά αι θεωρίαι αυταί είναι αδύνατοι. Τω όντι, πρώτον μεν ούτοι αφαιρούσι το ήμισυ των πραγμάτων (της αληθείας), διότι λέγουσι περί του ενός των δύο μερών (της αναπνοής) ό,τι είναι κοινόν και εις τα δύο. Διότι καλείται μεν αναπνοή, αλλά έν μέρος αυτής είναι η εκπνοή,το δε άλλο είναι η εισπνοή, και περί της εκπνοής ουδέν εκείνοι λέγουσι, πώς δηλ. εκπνέουσι τα ζώα ταύτα τα μη έχοντα πνεύμονα. Ουδέ δύνανται να είπωσι. Τω όντι, όταν τα ζώα αναπνεύσωσι, πρέπει πάλιν να εκπνεύσωσι διά του αυτού μέρους δι' ου ανέπνευσαν, και τούτο πρέπει να κάμνωσι πάντοτε αλληλοδιαδόχως. Ώστε συμβαίνει, κατ' εκείνους, άμα δέχωνται το ύδωρ εις το στόμα οι ιχθύς, ευθύς να εκπνέωσι τον αέρα όστις είναι εν αυτοίς, Αλλ' αναγκαίως ταύτα συναντώμενα πρέπει το έν να εμποδίζη το άλλο. Έπειτα, όταν απορρίπτωσι το ύδωρ, εκπνέουσι τον αέρα είτε διά του στόματος, είτε διά των βραγχίων, ώστε συγχρόνως θα εκπνέωσι και θα εισπνέωσι· διότι τότε ακριβώς, ως εκείνοι λέγουσι, τα ζώα αναπνέωσιν. Αλλ' είναι αδύνατον να αναπνέωσι και να εκπνέωσι συγχρόνως. Ώστε, εάν εξ ανάγκης τα αναπνέοντα εκπνέωσι και εισπνέωσι,ουδέν δε αυτών δύναται να εκπνεύση {122} είναι πρόδηλον ότι ουδέν αυτών αναπνέει.
{121} Εισέρχεται ο αήρ, όταν εξωθήται το ύδωρ διά της κινήσεως των βρόγχων. Αλλά τότε έπρεπε να ευρίσκωνται οι ιχθύς πάντοτε εις την επιφάνειαν του ύδατος, ίνα αναπνέωσιν αέρα. Αλλά τούτο είναι σπανιώτατον. Δέον άρα να υποθέσωμεν, ότι ο αήρ είναι και εν τω ύδατι,ίνα οι ιχθύς δύνανται να τον αναπνεύσωσιν. Εκ τούτου η γνώμη του Διογένους εν τη 4 §.
{122} Ο Αναξαγόρας και ο Διογένης εξηγούντες μόνον την εισπνοήν, ουδέν λέγουσι περί εκπνοής, και καταλύουσι το ήμισυ των πραγμάτων, ως είπεν ανωτέρω.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Γ'.

Συνέχεια της αναιρέσεως των γνωμών Αναξαγόρα και Διογένους, οίτινες επλανήθησαν διότι δεν παρετήρησαν ακριβώς τα γεγονότα και τα όργανα των ζώων,—και ότι η φύσις πάντα ποιεί πρός τινα σκοπόν. Ούτε ιχθύες ούτε άλλα μη έχοντα πνεύμονα αναπνέουσιν.
1. Προσέτι ο ισχυρισμός, ότι οι ιχθύς ροφούσι τον αέρα εκ του στόματος{123} η διά του στόματος εκ του ύδατος {124} είναι αδύνατον. Τω όντι οι ιχθύς δεν έχουσι (τραχείαν) αρτηρίαν, διότι δεν έχουσι πνεύμονα·αλλά ο στόμαχος αυτών είναι αμέσως παρά το στόμα αυτών. Ώστε κατ'ανάγκην θα εισπνέωσι τον αέρα διά του στόματός των. Τούτο όμως θα εποίουν και τα άλλα ζώα, αλλά πραγματικώς δεν το κάμνουσι, και οι ιχθύς δε, όταν είναι εκτός του ύδατος, θα έκαμνον αυτό φανερά {125}.Αλλά προφανώς δεν το κάμνουσι. 2. Προσέτι εις πάντα τα ζώα, τα οποία αναπνέουσι και έλκουσι τον αέρα των {126}, βλέπομεν ότι γίνεται κίνησις του οργάνου, το οποίον έλκει αυτόν, αλλά τούτο δεν παρατηρείται εις τους ιχθύς, διότι δεν φαίνονται να κινώσι κανέν μέρος εκ των πέριξ της κοιλίας, κινούσι δε μόνον τα βράγχια και εις το υγρόν και όταν πέσωσιν εις την ξηράν, ότε σπαρταρίζουσι. 3. Προσέτι, όταν τα ζώα, τα οποία αναπνέουσι, αποθνήσκωσιν εκ πνιγμού εντός υγρού, σχηματίζονται τότε πομφόλυγες, διότι ο αήρ εξέρχεται βιαίως (εκ του πνεύμονος), ως γίνεται τούτο, όταν τοιαύτην βίαν δοκιμάζη τις εις τας χελώνας, τους βατράχους ή εις άλλο τι του γένους τούτου. Αλλά εις τους ιχθύς δεν βλέπομεν να συμβαίνη τούτο, οιονδήποτε τρόπον αν δοκιμάσωμεν, διότι δεν έχουσιν ουδόλως αέρα έξωθεν εισπνεόμενον. 4. Αλλά καθ' ον τρόπον λέγουσιν ότι γίνεται η αναπνοή των ιχθύων, δύναται να γίνεται και εις τους ανθρώπους, όταν είναι εν τω υγρώ. Διότι, αν οι ιχθύς έλκωσι τον αέρα εκ του πέριξ ύδατος εις το στόμα αυτών, διατί τούτο δεν θα ηδύναντο να πράττωσι και οι άνθρωποι και τα άλλα ζώα; Και ταύτα θα είλκον τον αέρα εκ του στόματος αυτών, όπως οι ιχθύς. Ώστε, αν οι ιχθύς έχωσι ταύτην την δύναμιν, και εκείνα θα είχον αυτήν. Αλλ' επειδή τούτο {127} δεν είναι δυνατόν, άρα ούτε εκείνο. 5. Προς τούτοις, εάν οι ιχθύς αναπνέωσι {128}, διά ποίαν αιτίαν εις τον αέρα αποθνήσκουσι και φαίνονται, ότι σπαρταρούσιν ως εάν επνίγοντο; Βεβαίως δεν πάσχουσι τούτο δι' έλλειψιν τροφής. Και η αιτία δε την οποίαν αναφέρει ο Διογένης είναι μωρά· λέγει δηλαδή ότι εις τον αέρα ευρισκόμενα αναπνέουσι πάρα πολύν αέρα, εις δε το ύδωρ τόσον μόνον, όσον χρειάζονται, και διά τούτο αποθνήσκουσιν. Αλλά έπρεπε τούτο να δύναται να συμβαίνη και εις τα χερσαία ζώα (εάν ήτο αληθές). Αλλ' ουδέποτε ουδέν ζώον χερσαίον επνίγη, διότι ανέπνευσε πολύν αέρα. 6. Προσέτι,εάν πάντα τα ζώα αναπνέωσι, πρέπει και τα έντομα να αναπνέωσιν. Αλλά πολλά από αυτά ζώσιν, όταν κοπώσιν, και ουχί μόνον όταν κοπώσιν εις δύο, αλλά και εις περισσότερα μέρη, ως αι λεγόμεναι σκολόπενδραι. Πως όμως τα μέρη ταύτα δύνανται τότε να αναπνέωσι και διά ποίου οργάνου;
7. Αιτία πρωτίστη του να μη εξηγώσιν ορθώς ταύτα είναι το ότι ούτοι δεν γνωρίζουσι τα εσωτερικά όργανα (των ζώων) και δεν συλλαμβάνουσι τον σκοπόν ένεκα του οποίου πάντα η φύσις ποιεί. Διότι, εάν εζήτουν προς ποίον σκοπόν υπάρχει η αναπνοή εις τα ζώα, και αν την ενέργειαν ταύτην παρετήρουν επί των οργάνων (των εκτελούντων αυτήν), λ.χ. επί των βραγχίων και των πνευμόνων, θα εύρισκον την αιτίαν ταχέως.
{123} Κατά τον Αναξαγόραν.
{124} Κατά τον Διογένην.
{125} Θα είχον την δύναμιν να αναπνέωσιν.
{126} Ίνα εισπνεύσωσι τον εξωτερικόν αέρα.
{127} Τα αναφερόμενα εις τους ανθρώπους και τα ζώα τα έχοντα πνεύμονα.
{128} Ως οι άνθρωποι και τα άλλα ζώα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Δ'.

Αναίρεσις της Δημοκρίτειου γνώμης, ότι η αναπνοή εμποδίζει την έκθλιψιν της ψυχής εκ του σώματος (τον θάνατον). Αναπνοή και θερμότης.
1. Ο Δημόκριτος λέγει μεν ότι εκ της αναπνοής αποτέλεσμά τι συμβαίνει εις τα αναπνέοντα ζώα, ισχυριζόμενος ότι αύτη εμποδίζει να εκθλίβηται(εξωθήται) η ψυχή εκ του σώματος. Ουδόλως είπεν όμως, ότι η φύσις εποίησε την αναπνοήν προς τον σκοπόν τούτον. Εν γένει δε και ούτος,όπως και οι άλλοι φυσικοί, ουδόλως θίγει την τελικήν αιτίαν. 2. Λέγει δε, ότι η ψυχή και η θερμότης είναι το αυτό πράγμα, ότι είναι στοιχειώδη σφαιροειδή άτομα (μόρια) {129}. Όταν λοιπόν ταύτα συνενώνται και πιέζωνται υπό του περιέχοντος αυτά αέρος, τότε η αναπνοή έρχεται εις βοήθειαν· διότι λέγει ότι είναι εν τω αέρι πολλά από τα σφαιροειδή ταύτα, τα οποία ονομάζει νουν και ψυχήν. Όταν λοιπόν το ζώον εισπνέη και εισέρχηται ο αήρ, εισέρχονται και τα σφαιροειδή ταύτα και αντιδρώντα εις την πίεσιν εμποδίζουσι να διαφύγη η ψυχή η υπάρχουσα εις τα ζώα. 3. Και διά τούτο η ζωή και ο θάνατος εξαρτώνται εκ της αναπνοής και εκπνοής. Διότι, όταν το στοιχείον, όπερ περιέχει, (ο αήρ), διά της συνθλίψεως υπερισχύη και το έξωθεν εισερχόμενον εις το σώμα δεν δύναται να αντιδρά εις την επικράτησιν, τότε, επειδή δεν δύναται το ζώον να αναπνεύση, επέρχεται ο θάνατος αυτού. Και ούτως ο θάνατος είναι η εκ του σώματος έξοδος των σφαιροειδών τούτων ατόμων,τα οποία εξωθούνται εκ του σώματος διά της πιέσεως του περιέχοντος(στοιχείου). 4. Δεν εξήγησεν όμως ο Δημόκριτος την αιτίαν, διά την οποίαν πάντα μεν τα ζώα πρέπει να αποθάνωσιν αναγκαίως, ουχί όμως όταν τύχη, αλλά εκ γήρατος μόνον κατά φύσιν (αποθνήσκουσι), βιαίως δε παρά φύσιν. Και όμως, επειδή το φαινόμενον τούτο φαίνεται, ότι γίνεται εις μίαν περίοδον (το γήρας), άλλοτε δε δεν φαίνεται, ώφειλε να εξηγήση αν η αιτία είναι έξωθεν ή εντός. 5. Δεν λέγει δε ο Δημόκριτος ούτε περί της αρχής της αναπνοής, ποίον είναι το αίτιον αυτής και αν είναι έσωθεν ή έξωθεν. Διότι βέβαια ο νους, τον οποίον εισάγει έξωθεν, δεν δύναται να δώση την βοήθειαν αυτού (εις το ζώον). Αλλά έσωθεν είναι η αρχή της αναπνοής και της κινήσεως {130}, η βία δε του περιέχοντος στοιχείου ουδέν εξηγεί. Διότι είναι άτοπον και το λέγειν, ότι το περιέχον συνθλίβει το ζώον και συνάμα ότι εισερχόμενος (ο αήρ)διαστέλλει αυτό {131}.
Ταύτα λοιπόν είναι σχεδόν όσα είπεν ο Δημόκριτος, και ούτος ο τρόπος καθ' ον είπεν αυτά.
6. Εάν όμως πρέπη να θεωρώμεν ότι είναι αληθή τα πρότερον λεχθέντα,δηλ. ότι δεν αναπνέουσι πάντα τα ζώα {132}, δεν πρέπει να υπολάβωμεν ότι η αιτία, την οποίαν αναφέρει ο Δημόκριτος, εξηγεί τον θάνατον εν γένει, αλλά μόνον τον θάνατον των ζώων, τα οποία έχουσιν αναπνοήν.Αλλά και περί τούτων πάλιν ουχί ορθώς. 7. Φανερόν δ' είναι τούτο εκ των γεγονότων και μάλιστα εκείνων, των οποίων πείραν έχομεν όλοι.Διότι κατά τους ισχυρούς καύσωνας, επειδή τότε θερμαινόμεθα περισσότερον του συνήθους, έχομεν και περισσοτέραν χρείαν της αναπνοής, και αναπνέομεν συχνότερον πάντες. Όταν όμως το περιέχον ημάς είναι ψυχρόν και συσφίγγη και συμπηγνύη το σώμα, κρατούμεν την αναπνοήν μας, μολονότι τότε έπρεπε (κατά την δόξαν του Δημοκρίτου) ο έξωθεν εισερχόμενος εις ημάς αήρ να εμποδίζη την έξωσιν της ψυχής. 8.Και όμως συμβαίνει το εναντίον {133}, διότι, όταν συναθροισθή πολλή θερμότης, επειδή δεν εκπνέομεν τον εσωτερικόν αέρα, τότε έχομεν χρείαν να αναπνέωμεν και αναγκαζόμεθα, αφού εισπνεύσωμεν, να αναπνεύσωμεν.Αληθώς, όταν πολύ θερμαινώμεθα, αναπνέομεν πολλάκις, διότι χάριν αναψύξεως αναπνέομεν εις καιρόν καθ' ον ούτω {134}, ως λέγεται,προσθέτομεν πυρ εις το πυρ {135}.
{129} Όρα «περί Ψυχής·» Βιβλ. Α. Κεφ. 1.
{130} Ή της τοπικής εν γένει κινήσεως, ή μάλλον της μερικής, ήτις αποτελεί την αναπνοήν.
{131} Και όμως αμφότερα τούτα είναι πραγματικά και προέρχονται εκ της ελαστικότητος του αέρος.
{132} Όπως ο άνθρωπος και τα άλλα όσα έχουσι πνεύμονα.
{133} Τουτέστιν έπρεπε η αναπνοή να είναι αναγκαιοτέρα εν τω ψύχει παρά εν τη θερμότητι, αλλ' όμως συμβαίνει το εναντίον, διότι κλ.
{134} Κατά την θεωρίαν του Δημοκρίτου.
{135} Παροιμία εφαρμοζόμενη ενταύθα, διότι ο Δημόκριτος θεωρεί τα ψυχικά άτομα ταυτά με τα θερμά άτομα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ε'.

Αναίρεσις της εν τω Τιμαίω τον Πλάτωνος θεωρίας περί αναπνοής.
1. Η εν τω Τιμαίω περιγραφομένη κυκλική ώθησις ουδόλως εξηγεί κατά ποίον τρόπον τα άλλα ζώα (εκτός του ανθρώπου) συντηρούσι την θερμότητα αυτών, δεν λέγει αν κατά τον αυτόν ή κατ' άλλον τρόπον γίνεται η συντήρησις {136}. Τω όντι, αν εις μόνα τα χερσαία υπάρχη η αναπνοή,πρέπει να εξηγήσωμεν διά τι εις μόνα ταύτα υπάρχει. Εάν δε υπάρχη και εις τα άλλα ζώα, διαφέρη δε ο τρόπος καθ' ον αναπνέουσι, πρέπει και την διαφοράν αυτήν να προσδιορίσωμεν, αν είναι δυνατόν πάντα να αναπνέωσι. 2. Προσέτι δε είναι φανταστική η εξήγησις, την οποίαν ο Τίμαιος δίδει περί της αναπνοής· λέγει δηλ. ότι, όταν ο θερμός αήρ εξέρχηται έξω διά του στόματος, ο περιέχων ημάς αήρ ωθείται, και διερχόμενος διά των σαρκών, αίτινες είναι αραιαί, εμπίπτει εις τον αυτόν τόπον, οπόθεν εξήλθεν ο εσωτερικός θερμός αήρ, διότι, επειδή ουδαμού υπάρχει κενόν, τα μέρη αντικαθιστώσιν άλληλα. Όταν δε θερμανθή, ο εισελθών αήρ πάλιν εξέρχεται διά του αυτού τρόπου, και ο θερμός αήρ εντός, εξερχόμενος διά του στόματος, εξακολουθεί την κυκλικήν ώθησιν. Και την κίνησιν ταύτην διαρκώς και συνεχώς κάμνομεν,ούτω δε αναπνέομεν και εκπνέομεν. 3. Αλλά κατά τους τοιαύτα δοξάζοντας συμβαίνει η εκπνοή να γίνηται πρότερον της εισπνοής, ενώ υπάρχει το εναντίον, και απόδειξις είναι, ότι αι κινήσεις αυταί αλληλοδιαδέχονται η μία την άλλην. Όταν όμως αποθνήσκωμεν, τότε εκπνέομεν, αναγκαίως άρα ηρχίσαμεν με την εισπνοήν. 4. Αλλά οι ταύτα λέγοντες ουδόλως λέγουσι προς ποίον σκοπόν υπάρχουσιν εις τα ζώα η αναπνοή και η εκπνοή, αλλ'ομιλούσι περί αυτών ως περί τινος επουσιώδους φαινομένου, και όμως βλέπομεν ότι αι λειτουργίαι αυταί είναι οι κύριοι όροι της ζωής και του θανάτου. Διότι, όταν τα ζώα τα αναπνέοντα δεν δύνανται να αναπνεύσωσιν, αναγκαίως αποθνήσκουσι. 5. Προσέτι είναι άτοπον να νομίζωμεν, ότι η διά του στόματος έξοδος και πάλιν είσοδος του θερμού αέρος δεν διαφεύγει την αντίληψιν ημών, η δε εις το στήθος είσοδος του αέρος {137} και πάλιν η έξοδος αυτού, όταν θερμανθή, μας διαφεύγει.Άτοπον δε είναι και να λέγωσιν, ότι η αναπνοή είναι η είσοδος της θερμότητος, διότι το εναντίον είναι φανερόν, δηλ. ο εκπνεόμενος αήρ είναι θερμός, ο δε εισπνεόμενος είναι ψυχρός· και όταν ούτος είναι θερμός, τότε ασθμαίνοντες αναπνέομεν αυτόν, διότι, επειδή ο εισερχόμενος αήρ δεν δροσίζει αρκετά το σώμα, αναγκαζόμεθα να αναπνέωμεν πολλάκις.
{136} Η Πλατωνική εξήγησις της κυκλικής κινήσεως της εισπνοής και εκπνοής εφαρμόζεται εις την ελάττωσιν της ζωικής θερμότητος. Τίμ. 79Α.
{137} Διά των πόρων της σαρκός εις τον θώρακα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ς'.

Η αναπνοή δεν γίνεται, προς συντήρηαιν της εσωτερικής θερμότητος,ήτις παράγεται προ πάντων εκ των τροφών.
1. Αλλά προσέτι δεν πρέπει να νομίζωμεν, ότι η αναπνοή σκοπόν έχει την τροφήν της εσωτερικής θερμότητος, ως εάν αύτη ετρέφετο διά του αέρος(ον εισπνέομεν), και ως εάν η αναπνοή ήτο τρόπον τινά επίθεσις καυσίμου ύλης εις το πυρ {138}, η δε εκπνοή εγίνετο, όταν ήθελε τραφή το πυρ. 2. Κατά της δοξασίας ταύτης θα είπωμεν πάλιν τα αυτά, τα οποία είπομεν κατά των προηγουμένων. Τω όντι έπρεπε τούτο να συμβαίνη και επί των άλλων ζώων, η όμοιόν τι με αυτό. Διότι πάντα έχουσι ζωτικήν θερμότητα. 3. Έπειτα, αν η θερμότης γίνεται εκ της αναπνοής, πρέπει να είπωμεν κατά ποίον τρόπον γίνεται. Αληθώς είναι όλως φανταστική η γνώμη αύτη. Τω όντι βλέπομεν, ότι η θερμότης προέρχεται μάλλον εκ της τροφής. 4. (Κατά την δόξαν ταύτην) συμβαίνει προσέτι το αυτό όργανον να δέχηται την τροφήν και να αποβάλλη το περίττωμα, αλλά τούτο δεν βλέπομεν να γίνηται εις ουδεμίαν άλλην περίπτωσιν.
{138} Σήμερον όμως η αναπνοή θεωρείται ως καύσις.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ζ'.

Αναίρεσις της δόξης του Εμπεδοκλέους περί αναπνοής.
1. Επραγματεύθη δε και ο Εμπεδοκλής περί αναπνοής, αλλ' ουδέν είπε σαφές προς ποίον σκοπόν και αν πάντα τα ζώα αναπνέουσιν ή όχι. 2.Ομιλών δε περί της αναπνοής, ήτις γίνεται διά των μυκτήρων, νομίζει ότι ομιλεί περί της κυρίας αναπνοής. Αλλ' απατάται, διότι υπάρχει και η αναπνοή διά της τραχείας αρτηρίας γινομένη εκ του στήθους, και η διά των μυκτήρων· άνευ όμως της πρώτης δεν δύνανται να αναπνεύσωσι μόνοι οι μυκτήρες. Και αν τα ζώα στερηθώσι της διά των μυκτήρων γινομένης αναπνοής, δεν πάσχουσι τίποτε, αν όμως στερηθώσι της διά της αρτηρίας αναπνοής, αποθνήσκουσιν. 3. Η φύσις είς τινα ζωα μεταχειρίζεται ως πάρεργόν τι την διά των μυκτήρων αναπνοήν χάριν της οσφρήσεως. Διά τούτο πάντα σχεδόν τα ζώα έχουσιν όσφρησιν, αλλά δεν έχουσι το αυτό αισθητήριον προς τον σκοπόν τούτον. Περί αυτού ωμιλήσαμεν αλλαχού σαφέστερον. 4. Λέγει δε ο Εμπεδοκλής, ότι η αναπνοή και εκπνοή γίνεται, διότι υπάρχουσι φλέβες τινές αίτινες έχουσιν αίμα, αλλά δεν είναι πλήρεις αίματος, και έχουσι πόρους, ίνα δέχωνται τον εξωτερικόν αέρα, λίαν μικρούς ή ώστε να δέχονται τα μόρια του σώματος, μεγάλους δε αρκούντως, ίνα δέχωνται τα μόρια του αέρος. Όθεν, επειδή το αίμα φύσει κινείται άνω και κάτω, όταν φέρηται εις τα κάτω, τότε εισρέει ο αήρ και γίνεται αναπνοή, όταν δε αναβαίνη εις τα άνω το αίμα, τότε ο αήρ πίπτει έξω και γίνεται η εκπνοή. Παρομοιάζων δε την κίνησιν ταύτην με την των κλεψύδρων, ο Εμπεδοκλής λέγει ότι: «Όλα τα ζώα αναπνέουσι και εκπνέουσι κατά τον εξής τρόπον: Επί της επιφανείας του σώματός των εκτείνονται σαρκώδεις σωλήνες (αρτηρίαι) άναιμοι. Υπεράνω του στόματός των υπάρχουν τα έσχατα άκρα των ρινών τρυπημένα από το έν εις το άλλο μέρος διά πυκνών αυλακιών, ούτως ώστε να εμτοδίζηται η εκροή του αίματος και να εισχωρή ευκόλως ο αήρ διά των διόδων. Έπειτα δε, όταν μεν το τρυφερόν αίμα ορμήση προς τα κάτω, ο αήρ φυσών καταβαίνει εντός με ρεύμα ορμητικόν, όταν όμως το αίμα αναπηδά επάνω, εξέρχεται πάλιν ο αήρ, όπως όταν κόρη παίζη με κλεψύδραν εκ λείου χαλκού κατεσκευασμένην. Αφού σκεπάση με την κομψήν χείρα της το στόμιον του σωλήνος και εμβαπτίση εις το υποχωρούν σώμα του αργυρού ύδατος, δεν εισέρχεται τότε το ύδωρ εις το αγγείον, αλλά το αποκλείει ο όγκος του αέρος, όστις έσωθεν εισεχώρησεν εις τας πυκνάς οπάς, έως ου απομακρύνη την χείρα της και αφήση ελεύθερον τον πυκνόν ρουν του ύδατος· τότε δε ελλείποντος του αέρος εισέρχεται ακωλύτως το ύδωρ. Ώσαύτως δε, όταν αφ' ενός μεν το ύδωρ κατέχη τον πυθμένα του χαλκού αγγείου,σκεπασθέντος του στομίου του σωλήνος και παντός πόρου διά της χειρός,αφ' ετέρου δε ο εξωτερικός αήρ ορμών να εισέλθη εντός, εμποδίζη την εκροήν του ύδατος περί τας οπάς του συρίττοντος λαιμού, ούτινος κατέχει τα άκρα, τότε πάλιν συμβαίνει το εναντίον παρά πρότερον.Εισχωρούντος του αέρος, εκτρέχει ελεύθερον τα ύδωρ.
Κατά τον αυτόν τρόπον το τρυφερόν αίμα εξακοντιζόμενον διά των μελών του σώματος, οσάκις μεν οπισθοδρομικώς ορμά προς το βάθος, αμέσως κατέρχεται ρεύμα αέρος με ορμητικόν φύσημα, οσάκις δε εκείνο αναπηδά επάνω, πάλιν ο αήρ εξ ίσου οπίσω εξέρχεται».
Ταύτα λοιπόν λέγει ο Εμπεδοκλής περί της αναπνοής. Αλλ', ως είπομεν,τα ζώα, τα οποία φανερώς αναπνέουσι διά της αρτηρίας, αναπνέουσι και διά του στόματος συνάμα και των μυκτήρων. Ώστε, εάν μεν περί τοιαύτης αναπνοής ομιλή ο Εμπεδοκλής, πρέπει να εξετάσωμεν πώς συμφωνεί με τα πράγματα η υπ' αυτού αναφερομένη εξήγησις. /5-6/7. Αλλά φαίνεται ότι δεν συμβιβάζεται με αυτά. Τω όντι ανυψούντα το μέρος, όπως ανυψούσι τα φυσερά εις τα σιδηρουργεία, αναπνέουσι τα ζώα. Εύλογον δε να δεχθώμεν ότι τούτο ανυψώνουσι {139} η θερμότης και το αίμα, όπερ λαμβάνει τον τόπον της θερμότητος {140}. Εξ άλλου τα ζώα εκπνέουσι συμπιεζόμενα και συσφιγγόμενα, όπως και τα φυσερά εις τα σιδηρουργεία. Πλην τα μεν φυσερά δεν δέχονται και δεν εξάγουσι τον αέρα διά της αυτής οπής, ενώ οι αναπνέοντες εισάγουσι και εξάγουσι τον αέρα διά της αυτής οπής. 8.Εάν όμως ο Εμπεδοκλής ομιλή περί μόνης της διά μυκτήρων αναπνοής,σφάλλει πολύ, διότι η αναπνοή δεν γίνεται ιδία μόνον διά των μυκτήρων,αλλά κατά την περί τον σταφυλίτην αύλακα, όπου είναι το άκρον του εν τω στόματι ουρανίσκου, μέρος του αέρος εισχωρεί διά των δύο ανοιγμάτων των μυκτήρων, μέρος δε διά του στόματος, και ούτω συμβαίνει και όταν εισέρχηται και όταν εξέρχηται.
9. Όσα λοιπόν είπον άλλοι περί αναπνοής έχουσι τοιαύτας και τοσαύτας αντιρρήσεις.
{139} Διότι διαστέλλει η θερμότης.
{140} Η επέκτασις λοιπόν ή ανύψωσις δεν εξηγείται δια του αέρος εν τη θεωρία του Εμπεδοκλέους.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Η'.

Αναγκαία η φυσική θερμότης προς θρέψιν και ζωήν. Η καρδία όργανον αυτής. Ανάγκη ψύξεως προς συντήρησιν του ζώου.
1. Είπομεν πρότερον, ότι η ζωή και η ψυχή υπάρχει εις τα ζώα πάντοτε μετά τινος θερμότητος. Διότι και η πέψις, διά της οποίας γίνεται η θρέψις των ζώων, δεν υπάρχει ούτε άνευ ψυχής, ούτε άνευ θερμότητος,επειδή διά του πυρός γίνονται πάσαι αι λειτουργίαι 2. Διά τούτο εις τον πρώτον τόπον του σώματος, και εις το πρώτον μέρος του πρώτου τούτου τόπου αναγκαίως είναι η τοιαύτη αρχή, και ενταύθα αναγκαίως υπάρχει και η πρώτη ψυχή {141}, η θρεπτική. 3. O τόπος δε ούτος (ο κεντρικός) είναι ο μέσος μεταξύ του δεχομένου την τροφήν και του αποβάλλοντος το περίττωμα. Και εις μεν τα μη έχοντα αίμα ζώα {142} το μέρος τούτο δεν έχει ίδιον όνομα, εις δε τα έχοντα αίμα το μέρος τούτο είναι η λεγομένη καρδία. 4. Η τροφή, εκ της οποίας γεννώνται αμέσως τα μέρη των ζώων, είναι το αίμα. Αναγκαίως δε είναι η αυτή η αρχή του αίματος και η των φλεβών, διότι το έν υπάρχει χάριν του άλλου, ως αγγείον ικανόν να δέχηται (το αίμα). Η αρχή δε των φλεβών εις τα έναιμα είναι η καρδία, διότι όλα είναι εξηρτημένα εξ αυτής, και δεν διέρχονται δι' αυτής, αλλά έρχονται εξ αυτής. Φανερόν δε είναι τούτο από τας ανατομάς των σωμάτων {143}.
5. Αι μεν άλλαι δυνάμεις της ψυχής είναι αδύνατον να υπάρχωσιν άνευ της θρεπτικής, την αιτίαν δε τούτου είπομεν πρότερον εις τα περί ψυχής. Η θρεπτική δε δεν δύναται να υπάρχη άνευ φυσικής θερμότητος,διότι διά ταύτης η φύσις επύρωσε και την δύναμιν ταύτην {144} 6. Αλλ' η φθορά του πυρός είναι, ως είπομεν, η σβέσις (υπ' άλλου) η μάρανσις(αφ' εαυτού). Σβέσις δηλ. είναι όταν προέρχηται από τα εναντία στοιχεία, διά τούτο δε το πυρ και όταν είναι ηθροισμένον ως μία μάζα δύναται να σβεσθή υπό της ψυχρότητος (του στοιχείου, αέρος ή ύδατος)του περιέχοντος (το ζώον), και ταχύτερον όταν είναι διεσπαρμένον. Αυτή λοιπόν η βίαιος φθορά του πυρός γίνεται ομοίως και εις τα έμψυχα και εις τα άψυχα{145}. Διότι τα ζώα, όταν κόπτονται δι' οργάνων ή όταν παγώνωσιν εξ υπερβολικού ψύχους, αποθνήσκουσιν. 7. Η μάρανσις όμως έρχεται εκ της πολλής θερμότατος. Διότι, αν η πέριξ θερμότης γίνηται υπερβολική, και δεν λαμβάνηται πλέον εσωτερική τροφή, καταστρέφεται το πυρούμενον ουχί εκ του ψύχους αλλ' αφ' εαυτού σβυνόμενον. Ώστε αναγκαίον είναι να γίνηται κατάψυξις, εάν μέλλη να διατηρήται τι,διότι τούτο μόνον βοηθεί κατά της καταστροφής ταύτης.
{141} Η θρεπτική ψυχή καλείται πρώτη, διότι η θρέψις είναι απαραιτήτως αναγκαία εις τας άλλας δυνάμεις, ενώ αύτη δύναται να υπάρχη και άνευ των άλλων.
{142} Ως είναι τα έντομα και τα μαλάκια.
{143} Ο Αριστοτέλης ανέταμε σώματα ζώων, αλλ' αμφίβολον αν και ανθρώπων. Εκ των ζώων συμπεραίνει περί ανθρώπων. Το ανθρώπινον σώμα εθεωρείτο ιερόν, και διά τούτο δεν υπεβάλλετο εις ανατομήν.
{144} Η φύσις διά της φυσικής θερμότητος παρέσχε και εις την θρεπτικήν δύναμιν θερμότητα.
{145} Εις τε την ζωικήν θερμότητα και εις το άψυχον πυρ.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Θ'.

Τρόποι καταψύξεως αναγκαίας εις την αναπνοήν. Οργανισμός βομβούντων εντόμων. Ζώα έχοντα πνεύμονας και δυνάμενα να ζώσι πολύ άνευ αναπνοής.Αμφίβια.
1. Εκ των ζώων τα μεν ζώσιν εν τω ύδατι, τα δε εν τη ξηρά. Εκ τούτων τα όλως μικρά και τα άναιμα, η ψύξις, ήτις γίνεται εκ του περιέχοντος,είτε ύδατος είτε αέρος, αρκεί, ίνα προφυλάξη από της καταστροφής ταύτης {146}. Διότι, επειδή έχουσιν ολίγην θερμότητα, ολίγην χρειάζονται βοήθειαν. Δια τούτο όλα σχεδόν ταύτα τα ζώα είναι βραχύβια, διότι μικρά μόνον μεταβολή προς το έν ή το άλλο μέρος καταστρέφει την ισορροπίαν.
2. Όσα δε των εντόμων ζώσι περισσότερον χρόνον, και ως πάντα τα έντομα {147} δεν έχουσιν αίμα, εις ταύτα το υποκάτω του διαζώματος μέρος είναι εσχισμένον εις δύο μέρη, ίνα ψύχωνται διά της μεμβράνης,ήτις είναι λεπτοτάτη εις το μέρος τούτο. Διότι επειδή είναι περισσότερον θερμά, έχουσι χρείαν περισσοτέρας ψύξεως, ως αι μέλισσαι,3, (τω όντι τινές των μελισσών ζώσιν επτά έτη) και πάντα τα άλλα έντομα, όσα βομβούσιν, ως αι σφήκες, αι μηλολόνθαι και οι τέττιγες.Διότι τούτον τον ήχον παράγουσι διά της πνοής των ως να ήσθμαινον·διότι υπ' αυτό το διάφραγμα, διά της εμφύτου πνοής, ήτις υψούται και καταβαίνει, γίνεται η σύγκρουσις (του εσωτερικού αέρος) προς την μεμβράνην. Διότι τα έντομα κινούσι το μέρος τούτο, καθώς τα άλλα, όσα αναπνέουσι, τον εξωτερικόν αέρα κινούσι διά του πνεύμονος, ή οι ιχθύες διά των βραγχίων. 4. Συμβαίνει δήλα δή εις ταύτα τα έντομα όμοιόν τι με το συμβαίνον, εάν τις πνίγη τι εκ των αναπνεόντων κρατών το στόμα αυτού. Διότι και ταύτα διά του πνεύμονος ποιούσι την ανύψωσιν του στήθους {148}. Αλλ' η τοιαύτη κίνησις δεν προξενεί εις ταύτα ικανήν κατάψυξιν, εις τα έντομα όμως παράγει αρκετήν. Και ταύτα διά της τρίψεως του αέρος προς την μεμβράνην παράγουσι τον βόμβον, ως είπομεν,όπως τα παιδία διά των τρυπημένων καλάμων, όταν επιθέσωσι λεπτήν μεμβράνην. Διά του τρόπου τούτου τραγωδούσι και οι τέττιγες, όσοι τραγωδούσι, διότι έχουσι περισσοτέραν θερμότητα παρά τους άλλους και είναι διηρημένον το υπό το διάφραγμα μέρος. Αλλ' οι μη ωδικοί δεν έχουσι το σχίσμα τούτο. /5/6. Και εκ των ζώων δε, τα οποία έχουσιν αίμα και πνεύμονα ολιγόαιμον και σπογγώδη, μερικά δύνανται πολύν χρόνον να ζώσι χωρίς να αναπνέωσι, διότι ο πνεύμων αυτών δύναται να λάβη μεγάλην διαστολήν και έχει ολίγην ποσότητα αίματος και υγρού. Και ούτως η ιδία αυτού κίνησις αρκεί να ψύξη το ζώον επί πολύν χρόνον. Επί τέλους όμως δεν δύναται να εξακολούθηση τούτο, αλλ' αποπνίγονται εάν δεν αναπνέωσιν, ως είπομεν πρότερον. 7. O μαρασμός, όστις συνίσταται εις καταστροφήν δι' έλλειψιν ψύχους, καλείται πνίξις, και τα ούτως αποθνήσκοντα ζώα, λέγομεν ότι πνίγονται. 8. Ότι δε τα έντομα δεν αναπνέουσιν είπομεν και πρότερον, αλλ' ευκόλως αποδεικνύεται από τα μικρά ζώα, οποία είναι αι μυίαι και αι μέλισσαι, διότι ταύτα δύνανται πολύν χρόνον να κολυμβώσιν εις το υγρόν, εάν τούτο δεν είναι λίαν ψυχρόν ή λίαν θερμόν. 9. Όμως τα ζώα, τα οποία έχουσι μικράν δύναμιν,ζητούσι να αναπνέωσι συχνότερον· αλλ' αποθνήσκουσι ταύτα και, ως λέγεται, πνίγονται, όταν γίνηται πλήρες το στήθος αυτών και αφανίζεται το υγρόν, το οποίον είναι εις το υπόζωμα αυτών. Διά τούτο, και όταν μείνωσι πολύν χρόνον εις την τέφραν, εγείρονται πάλιν.
10. Και εκ των ζώων δε, τα οποία ζώσιν εις το υγρόν, πάντα όσα δεν έχουσιν αίμα, ζώσιν εις τον αέρα περισσότερον χρόνον παρά τα έχοντα αίμα και δεχόμενα το θαλάσσιον υγρόν, ως οι ιχθύς. Τω όντι, επειδή έχουσιν ολίγην θερμότητα, ο αήρ είναι ικανός να ψύχη αυτά επί πολύν χρόνον, και τοιαύτα είναι τα μαλακόστρακα και οι πολύποδες. Αλλ' όμως ο αήρ επί τέλους δεν αρκεί ίνα ζήσωσι ταύτα διαρκώς, διότι έχουσιν ολίγην θερμότητα.
11. Διότι και πολλοί των ιχθύων ζώσιν εν τη ξηρά, αλλά μένουσιν ακίνητοι, και ανευρίσκονται όταν εξορύττωνται. 12. Όσα δε ζώα δεν έχουσι πνεύμονα, ή έχουσι πνεύμονα εστερημένον αίματος, έχουσιν ανάγκην ολίγιστα συχνής καταψύξεως.
{146} Φυσικής αποσβέσεως.
{147} Των εντόμων το αίμα είναι συνήθως άχρουν υγρόν, ενίοτε κίτρινον ή πρασινωπόν, σπανίως ερυθρόν, και ο Αριστοτέλης δεν εθεώρει αυτό αίμα.
{148} Ίνα επαναλάβωσι την αναπνοήν.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ι'.

Τρόποι ψύξεως ζώων εχόντων πνεύμονας και αίμα. Ζωοτόκα και ωοτόκα.Πνεύμονες και βράγχια.
1. Είπομεν περί των ζώων, τα οποία δεν έχουσιν αίμα, ότι άλλα {149}μεν ο αήρ ο περιέχων αυτά, άλλα {150} δε το υγρόν βοηθεί, ίνα συντηρώσι την ζωήν των. 2. Εκ των εχόντων δε αίμα και καρδίαν, όσα αυτών έχουσι πνεύμονα, πάντα δέχονται τον αέρα και ψύχονται διά της αναπνοής και εκπνοής. 3. Πνεύμονα δε έχουσιν εκείνα, τα οποία ζωοτοκούσιν εντός εαυτών και ουχί εκτός, (όπως τα σελαχώδη, τα οποία γεννώσι μικρά ζώα, αλλ' ουχί εντός εαυτών) {151} και εξ εκείνων τα οποία γεννώσιν ωά τα έχοντα πτέρυγας, λ.χ. τα πτηνά, και τα έχοντα φολίδας, λ.χ. αι χελώναι, αι σαύραι και οι όφεις. Των ζωοτόκων ο πνεύμων έχει αίμα, των ωοτόκων δε των πλείστων είναι σπογγώδης· διό ταύτα αραιότερον αναπνέουσιν, ως είπομεν και πρότερον. 4. Αναπνέουσι δε πάντα, και προσέτι όσα μένουσι και ζώσιν εις το ύδωρ, ως τα υδρόφειδα, οι βάτραχοι, οι κροκόδειλοι, και αι μύδαι και αι χελώναι,αι θαλάσσιαι και αι χερσαίαι {152}, και αι φώκαι. Διότι πάντα ταύτα τα ζώα και τα της αυτής τάξεως γεννώσιν εις την ξηράν και κοιμώνται ή εις την ξηράν ή εις το υγρόν ανέχοντα έξω το στόμα, ίνα αναπνέωσιν. 5. Όσα όμως έχουσι βράγχια, πάντα ψύχονται δεχόμενα το ύδωρ {153}, βράγχια δε έχουσι το γένος των ιχθύων, οίτινες καλούνται σαλάχια, και άλλα ζώα,τα οποία δεν έχουσι πόδας. Πάντες δε οι ιχθύς είναι άποδες, διότι, και όταν έχωσι πόδας, έχουσι τούτους ομοίους με πτέρυγας {154}. Εκ δε των εχόντων πόδας έν μόνον εκ των γνωστών έχει βράγχιον, ο λεγόμενος κορδύλος.
6. Ουδέν όμως ζώον εφάνη ποτέ έχον πνεύμονα ομού και βράγχια. Αίτιον δε τούτου είναι ότι ο μεν πνεύμων πρωρισμόν έχει την κατάψυξιν την γινομένην υπό του αναπνεομένου αέρος· φαίνεται δ' ότι ο πνεύμων έλαβε και το όνομα, διότι δέχεται το πνεύμα (πνοήν). Τα δε βράγχια είναι προωρισμένα προς την κατάψυξιν την εκ του ύδατος προερχομένην. Αλλά έν όργανον είναι χρήσιμον προς ένα σκοπόν, και μία κατάψυξις αρκεί εις έκαστον ζώον. Ώστε, επειδή βλέπομεν ότι η φύσις ουδέν ποιεί μάτην, και(αν δύο όργανα καταψύξεως ήσαν), το έν εξ αυτών θα ήτο περιττόν, διά τούτο άλλα μεν ζώα έχουσι βράγχια, άλλα δε πνεύμονα, και τα δύο όμως ουδέν.
{149} Τα έντομα.
{150} Τα μαλάκια και τα οστρακόδερμα.
{151} Τα ζωοτοκούντα εν εαυτοίς είναι τα μαστοφόρα. Τα ζωοτοκούντα εκτός εαυτών είναι τα ωοτόκα.
{152} Τα ζώα ταύτα είναι αμφίβια.
{153} Εντός του σώματός των.
{154} Μάλλον παρά με πόδας

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΑ'.

Αναφοραί αναπνοής και θρέψεως. Στόματος και βραγχίων χρησιμότης.
1. Επειδή δε, ίνα ζη έκαστον ζώον, έχει χρείαν τροφής, ίνα δε συντηρήται έχει χρείαν καταψύξεως, η φύσις χρησιμοποιεί το αυτό όργανον προς τας δύο ταύτας λειτουργίας, όπως είς τινα ζώα χρησιμοποιεί την γλώσσαν προς τους χυμούς και προς την διάλεκτον. Ούτω και εις τα έχοντα πνεύμονα μεταχειρίζεται, η φύσις το στόμα διά την κατεργασίαν της τροφής και διά την εκπνοήν και την αναπνοήν. 2. Εις δε τα ζώα, τα οποία δεν έχουσι πνεύμονα και δεν αναπνέουσι, το μεν στόμα χρησιμοποιεί εις την επεξεργασίαν της τροφής, προς δε την κατάψυξιν υπάρχουσι τα βράγχια εις όσα έχουσι χρείαν καταψύξεως. 3. Πώς δε η λειτουργία των ρηθέντων οργάνων ενεργεί την κατάψυξιν, θα είπωμεν ύστερον. 4. Ίνα δε μη εμποδίζηται η τροφή, όμοιόν τι συμβαίνει και εις τα ζώα, τα οποία αναπνέουσι {155} και εις εκείνα τα οποία δέχονται το υγρόν {156}. Τω όντι, δεν καταταπίνουσι την τροφήν καθ' ον χρόνον αναπνέουσιν, άλλως θα συμβαίνη να πνίγωνται, διότι η τροφή, είτε ξηρά είτε υγρά, θα εισέρχηται εις τον πνεύμονα διά της αρτηρίας. 5. Διότι η αρτηρία κείται έμπροσθεν του οισοφάγου, διά του οποίου η τροφή εισέρχεται εις τον καλούμενον στόμαχον. Εις τα τετράποδα μεν τα έχοντα αίμα η αρτηρία έχει ως πώμα την επιγλωττίδα. Τα πτηνά όμως και τα τετράποδα, τα οποία γεννώσιν ωά, δεν έχουσιν επιγλωττίδα, αλλά διά της συστολής (του λάρυγγος) κάμνουσι την αυτήν ενέργειαν. 6. Διότι, όταν καταπίνωσι την τροφήν, τα ωοτόκα μεν συστέλλουσι την τραχείαν, ενώ τα ζωοτόκα κλείουσι την επιγλωττίδα. Όταν δε η τροφή εισέλθη, τα μεν ωοτόκα εκτείνουσι την τραχείαν, τα δε ζωοτόκα ανοίγουσι την επιγλωττίδα, και τότε δέχονται το πνεύμα το αναγκαιούν εις την κατάψυξιν. 7 Όσα δε έχουσι βράγχια απορρίπτουσι διά τούτων το υγρόν,και διά του στομάχου δέχονται την τροφήν· διότι αρτηρίαν δεν έχουσιν,ώστε, αν εις ταύτην παρενέπιπτε το υγρόν, ουδόλως θα εβλάπτοντο, αλλά μόνον αν το ύδωρ εισήρχετο εις τον στόμαχον αυτών. Διά τούτο ταχέως απορρίπτουσι το υγρόν και καταπίνουσι την τροφήν, και έχουσιν οξείς τους οδόντας, και σχεδόν πάντα έχουσιν αυτούς πριονοειδώς, διότι δεν δύνανται να λειοτριβώσι (μασσώσι) την τροφήν.
{155} Και έχουσι πνεύμονα.
{156} Και έχουσι βράγχια.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΒ'.

Αναπνοή των κητωδών, των εχόντων αυλόν, των καράβων, καρκίνων,μαλακίων, πολυπόδων.
1. δύναταιίτις να απορήση ως προς τα κητώδη εκ των ζώων, τα οποία ζώσιν εις το ύδωρ, αλλά και ταύτα συμφωνούσι προς την θεωρίαν ημών, ως οι δελφίνες και αι φάλαιναι και άλλα, όσα έχουσι τον λεγόμενον αυλόν.Ταύτα μεν δεν έχουσι πόδας {157}, αλλά καίτοι έχουσι πνεύμονα,δέχονται το ύδωρ της θαλάσσης. 2. Αίτιον δε τούτου είναι εκείνο το οποίον είπομεν. Τω όντι, ταύτα δεν δέχονται το υγρόν χάριν καταψύξεως,διότι αύτη γίνεται, όταν αναπνέωσιν, επειδή έχουσι πνεύμονα. Διά τούτο και κοιμώνται έχοντα το στόμα υπεράνω του ύδατος, οι δελφίνες μάλιστα ρέγχουσι. Προσέτι δε, όταν συλληφθώσι με τα δίκτυα, ταχέως πνίγονται,διότι δεν αναπνέουσι. Και φαίνονται τα τοιαύτα ότι μένουσιν επάνω εις την θάλασσαν, ίνα αναπνέωσιν. 3. Αλλ' επειδή πρέπει αναγκαίως να λαμβάνωσι την τροφήν των εκ του ύδατος, αναγκαίως {158} απορρίπτουσι το υγρόν άμα το ροφήσωσι. Και διά τούτο πάντα έχουσι τον αυλόν· διότι,όταν ροφήσωσι το υγρόν, τότε, ως οι ιχθύς διά των βραγχίων, ταύτα διά του αυλού απορρίπτουσι το ροφηθέν ύδωρ. Απόδειξις δε τούτου είναι και η θέσις του αυλού, διότι δεν άγει εις κανέν από τα μέρη τα οποία έχουσιν αίμα, αλλά κείται έμπροσθεν του εγκεφάλου και εκείθεν ρίπτει το ύδωρ. 4. Διά την αυτήν δε ταύτην αιτίαν και τα μαλάκια και τα μαλακόστρακα ροφώσι το ύδωρ, θέλω να είπω π.χ. τους καλουμένους καράβους και τους καρκίνους. Διότι ουδέν εκ τούτων των ζώων έχει ανάγκην καταψύξεως· διότι έκαστον έχει ολίγην θερμότητα και δεν έχει αίμα· ώστε αρκετά ψύχονται υπό του υγρού του περιέχοντος αυτά. Αλλά χάριν της τροφής (είναι ούτως ωργανωμένα) ώστε, όταν δέχωνται την τροφήν, να μη εισρέη μετ' αυτής το υγρόν. Τα μεν λοιπόν μαλακόστρακα,ως οι καρκίνοι και οι κάραβοι, απορρίπτουσι το ύδωρ διά των κατά το τριχωτόν επικάλυμμα αυτών πτυχών. 5. Αλλ' αι σηπίαι και οι πολύποδες το ρίπτουσι διά του κοιλώματος, όπερ είναι υπεράνω της λεγομένης κεφαλής των.
6. Περί τούτων εγράψαμεν μετά μείζονος ακριβείας εις τας περί «ζώων ιστορίας». Ενταύθα δε εξηγήσαμεν ότι τα ζώα, των οποίων η φύσις είναι να ζώσιν εν τω ύδατι, δέχονται το ύδωρ εν εαυτοίς, διότι έχουσιν ανάγκην της καταψύξεως {159} και διότι πρέπει να λαμβάνωσι την τροφήν των εκ του υγρού (εν ω ζώσιν).
{157} Όπως πάντες οι ιχθύς.
{158} Αναγκάζονται να δεχθώσι συγχρόνως το υγρόν, όπερ εισάγεται μετά της τροφής των.
{159} Εξαιρουμένων των κητωδών, τα οποία έχουσι πνεύμονας και λαμβάνουσι την κατάψυξιν εαυτών εκ του αέρος.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΓ'.

Τελειότερα ζώα είναι τα έχοντα τελειοτέραν την αναπνοήν. —Πλεονεκτήματα ανθρώπου.
1. Περί δε της καταψύξεως, με ποίον τρόπον γίνεται εις τα ζώα, τα οποία αναπνέουσι, και εις τα έχοντα βράγχια, δέον να είπωμεν μετά ταύτα. 2. Είπομεν πρότερον, ότι αναπνέουσιν όσα ζώα έχουσι πνεύμονα.Διατί δε ζωά τινα έχουσι το όργανον τούτο, και διατί έχοντα αυτό έχουσι χρείαν αναπνοής; το αίτιον δι' ο έχουσι πνεύμονα είναι ότι τα τελειότερα των ζώων έχουσι θερμότητα μείζονα των άλλων· ταύτα δε κατ'ανάγκην έχουσι και ψυχήν τελειοτέραν{160}. Διότι η φύσις τούτων είναι ανωτέρα της των φυτών. Διά τούτο και όσα έχουσι τον πνεύμονα πλήρη αίματος και θερμότατον έχουσι και μεγαλυτέρας σωματικάς διαστάσεις,και ο άνθρωπος όστις έχει το αφθονώτατον και καθαρώτατον αίμα παρά πάντα τα ζώα, είναι εξ όλων το ορθότατον και το μόνον, όπερ έχει το άνω του στόματός του προς τα άνω του σύμπαντος, διότι έχει τοιουτοτρόπως πεπλασμένον το όργανον τούτο (πνεύμονα). /3/4. Ώστε πρέπει να δεχθώμεν, ότι ο πνεύμων είναι εις τον άνθρωπον και τα άλλα ζώα αίτιον της υπάρξεως, όπως και οιονδήποτε άλλο εκ των μελών. Ένεκα τούτων λοιπόν έχουσι πνεύμονα. 5. Πρέπει δε να νομίζωμεν, ότι η υλική αιτία και η της κινήσεως συνέστησαν ταύτα τα ζώα τοιουτοτρόπως, όπως και πολλά μη όντα τοιαύτα· διότι άλλα μεν αποτελούνται περισσότερον εκ γης, ως τα φυτά, άλλα δε περισσότερον εξ ύδατος, ως τα ένυδρα ζώα, εκ των πτηνών δε και χερσαίων τα μεν έγειναν εξ αέρος{161}, τα δε εκ πυρός. Έκαστον δε αυτών έχει την θέσιν του εις τας καταλλήλους δι'αυτά χώρας.
{160} Ου μόνον θρεπτικήν αλλά και αισθητικήν και νοητικήν.
{161} Τ /·/ εν τη συστάσει αυτών επικρατεί έν στοιχείον, ο αήρ, κ.λ.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΔ'.

Αναίρεσις δόξης Εμπεδοκλέους ότι θερμότατα είναι τα ένυδρα.— Αναφοραί τόπων και οργανισμών.
1. Ο Εμπεδοκλής όμως δεν είπεν ορθά, ισχυρισθείς ότι τα ένυδρα είναι τα θερμότατα και τα έχοντα πυρ πολύ περισσότερον των άλλων ζώων,αποφεύγουσι δε την υπερβολικήν θερμότητα την εν τη φύσει υπάρχουσαν,όπως, επειδή έχουσιν έλλειψιν του υγρού και του ψυχρού διά μέσου στοιχείου, προς το οποίον έχουσιν εναντίας ιδιότητας, εύρωσι σωτηρίαν.Διότι το υγρόν είναι ολιγώτερον θερμόν παρά τον αέρα. 2. Αλλ' όμως είναι όλως ακατανόητον πώς έκαστον των ζώων τούτων, όπερ εγεννήθη επί της ξηράς, ηδυνήθη να μεταβάλη τόπον διαμονής και να υπάγη εις το ύδωρ· διότι σχεδόν τα πλείστα αυτών δεν έχουσι πόδας. Ο Εμπεδοκλής δε εξηγών την απ' αρχής σύστασιν αυτών, λέγει ότι εγεννήθησαν μεν εις την ξηράν, αλλά φεύγοντα ήλθον εις το υγρόν. 3. Προσέτι δε δεν φαίνονται τα ένυδρα θερμότερα των χερσαίων, διότι άλλα μεν δεν έχουσιν ουδόλως αίμα, άλλα δε έχουσι πολύ ολίγον. 4. Αλλά ποία όντα πρέπει να λέγωμεν θερμά και ποία ψυχρά; περί τούτου δέον να πραγματευθώμεν ιδία. Η αιτία δε, την οποίαν αναφέρει ο Εμπεδοκλής, εν μέρει περιέχει την ζητουμένην εξήγησιν, αλλ' όμως εκείνο, όπερ λέγει, δεν είναι όλον αληθές. 5.Διότι οι τόποι και αι εποχαί, αι οποίαι έχουσι καθ' υπερβολήν τας ιδιότητας τας εναντίας (προς τα ζώα), συντηρούσι μεν ταύτα. Αλλ' η φύσις (παντός όντος) συντηρείται προ πάντων εις τους τόπους, οίτινες είναι οικείοι προς αυτό. Διότι η ύλη, εξ ης αποτελείται έκαστον είδος ζώων, δεν πρέπει να συγχέηται προς τας διαφόρους ιδιότητας και διαθέσεις αυτής. Εννοώ π.χ. ότι εάν η φύσις ήθελε πλάσει ον τι εκ κηρού ή πάγου, δεν θα το συνετήρει θέτουσα αυτό εις θερμόν περιέχον,διότι θα κατεστρέφετο ταχέως υπό του εναντίου του, επειδή η θερμότης διαλύει παν ό,τι επλάσθη εκ του εναντίου αυτής. Και αν ήθελε συστήσει τι από άλας ή νίτρον, δεν θα το έθετε βεβαίως εις το ύδωρ, διότι το υγρόν φθείρει τα αποτελεσθέντα εξ υγρού και ψυχρού. 6. Εάν λοιπόν το ξηρόν και το υγρόν {162} είναι η ύλη πάντων των σωμάτων εύλογον να υποθέσωμεν ότι τα συσταθέντα από υγρόν και ψυχρόν θα είναι εις υγρόν περιέχον, και τα εκ ξηρού (στερεού) ποιηθέντα θα είναι εις το ξηρόν(στερεόν). 7. Διά τούτο τα δένδρα δεν φύονται εις το ύδωρ, αλλ' εις την ξηράν. Και όμως, κατά την εξήγησιν του Εμπεδοκλέους, έπρεπε να έρχωνται εις το ύδωρ, διότι είναι λίαν ξηρά, ή, καθώς λέγει, είναι«λίαν πυρώδη». Διότι θα ήρχοντο εις αυτό τα δένδρα, ουχί διότι είναι ψυχρόν, αλλά διότι είναι υγρόν.
8. Αι φυσικαί συστάσεις λοιπόν της ύλης {163} εις οιανδήποτε τόπον υπάρχουσιν, είναι τοιαύται οίος είναι ο τόπος· αι μεν υπάρχουσαι εις το ύδωρ είναι υγραί, αι δε εις ξηράν γην ξηραί, και αι εν τω αέρι είναι θερμαί. Αι αποκτηθείσαι ιδιότητες όμως συντηρούνται περισσότερον, αι μεν έχουσαι υπερβολικήν θερμότητα εις το ψυχρόν, αι δε έχουσαι υπερβολικήν ψυχρότητα εις το θερμόν. Διότι ο τόπος επαναφέρει εις την προσήκουσαν ισορροπίαν την υπερβολήν της ιδιότητος.Ταύτην λοιπόν την ισορροπίαν τα ζώντα πρέπει να ζητώσιν εις τους τόπους τους οικείους εις εκάστην όλης οργάνωσιν και κατά τας μεταβολάς του συνήθους κλίματος. Διότι αι ιδιότητες της όλης δύνανται να είναι εις αντίθεσιν προς τον τόπον της διαμονής, αλλά τούτο είναι αδύνατον κατά την αρχικήν σύστασιν της ύλης.
9. Ότι λοιπόν ουχί εξ αιτίας της φυσικής θερμότητος άλλα μεν ζώα είναι ένυδρα άλλα δε πεζά, ως λέγει ο Εμπεδοκλής, αρκούσι να αποδείξωσι τα ειρημένα, και προσέτι να εξηγήσωσι διατί άλλα μεν έχουσι πνεύμονα,άλλα δε δεν έχουσιν.
{162} Και το θερμόν και το ψυχρόν.
{163} Φυτά και ζώα

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΕ'.

Σύστασις και λειτουργία του πνεύμονος εις τα ανώτερα ζώα.
1. Διατί δε τα ζώα τα έχοντα πνεύμονα δέχονται τον αέρα και αναπνέουσι, και μάλιστα όσα εξ αυτών έχουσι τον πνεύμονα πλήρη αίματος; 2. Αίτιον τούτου είναι ότι ο πνεύμων είναι σπογγώδης και πλήρης σωλήνων. Το μέρος τούτο έχει το περισσότερον αίμα εξ όλων των ονομαζομένων σπλάγχνων. 3. Όσα δε έχουσιν αίμα εις τον πνεύμονα,έχουσι χρείαν ταχείας καταψύξεως, διότι η ζωική θερμότης είναι λίαν ευκίνητος και διότι η ψύξις πρέπει να εισέρχηται εις όλον το εσωτερικόν του ζώου ένεκα της αφθονίας του αίματος και της θερμότητος.Και τα δύο δε ταύτα ο αήρ δύναται ευκόλως να εκτελή, διότι είναι φύσει λεπτός και εισδύων εις όλον το ζώον ταχέως ψύχει αυτό {164}, ενώ το ύδωρ (θα εξετέλει) το εναντίον. Και ότι ιδία αναπνέουσιν εκείνα τα ζώα, όσων ο πνεύμων έχει αίμα, είναι φανερόν εκ τούτου, ότι δηλ. το θερμότερον έχει χρείαν περισσοτέρας ψύξεως, και συνάμα ο αήρ, ενώ πληροί τους πνεύμονας, ευκόλως φθάνει μέχρι της αρχικής πηγής της ζωικής θερμότητος, ήτις είναι εν τη καρδία.
{164} Ο Εμπεδοκλής και ο Πλάτων εδόξαζον ότι ο αήρ εισχωρεί διά των πόρων του δέρματος.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΣΤ'.

Αναφοραί της καρδίας προς τον πνεύμονα και τα βράγχια. Θέσις της καρδίας και σύστασις. Θάνατος η παύσις της κινήσεως του πνεύμονος και των βραγχίων.
1. Τον τρόπον, καθ' ον η καρδία συγκοινωνεί με τον πνεύμονα, πρέπει να ίδωμεν και εις τα ανατεμνόμενα ζώα και εις τα συγγράμματα περί «Ζώων Ιστορίας». 2. Γενικώς η φύσις των ζώων έχει χρείαν καταψύξεως {165}ένεκα της ζωικής θερμότητος, ήτις είναι εις την καρδίαν {166}. Την κατάψυξιν δε ταύτην ενεργούσι διά της αναπνοής όσα εκ των ζώων έχουσιν ου μόνον καρδίαν, αλλά και πνεύμονα. Όσα δε έχουσι καρδίαν, ουχί δε πνεύμονα, καθώς οι ιχθύς, επειδή η φύσις αυτών είναι να ζώσιν εις το ύδωρ, ενεργούσι την κατάψυξίν των εις το ύδωρ διά των βραγχίων. 3.Ποίαι δε είναι αι σχετικαί θέσεις της καρδίας και των βραγχίων πρέπει να ίδωμεν διά της όψεως εις τας ανατομάς, και εις τας ιστορίας των ζώων, καθ' όσον αφορά τας λεπτομερείας. Αλλ' ίνα και τώρα συγκεφαλαιώσωμεν, τα πράγματα έχουσιν ως εξής: Φαίνεται ίσως ότι η καρδία δεν έχει την αυτήν θέσιν εις τα χερσαία ζώα όπως και εις τους ιχθύς, αλλ' όμως είναι εις την αυτήν θέσιν· διότι η καρδία έχει την κορυφήν αυτής προς το μέρος, όπου τα ζώα κλίνουσι τας κεφαλάς αυτών.Αλλ' επειδή αι κεφαλαί δεν κλίνουσι κατά την αυτήν διεύθυνσιν εις τα χερσαία και εις τους ιχθύς {167}, η καρδία τούτων έχει την κορυφήν εστραμμένην προς το στόμα {168}. 4. Διευθύνεται δε από του άκρου της καρδίας αυλός φλεβονευρώδης εις το μέσον αυτής, όπου όλα τα βράγχια συνενούνται μεταξύ των. Είναι δε μέγιστος ο αυλός ούτος. Και από το έν και από το άλλο μέρος της καρδίας άλλοι σωλήνες διευθύνονται εις το άκρον εκάστου των βραγχίων, διά των οποίων γίνεται η κατάψυξις της καρδίας, διότι το ύδωρ πάντοτε διοχετεύεται διά των βραγχίων. 5.Ομοίως δε και εις τα ζώα, τα οποία αναπνέουσιν, ο θώραξ κινείται πολλάκις άνω και κάτω, όταν ταύτα δέχωνται και εξάγωσι τον αέρα, τον οποίον αναπνέουσι, όπως συμβαίνει εις τα βράγχια των ιχθύων. Και όσα μεν ζώα αναπνέουσιν εις ολίγον αέρα και τον αυτόν (μη ανανεούμενον)αποπνίγονται {169}, διότι και ο αήρ και το ζώον γίνονται ταχέως θερμά,επειδή η επαφή του αίματος {170} θερμαίνει και τα δύο. Όταν όμως το αίμα είναι θερμόν, εμποδίζει την κατάψυξιν. Και όταν τα ζώα, τα οποία αναπνέουσι, δεν δύνανται να θέτωσιν εις κίνησιν τον πνεύμονα αυτών, τα δε ένυδρα τα βράγχια αυτών ή διά πάθημα τι ή διά γήρας, τότε αναγκαίως αποθνήσκουσιν.
{165} Ταύτα πάντα είναι θεωρίαι του «Τιμαίου» του Πλάτωνος.
{166} Ο Πλάτων θέτει την ψυχήν εις τον εγκέφαλον, διότι εν αυτή βλέπει προ πάντων τον νουν. Αλλ' ο Αριστοτέλης συνταυτίζων την ψυχήν με την ζωήν εξ ανάγκης θέτει την ψυχήν εις το κέντρον της ζωής, την καρδίαν.
{167} Οίτινες δεν έχουσι λαιμόν.
{168} Τούτο όμως συμβαίνει και εις τα άλλα ζώα.
{169} Η χημεία απέδειξεν από του τέλους του 18ου αιώνος, ότι ο υπό των ζώων αναπνεόμενος αήρ μολύνεται πληρούμενος ανθρακικού οξέος, και ούτω γίνεται πνικτικός.
{170} Η επαφή του αίματος αφαιρεί εκ του αέρος το οξυγόνον, και ούτω φθείρει αυτόν.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΖ'.

Περί Ζωής και Θανάτου. O θάνατος είναι βίαιος ή φυσικός. Ο φυσικός είναι αποτέλεσμα ελλείψεως θερμότητος εν τη καρδία. Θάνατος εκ γήρατος. Νοσήματα πνεύμονος.
1. Εις πάντα λοιπόν τα ζώα είναι κοινά η γέννησις και ο θάνατος, οι τρόποι δε αυτών διαφέρουσι κατ' είδος. 2. O θάνατος δεν είναι άνευ διαφορών, έχει όμως πάντοτε κοινόν τι. O θάνατος είναι άλλοτε μεν βίαιος, άλλοτε δε φυσικός. Βίαιος είναι όταν η αιτία αυτού είναι έξωθεν, φυσικός δε όταν η αιτία είναι εν αυτώ τω ατόμω. Και η σύστασις του πνεύμονος {171} είναι τοιαύτη εξ αρχής {172} και δεν είναι ιδιότης τις επίκτητος. 3. Εις τα φυτά η πορεία αύτη λέγεται αποξήρανσις, εις δε τα ζώα γήρας. O θάνατος δε και η καταστροφή είναι όμοια εις πάντα τα μη ατελή (κατά την ανάπτυξιν) ζώα. Και εις τα ατελή είναι παρόμοια,αλλ' ο τρόπος είναι διάφορος. Ατελή δε λέγω τα ωά, π.χ. και τα σπέρματα των φυτών, όταν δεν έχωσιν ακόμη ρίζας. 4. Εις πάντα λοιπόν η καταστροφή γίνεται δι' έλλειψιν θερμότητος, εις δε τα τέλεια (κατά την ανάπτυξιν) γίνεται εις το μέρος, εις το οποίον υπάρχει η ζωική αρχή.Είναι δε αύτη, ως είπομεν πρότερον {173}, το μέρος, εις το οποίον συνενούνται το άνω και το κάτω μέρος του ζώου, και εις μεν τα φυτά είναι το μέσον μεταξύ στελέχους και ρίζης, εις δε τα άναιμα το μέρος το ανάλογον με την καρδίαν. 5. Τινά δε εκ τούτων έχουσιν εν δυνάμει πολλά ζωικά κέντρα, ουχί όμως και εν ενεργεία. Διά τούτο καί τινα εκ των εντόμων ζώσι και αφού διαιρεθώσι, και όσα εκ των εναίμων δεν είναι πολύ καλώς ωργανωμένα, ζώσι πολύν χρόνον, όταν αφαιρεθή η καρδία αυτών, ως αι χελώναι, αίτινες και κινούνται με τους πόδας, ενώ ακόμη έχουσι τα χελώνια (καύκαλον), διότι η φύσις αυτών δεν είναι ωργανωμένη καλώς, ομοιάζουσι δε με τα έντομα.
6. Η αρχή δε της ζωής εκλείπει εις τα έχοντα αυτήν, όταν η θερμότης η μετ' αυτής συνδεδεμένη δεν ελαττούται εκ καταψύξεως. Διότι, καθώς είπομεν πρότερον, η θερμότης καταναλίσκει αυτή εαυτήν. Όταν λοιπόν ο πνεύμων εις τα μεν, και τα βράγχια εις τα άλλα, σκληρύνωνται και συν τω χρόνω ξηραίνωνται, εις ταύτα μεν τα βράγχια και εις εκείνα ο πνεύμων, και γίνωνται γεώδη, τα ζώα δεν δύνανται πλέον να κινώσι τα όργανα ταύτα, ούτε να τα διαστέλλωσι και να τα συστέλλωσι, επί τέλους δε επιτεινομένης της καταστάσεως ταύτης σβύνεται το πυρ (της ζωής).7. Διά τούτο, όταν εις το γήρας μικρά νοσήματα συμβώσιν, ο θάνατος επέρχεται ταχέως. Τω όντι η θερμότης τότε είναι ολίγη, διότι το περισσότερον μέρος αυτής κατηναλώθη κατά την διάρκειαν της ζωής, και επομένως οιαδήποτε επέλθη επίτασις της λειτουργίας του πνεύμονος,ταχέως αποσβύνεται το πυρ. Αποσβύνεται δε διά παραμικράν κίνησιν μη ον πλέον ή αμυδρά και μικρά φλοξ εις το ζώον. 8. Διά τούτο και ο κατά το γήρας θάνατος είναι άλυπος {174} και οι γέροντες αποθνήσκουσι χωρίς να συμβή εις αυτούς κανέν βίαιον πάθημα, αλλ' η ψυχή αποχωρίζεται, χωρίς να το αισθανθώσι παντελώς.
9. Και όσα νοσήματα ποιούσι σκληρόν τον πνεύμονα ή διά φυμάτων ή δι'εκκρίσεων {175} ή δι' υπερβολικής νοσηράς θερμότητος, ως είναι εις τους πυρετούς, επιταχύνουσι την αναπνοήν, διότι ο πνεύμων δεν δύναται πολύ ευρέως να διαστέλληται υψούμενος και να συστέλληται· και τέλος,όταν δεν δύνανται πλέον να κάμνωσι την κίνησιν ταύτην {176}, τελευτώσι οι άνθρωποι αποπνέοντες την τελευταίαν πνοήν αυτών.
{171} Ο Αριστοτέλης φαίνεται αποδίδων τον θάνατον εις αλλοίωσιν του πνεύμονος.
{172} Εσωτερική.
{173} Όρα περί Νεότητος και Γήρως.
{174} Ως επί το πλείστον.
{175} Ανωμάλων και υπερβολικών.
{176} Της διαστολής και συστολής του πνεύμονος.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΗ'.

Όρισμός γεννήσεως, νεότητος, γήρατος, ζωής και θανάτου, πάντων αναφερομένων εις την φυσικήν θερμότητα, καθ' όσον άρχεται, ακμάζει ή σβύνεται.
1. Γέννησις είναι λοιπόν η πρώτη συμπλοκή {177} της θρεπτικής ψυχής με την θερμότητα. Ζωή είναι η εμμονή της συνενώσεως ταύτης· νεότης δε είναι η ανάπτυξις του πρώτου οργάνου, όπερ καταψύχει (το ζώον), γήρας δε είναι η καταστροφή αυτού, ακμή δε είναι το μέσον μεταξύ νεότητος και γήρατος. 2. Θάνατος δε και καταστροφή βίαιος είναι η απόσβεσις και ο μαρασμός της ζωικής θερμότητος (ήτις φθείρεται και διά τας δύο αιτίας ταύτας)· η δε φυσική μάρανσις του αυτού τούτου θερμού παράγεται διά τον πολύν χρόνον, και είναι κανονικόν τέλος ζωής, καλείται δε ως προς τα φυτά ξήρανσις, ως προς δε τα ζώα θάνατος. 3. Και ο μεν κατά το γήρας θάνατος είναι ο μαρασμός του οργάνου, διότι διά το γήρας γίνεται αδύνατον να καταψύξη το ζώον. 4. Είπομεν λοιπόν τι είναι η γέννησις, η ζωή και ο θάνατος, και διά ποίας αιτίας υπάρχουσιν εις τα ζώα.
{177} Μέθεξις, λέγει ο Αριστοτέλης

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ιθ'.

Ανακεφαλαίωσις των ειρημένων περί πνεύμονος και βραγχίων.
1. Εκ των ειρημένων γίνεται φανερόν διά ποίαν αιτίαν συμβαίνει να πνίγωνται εις το υγρόν όσα ζώα αναπνέουσι {178} και εις τον αέρα οι ιχθύς. Εις τους ιχθύς δηλ. η κατάψυξις {179} γίνεται διά του ύδατος,εις τα άλλα δε διά του αέρος, και ταύτα δε και εκείνα στερούνται των στοιχείων τούτων, όταν μεταβάλλωσι τον τόπον της διαμονής των. 2. Θα είπωμεν εφεξής ποία είναι η αιτία της κινήσεως των βραγχίων εις τους ιχθύς και των πνευμόνων εις τα άλλα· καθ' όσον τα όργανα ταύτα διαστέλλονται και συστέλλονται, τα μεν εκπνέουσι και εισπνέουσι τον αέρα, τα δε δέχονται και απορρίπτουσι το υγρόν. Προσέτι θα εξηγήσωμεν την σύστασιν του οργάνου τούτου εν τοις επομένοις.
{178} Δια των πνευμόνων.
{179} Αύτη είναι η θεωρία του Πλατωνικού Τιμαίου.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Κ'.

Τρεις εν τη καρδία κινήσεις: πήδησις, σφύξις, αναπνοή.
1. Τρία δε είναι όσα συμβαίνουσιν εις την καρδίαν, τα οποία φαίνονται μεν ότι έχουσι την αυτήν φύσιν, αλλ' όμως είναι διάφορα, ήτοι πήδησις(άτακτος κίνησις) {180}, σφυγμός και αναπνοή. 2. Η πήδησις είναι η συγκέντρωσις εν τη καρδία θερμότητος ένεκα καταψύξεως άλλων μερών,ήτις δύναται να είναι η εκκριματική ή διαλυτική {181}, ως εις την νόσον, ήτις λέγεται παλμός καρδίας {182}, και εις άλλας νόσους και έτι εις τους φόβους. Διότι και οι φοβούμενοι καταψύχονται εις τα άνω μέρη,η δε θερμότης φεύγουσα και συγκεντρουμένη εις την καρδίαν προξενεί την πήδησιν συμπιεζομένη εις μικρόν χώρον ούτως, ώστε ενίοτε τα ζώα αποσβύνονται και αποθνήσκουσι διά φόβον και πάθημα νοσηρόν. 3. O δε γινόμενος σφυγμός της καρδίας, τον οποίον αύτη φαίνεται ότι ενεργεί πάντοτε συνεχώς, είναι όμοιος με την κίνησιν, την οποίαν προξενούσι τα οιδήματα {183} μετά άλγους, διότι η μεταβολή αύτη του αίματος δεν είναι φυσική {184}. Γίνεται δε η κίνησις έως ου το κακόν ωριμάση και γίνη πύον. 4. Το πάθημα δε τούτο ομοιάζει με βρασμόν διότι ο βρασμός γίνεται όταν το υγρόν εξατμίζηται υπό της θερμότητος. Τω όντι τούτο υψούται τότε, διότι αυξάνεται ο όγκος αυτού. Τέρμα δε της ατάκτου κινήσεως των οιδημάτων τίθεται, όταν το πύον δεν εξατμισθή και γένηται πυκνότερον το υγρόν, του δε βρασμού τέρμα είναι η πτώσις του υγρού έξω του περιέχοντος αυτό (αγγείου). 5. Εις δε την καρδίαν η διά της θερμότητος παραγομένη εξόγκωσις του υγρού, όπερ φέρει αδιαλείπτως η τροφή, προξενεί τον σφυγμόν, διότι η εξόγκωσις ανυψοί την εξωτερικήν μεμβράναν της καρδίας. Και η κίνησις αύτη πάντοτε γίνεται συνεχώς,διότι πάντοτε επιρρέει συνεχώς το υγρόν, εκ του οποίου γίνεται το αίμα.
6. Το αίμα πρώτον εις την καρδίαν διαπλάσσεται, ως φαίνεται κατά τας αρχάς της γεννήσεως (ζώου), διότι, αν και δεν διακρίνονται ακόμη αι φλέβες, η καρδία όμως φαίνεται, ότι έχει αίμα. Και διά τούτο ο σφυγμός είναι ταχύτερος εις τους νέους παρά εις τους γέροντας, διότι η αναθυμίασις είναι μεγαλυτέρα εις τους νεωτέρους. 7. Και πάσαι αι φλέβες {185} έχουσι σφυγμόν, και κτυπούσι συγχρόνως, διότι όλαι εξαρτώνται εκ της καρδίας. Η καρδία δε κινείται πάντοτε, άρα και αι φλέβες είναι πάντοτε εις κίνησιν, ήτις γίνεται συγχρόνως εις όλας, εφ'όσον η καρδία τας κινεί. 8. Πήδησις λοιπόν (παλμός) της καρδίας είναι η κίνησις αντιστάσεως κατά της συγκεντρώσεως του ψυχρού, σφυγμός δε είναι η εξάτμισις του υγρού, όταν θερμαίνηται.
{180} Πήδησιν λέγει την ανώμαλον και άτακτον κίνησιν (παλμόν) της καρδίας, σφυγμόν, δε την τακτικήν και κανονικήν. Αλλ' η αναπνοή αναφέρεται μάλλον εις τον πνεύμονα παρά εις την καρδίαν.
{181} Ως είναι λ.χ. η εκ των δηλητηρίων.
{182} Ως συμβαίνει εις τους ανευρισμούς της καρδίας.
{183} Φύματα λέγει το κείμενον. Τοιαύτα είναι οι δοθιήνες. κ.λ.
{184} Η κίνησις όμως της καρδίας, φυσική ούσα, δεν προξενεί πόνον.
{185} Αι αρτηρίαι μόναι.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΚΑ'.

Πώς γίνεται η αναπνοή διά του πνεύμονος. Εισπνοή και εκπνοή διά της αλληλεπιδράσεως του αέρος και της ζωικής θερμότητος. Βράγχια.—Περί υγιείας και νόσου.
1. Η αναπνοή γίνεται, όταν η θερμότης αυξάνηται εις το μέρος, εις το οποίον υπάρχει η θρεπτική αρχή. Διότι, καθώς και τα άλλα σωματικά στοιχεία, ούτω και η θερμότης αύτη έχει χρείαν΄τροφής, και αύτη περισσότερον των άλλων, διότι είναι πηγή της τροφής των άλλων. 2. Κατ'ανάγκην δε αύτη, όταν αυξάνηται, ανυψώνει το όργανον (εις το οποίον είναι). Δέον δε να φαντασθώμεν την σύστασιν του οργάνου τούτου ομοίαν με τα φυσερά των χαλκείων διότι ούτε ο πνεύμων ούτε η καρδία απέχουσι πολύ από του να λαμβάνωσι τοιούτον σχήμα. Τα τοιαύτα όργανα είναι διπλά. Η θρεπτική δε αρχή πρέπει να είναι εν τω κέντρω της ζωτικής δυνάμεως. 3. O πνεύμων λοιπόν ανυψούται εξογκούμενος, όταν δε εξογκούται, κατ' ανάγκην διαστέλλεται και το μέρος το περιέχον τον πνεύμονα. Και τούτο φαίνονται, ότι κάμνουσιν οι αναπνέοντες, ανυψούσι δηλ. το στήθος, διότι η αρχή, ήτις υπάρχει εις το μέρος τούτο, κάμνει το αυτό. Τω όντι, όταν υψούται ο πνεύμων, αναγκαίως, όπως συμβαίνει εις τα φυσερά, εισέρχεται έξωθεν ο αήρ, όστις είναι ψυχρός και διά της ψύξεως, την οποίαν ενεργεί, ελαττώνει την υπερβολικήν θερμότητα έσω.4. Καθώς δε, όταν η θερμότης αυξάνηται, ο πνεύμων ανυψούται, ούτω και όταν εκείνη ελαττούται, κατ' ανάγκην ούτος συστέλλεται· και όταν ούτος συστέλληται, εξ ανάγκης ο εισελθών αήρ πρέπει να εξέρχηται, και εισέρχεται μεν ψυχρός, εξέρχεται δε θερμός, διότι θίγεται υπό της θερμότητος, ήτις είναι εις το όργανον τούτο. Συμβαίνει δε τούτο προ πάντων εις τα ζώα, των οποίων ο πνεύμων είναι πλήρης αίματος. Διότι ο αήρ πίπτει εις τους πολυαρίθμους σωλήνας, οίτινες είναι εις τον πνεύμονα και ομοιάζουσι με αύλακας, εις έκαστον δε των σωλήνων παράκεινται φλέβες, ούτως ώστε ο πνεύμων ολόκληρος φαίνεται πλήρης αίματος.
5. Ονομάζεται δε η είσοδος του αέρος εις τον πνεύμονα εισπνοή, η δε έξοδος εκπνοή. Και η κίνησις αύτη γίνεται πάντοτε συνεχώς, εφ' όσον το ζώον ζη και κινεί συνεχώς το όργανον τούτο, και διά τούτο η ζωή συνίσταται εκ της εισπνοής και εκπνοής.
6. Κατά τον αυτόν δε τρόπον γίνεται και η κίνησις των βραγχίων εις τους ιχθύς. Όταν δηλαδή υψούται η θερμότης του αίματος χωρούντος διά των μερών τούτων, υψούνται και τα βράγχια και αφίνουσι το ύδωρ να διέλθη· όταν δε η θερμότης καταβή εις την καρδίαν διά των αγγείων και γίνηται η κατάψυξις, τα ζώα συστέλλουσι τα βράγχια και απορρίπτουσι το ύδωρ. Αλλ' η θερμότης, ήτις διαρκώς υψούται εν τη καρδία, διαρκώς δέχεται πάλιν το στοιχείον, όπερ καταψύχει αυτήν. 7. Διά τούτο και εις τα χερσαία το ζην και το μη ζην συνίσταται επί τέλους εις το αναπνέειν, και εις τους ιχθύς συνίσταται εις το δέχεσθαι το υγρόν.
8. Περί της ζωής λοιπόν και του θανάτου και περί όσων σχετίζονται με την μελέτην ταύτην είπομεν σχεδόν περί πάντων. 9. Περί δε της υγιείας και της νόσου όχι μόνον του ιατρού, αλλά και του φυσικού φιλοσόφου είναι έργον να εξετάση τας αιτίας αυτών. Δεν πρέπει να αγνοώμεν κατά τι διαφέρουσι και πώς εξετάζουσι αντικείμενόν τι εκ διαφόρου επόψεως αι δύο αυταί τάξεις ανθρώπων· ότι δε αυταί είναι μελέται συνορεύουσαι μέχρι τινός μαρτυρεί το γεγονός τούτο: Όσοι των ιατρών είναι ικανοί και εργατικοί ασχολούνται περί της φύσεως, και θεωρούσι πρέπον εξ αυτής να λαμβάνωσι τας αρχάς των, και αφ' ετέρου οι ικανώτατοι εκ των περί φύσεως πραγματευθέντων φιλοσόφων καταλήγουσι πάντοτε σχεδόν εις συζήτησιν περί των αρχών της ιατρικής.
* * *
Η Σειρά των Αρχαίων Ελλήνων Συγγραφεων, των Εκδόσεων Φέξη, υπήρξεν ένας σταθμός στα ελληνικά χρονικά. Για πρώτη φορά προσφερόταν συστηματικά στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό, η αρχαία ελληνική σκέψη(Ιστορία, φιλοσοφία, ποίηση, δράμα, δικανικός και πολιτικός λόγος) σε δημιουργικές μεταφορές της, από τους άριστους μεταφραστές του τόπου,στην πιό σύγχρονη μορφή που πήρε, εξελισσόμενο, το γλωσσικό της όργανο. O Όμηρος, οι Τραγικοί κι ο Αριστοφάνης, ο Ηρόδοτος, ο Θουκυδίδης, ο Πλάτων, ο Ξενοφών, ο Αριστοτέλης, ο Θεόκριτος, ο Θεόφραστος, ο Επίκτητος, ο Πλούταρχος, ο Λουκιανός κλπ. προσφέρονται και σήμερα, στις κλασικές πια μεταφράσεις των Πολυλά, Ραγκαβή,Μωραϊτίδη, Κονδυλάκη, Ποριώτη, Γρυπάρη, Τανάγρα, Πολέμη, Καμπάνη,Καζαντζάκη, Βάρναλη, Αυγέρη, Βουτιερίδη, Ζερβού, Φιλαδελφέως,Τσοκόπουλου, Σιγούρου, Κ. Χρηστομάνου κλπ. σε μία σύγχρονη σειρά εκδόσεων βιβλίου τσέπης, πράγμα που επίσης, γίνεται για πρώτη φορά,συστηματικά, στην Ελλάδα.
ΜΙΚΡΑ ΦΥΣΙΚΑ Τα πορίσματα των πριν απ' αυτόν φυσικών και φιλοσόφων και κυρίως τα συμπεράσματα της κολοσσιαίας προσωπικής εργασίας που διατύπωσεν ο Αριστοτέλης στο έργο του αυτό. Έργο βαθύτατο και διαφωτιστικό των τότε φυσικών και βιολογικών γνώσεων. Η μετάφραση, με φιλολογική ακρίβεια και σαφήνεια οφείλεται στον Π. Γρατσιάτο.
Η ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΦΕΞΗ ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ ΑΝΑΤΥΠΩΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ.
ΑΘΗΝΑΙ, ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ 36
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, ΤΣΙΜΙΣΚΗ 61

ΤΙΜΗ ΤΟΜΟΥ ΔΡΑΧΜΕΣ 10
ΤΕΛΟΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου